Η Ελλάδα από τη χούντα στην κρίση – Η κουλτούρα της μεταπολίτευσης, του Δημήτρη Τζιόβα
Το βιβλίο του Δημήτρη Τζιόβα «Η Ελλάδα από τη χούντα στην κρίση – Η κουλτούρα της μεταπολίτευσης» χαρτογραφεί με εμβριθή και άκρως διαφωτιστικό τρόπο τα πολιτισμικά τεκταινόμενα και τις τάσεις που αναδύθηκαν στην ελληνική κοινωνία την περίοδο της Μεταπολίτευσης.
Πρόκειται για μια εντυπωσιακή πολιτισμική «ιστορία» και κριτική που έχει ως στόχο να παραδώσει στο αναγνωστικό κοινό κάτι που δεν είχε επιχειρηθεί να γίνει στο παρελθόν τόσο ολοκληρωμένα: ο Τζιόβας καταφέρνει να αφηγηθεί, με ιστορικά θεμελιωμένο και θεωρητικά καταρτισμένο τρόπο, «την ετερογένεια, τις ανακατατάξεις και την “ανασφάλεια”» της Ελλάδας στο «πολιτισμικό πεδίο» , σε μια περίοδο που –θεωρητικά τουλάχιστον- αρχίζει να εμπεδώνεται ενός είδους πολιτική ασφάλεια, με ένα δημοκρατικό καθεστώς που προσπαθεί να συμπεριλάβει τις διάφορες τάξεις και κοινωνικές ομάδες του ελληνικού πληθυσμού.
Η βασική θέση που υποστηρίζει ο Τζιόβας είναι η εξής: Η περίοδος που ανοίγει με την Μεταπολίτευση (και φτάνει έως την ελληνική κρίση μετά το 2008) είναι μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από μια έντονη «πολιτισμική υβριδικότητα». Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα, από εκεί που θεωρούνταν χώρα με εθνική και πολιτισμική ομοιογένεια, μεταμορφώνεται σταδιακά σε χώρα όπου αναγνωρίζονται όλο και πιο πολύ οι διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες και μειονότητες, όπου γίνεται αποδεκτή η διαφορετικότητα, όπου υπάρχει μια σαφής μετάβαση που ευνοεί τη λαϊκή κουλτούρα, τον υλικό πολιτισμό, το αντισυστημικό στοιχείο… Αυτές οι πολιτισμικές μεταβάσεις σφραγίζονται και από μία αυξημένη έμφαση στα στοιχεία ταυτότητας και τις διάφορες πολιτικές της ταυτότητας, πράγμα που σημαίνει ότι και ο σύγχρονος πολιτισμός, ή αλλιώς η κουλτούρα –με την ευρύτερη σημασία του τρόπου ζωής–, χαρακτηρίζεται από μια αναγνωρισμένη και έντονη ετερογένεια.
Για να υποστηρίξει τη θέση του, ο Τζιόβας προβαίνει σε μια εκτενή, ιστορικά και θεωρητικά τεκμηριωμένη ανάλυση, που στόχο έχει να χαρτογραφήσει τις πολιτισμικές εξελίξεις και τους διάφορους πολιτισμικά ρεπερτόρια που διακινήθηκαν και διακινούνται στην Ελλάδα σε διάφορους τομείς. Σε αυτό του το εγχείρημα, προσπαθεί να καταδείξει την ύπαρξη πολλαπλών πολιτισμικών εκδοχών, θέσεων, ιδανικών, τάσεων κ.ο.