“13”, Gorillaz και άλλες μουσικές ιστορίες χωρισμού
Το 1999 η ανθρωπότητα βρισκόταν στον αστερισμό του Νοστράδαμου, περιμένοντας το Τέλος του Κόσμου. Οι πιο «μοντέρνοι», έχοντας απορρίψει το ενδεχόμενο ενός Αποκαλυπτικού μετεωρίτη ή ενός νέου κατακλυσμού, κοιτούσαν με αγωνία τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές περιμένοντας τον ψηφιακό μηδενισμό του 2000 όπου, υποθετικά, θα οδηγούσε σε μια κατάρρευση του διαδικτύου και του e-κόσμου. Δεν ήταν τόσο παράλογο όσο ακούγεται: Δέκα χρόνια πριν είχε ήδη γραφτεί το «Τέλος της Ιστορίας» από διάφορους διανοητές και think tank, οπότε ο διάχυτος τελεολογισμός ήταν αρκετά πρόσφορος.
Το 1999 αρκετές ταινίες απέκτησαν τη θέση τους στις κορυφαίες της δεκαετίας στο photo finish: Το “Matrix” απέκτησε εκατομμύρια οπαδούς ως μια νέα cyberpunk μαζική μυθολογία, ενώ το “Fight