κ. και το πώς αυτές συνυπήρξαν και συνυπάρχουν διαμορφώνοντας ένα πεδίο ετερότητας. Για τον Τζιόβα, μια τέτοια πολιτισμική ποικιλότητα και συνύπαρξη σημαίνει ουσιαστικά ότι η πολιτισμική ιστορία της Ελλάδας στη Μεταπολίτευση είναι μια πολιτισμική ιστορία μεταβάσεων, οι οποίες ποτέ δεν είναι γραμμικές (δλδ. δεν προχωράμε μονοσήμαντα από το ένα πολιτισμικό ιδανικό/ρεπερτόριο … στο επόμενο), αλλά γεμάτες «αναστοχασμούς» και διαφορετικές τροχοδρομήσεις. Με άλλα λόγια, στη μεταπολιτευτική Ελλάδα δεν έχουμε μια συγκεκριμένη, σαφή, «γνήσια», αποκρυσταλλωμένη πολιτισμική ταυτότητα, αλλά μια ιστορική τάση να πολλαπλασιάζονται και να συνυπάρχουν και να συνομιλούν μεταξύ τους διαφορετικών ειδών πολιτισμικές ταυτότητες και νοηματοδοτήσεις. Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, ο Τζιόβας επιλέγει να αμφισβητήσει και κυρίαρχα μοντέλα και υποθέσεις σε ό,τι αφορά την κουλτούρα της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, εμφανίζεται καχύποπτος όσον αφορά τους διάφορους πολιτισμικούς δυϊσμούς που δημιουργούν ιεραρχήσεις εντός της ελληνικής κουλτούρας. Για παράδειγμα, απορρίπτει την αφήγηση που θέλει την εκσυγχρονιστική, φιλοευρωπαϊκή και φιλοδυτική κουλτούρα να είναι ανώτερη και να εκτοπίζει μια πιο παρωχημένη, λαϊκή κουλτούρα που βασίζεται σε παραδοσιακά, μη ευρωπαϊκά πρότυπα. Αντιθέτως, για τον Τζιόβα, αυτού του τύπου οι επιστημονικές αναλύσεις που προσπαθούν να «χωρέσουν» την πολιτισμική πραγματικότητα της Ελλάδας σε τέτοιες δυαδικές αντιθέσεις και ιεραρχίες ουσιαστικά αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν ότι η κουλτούρα της μεταπολίτευσης είναι κατ’ αρχήν υβριδική και ενσωματώνει στοιχεία από όλα τα μέρη των όποιων δυϊστικών διπόλων.
Στα πλαίσια αυτού του εγχειρήματος, ο συγγραφέας προχωρά στην περιγραφή πολιτισμικών τάσεων και λόγων (με την έννοια του discourse: ο ιδιαίτερος τρόπος που χρησιμοποιείται η γλώσσα για να περιγράψει, να κατανοήσει και να νοηματοδοτήσει κάποιος όψεις του κόσμου) σε πολλούς τομείς. Συγκεκριμένα, η ανάλυσή του καλύπτει πεδία όπως η πολιτική, οι λόγοι για το έθνος, η αξιοποίηση/πρόσληψη της αρχαιότητας και της ιστορίας, η γλώσσα, η λογοτεχνική και καλλιτεχνική παραγωγή, η θρησκεία, η νεολαία, ο φεμινισμός, οι κοινωνικές ή άλλες μειονότητες (βλ. μετανάστες, ΛΟΑΤΚΙ κλπ). Με αφορμή τη συζήτηση γύρω από όλους αυτούς τους τομείς, υπογραμμίζεται κάθε φορά ότι δεν υπήρξε ούτε υπάρχει ένα ενιαίο κοινό στην Ελλάδα που να αντιμετωπίζει με έναν, ενιαίο τρόπο τα πράγματα, τις ταυτότητες, και την ίδια την ιστορική μνήμη. Αντίθετα, αναδύονται διαφορετικά κοινά με διαφορετικές ευαισθησίες και διαφορετικούς τρόπους διαπραγμάτευσης και πρόσληψης του πολιτισμικού υλικού (οποιασδήποτε υφής) και της ιστορικής μνήμης/παρελθόντος των Ελλήνων. Στην πορεία που διαγράφει μέσα στο βιβλίο του, ο συγγραφέας προσπαθεί να αποσταθεροποιεί τις κυρίαρχες αφηγήσεις για την ελληνική πολιτισμική πραγματικότητα και του διάφορους δυϊσμούς που έχουν προσπαθήσει να περιγράψουν άπαξ και δια παντός τα διάφορα πολιτισμικά πεδία. Έτσι, ο Τζιόβας καταφέρνει να προσφέρει γλαφυρά στον αναγνώστη την εικόνα μιας Ελλάδας που από άποψη κουλτούρας, σε κάθε τομέα, βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο/συνομιλία μεταξύ διαφορετικών λόγων. Είναι, λόγου χάρη, μια Ελλάδα που συνδυάζει συχνά τις θέσεις του φιλοευρωπαϊκού/εκσυγχρονιστικού με το παραδοσιακό ή το αντιδυτικό/εθνοκεντρικό, του φιλελεύθερου/κοσμικού με την ορθοδοξία, του αισθητικά «υψηλού» με το «λαϊκό», «λαϊκότροπο» ή και υλιστικό, της παραδοσιακής πολιτικοποίησης και του ενδιαφέροντος για τη δημόσια σφαίρα με το μη κομματικό, την έμφαση στην ιδιωτική σφαίρα και στον ιδιωτικό τρόπο ζωής και αυτοέκφρασης …
Συνολικά, το «Η Ελλάδα από τη χούντα στην κρίση – Η κουλτούρα της μεταπολίτευσης» είναι ένα εντυπωσιακό και πολύ ενημερωμένο εγχείρημα. Κατ’ αρχάς, ο Τζιόβας κάνει μια εκτεταμένη ανασκόπηση της βιβλιογραφίας για μια μεγάλη γκάμα πολιτισμικών θεμάτων και τάσεων, συνδυάζοντας εξαιρετικά τη θεωρητική ερμηνεία με την ιστορική πλαισίωση των διαφόρων συζητήσεων γύρω από την Ελλάδα, τις εκδοχές της ελληνικής ταυτότητας και τους βασικούς άξονες των λόγων που αφορούν την ιδιοσυστασία της ελληνικής κουλτούρας (π.χ. αρχαιότητα, ευρωπαϊσμός και εκσυγχρονισμός, ορθοδοξία και θρησκευτικότητα/πνευματικότητα, κρίση …). Και επιπρόσθετα, καταφέρνει να υποστηρίξει τη βασική του θέση περί μιας εποχής ετερότητας και πολλαπλών ταυτοτήτων σε επίπεδο κουλτούρας, τοποθετώντας την εντός ενός ευρύτερου πλαισίου πολιτικοκοινωνικών και θεωρητικών εξελίξεων στο σύγχρονο κόσμο: για παράδειγμα, επισημαίνει συχνά πώς το εγχείρημά του συνδυάζεται θεωρητικά με τις αναλύσεις για τα χαρακτηριστικά του ύστερου καπιταλισμού της παγκοσμιοποίησης, με το μεταδομισμό και το μεταμοντέρνο, με τις μετααποικιακές σπουδές, με τις αναλύσεις για τα κοινωνικά κινήματα δικαιωμάτων ή τη σύμπτυξη ιδιωτικού και δημόσιου χώρου, με τη θέση για την αλλαγή του είδους της πολιτικοποίησης, με τις ευρύτερες εξελίξεις στον τομέα της πολιτισμικής παραγωγής και κατανάλωσης …
Ωστόσο, αν καλούμουν να διατυπώσω κάποια ένσταση ή επιφύλαξη για αυτό το κατά τα άλλα εντυπωσιακό συγγραφικό κατόρθωμα, τότε αυτή θα ήταν η εξής: το έργο φαίνεται να παρουσιάζει ένα κάποιο έλλειμμα από άποψη των καθαρά ποιοτικών, εθνογραφικών –θα έλεγα– δεδομένων. Χωρίς αμφιβολία, ο Τζιόβας καταφέρνει να περιγράψει με επιτυχία τους διάφορους λόγους και τις διάφορες πολιτισμικές ταυτότητες που είναι ενεργές στην Ελλάδα. Εντούτοις, επειδή ακριβώς μιλάμε για ταυτότητες και λόγους που διακινούνται στην ελληνική πραγματικότητα, αυτό δεν μπορεί να γίνεται κατά βάση με την αποδελτίωση και την ερμηνεία μόνο μιας συγκεκριμένης τάξης κοινωνικών υποκειμένων. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να μιλάμε για πολιτισμικές ταυτότητες αντλώντας μόνο από τους λόγους που διακινούν πολιτικοί, επιστήμονες, λογοτέχνες, καλλιτέχνες, ακαδημαϊκοί, φιλόσοφοι κ.ο.κ. Αντιθέτως, για τη χαρτογράφηση της πολιτισμικής ετερότητας μιας κοινωνίας, σίγουρα θα χρειαζόταν επίσης μια ισχυρή τεκμηρίωση μέσω μιας πιο ποιοτικής, εθνογραφικής έρευνας που θα έδινε το λόγο στα ίδια τα κοινωνικά υποκείμενα που δραστηριοποιούνται στον καθημερινό κόσμο και θα μπορούσαν να μιλήσουν πιο «αυθεντικά» και με δικά τους λόγια σχετικά με τις δικές τους πολιτισμικές εμπειρίες και ταυτότητες. Βέβαια, η απουσία τέτοιων φωνών από το έργο (εν μέρει δικαιολογημένη, γιατί μια τέτοια εθνογραφική καταγραφή θα απαιτούσε τεράστιο κόπο και χρόνο ούτως ώστε να καλυφθεί όλο το εύρος των ενδιαφερόντων του Τζιόβα) δεν απονομιμοποιεί τόσο τα ευρήματα. Άλλωστε, σίγουρα ορισμένα κοινωνικά υποκείμενα, λόγω θέσης και ρόλου (π.χ. διανοούμενοι, πολιτικοί κ.ο.κ.), έχουν εντονότερο πολιτισμικό αποτύπωμα από κάποια άλλα. Ωστόσο, σίγουρα θα ήταν πολύ χρήσιμη η συμπερίληψη των φωνών μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού πληθυσμού για να προσδιοριστεί με περισσότερη ακρίβεια το ευρύτερο πολιτισμικό τοπίο – πόσω μάλλον όταν ο ίδιος ο Τζιόβας αναγνωρίζει ότι πολιτισμικά πλέον υπάρχει συχνά χάσμα και αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών κοινών, αυτού των ειδικών και αυτού των καθημερινών ατόμων.
Εν κατακλείδι, και παρά την ένστασή μου, το βιβλίο του Δημήτρη Τζιόβα «Η Ελλάδα από τη χούντα στην κρίση – Η κουλτούρα της μεταπολίτευσης» αποτελεί ένα εξαιρετικό έργο που τοποθετεί την πολιτισμική ιστορία της Ελλάδας μετά τη Μεταπολίτευση στη σωστή της διάσταση. Χωρίς να απορρίπτει τις πολιτισμικές αναλύσεις του παρελθόντος, τις αξιοποιεί δίχως να πέφτει στις παγίδες τους, σκιαγραφώντας μια εικόνα για τη σύγχρονη ελληνική κουλτούρα όχι μονοσήμαντη μα εξαιρετικά πλούσια χάρη στην αναγνώριση της ετερογένειάς της. Πρόκειται για ένα βιβλίο που αξιοποιεί το ιστορικό υπόβαθρο ως βασικό άξονα της επιστημονικής ανάλυσης, ενώ ταυτόχρονα αντλεί από το πλούσιο θεωρητικό οπλοστάσιο διαφόρων κλάδων (ιστορία, κοινωνιολογία, πολιτισμικές σπουδές …) για να «πλέξει» μια σύνθετη και γόνιμη ερμηνεία των πολιτισμικών φαινομένων που εξετάζει. Αναμφίβολα είναι ένα έργο-αρωγός τόσο εκείνων που ασχολούνται ακαδημαϊκά με τη μελέτη της ελληνικής πολιτισμικής πραγματικότητας όσο και του ενημερωμένου εκείνου αναγνώστη που ενδιαφέρεται απλώς να πληροφορηθεί.
Η Ελλάδα από τη χούντα στην κρίση – Η κουλτούρα της μεταπολίτευσης, του Δημήτρη Τζιόβα
Μετάφραση: Ζωή Μπέλλα-Αρμάου, Γιάννης Στάμος
Εκδόσεις Gutenberg
σελ. 480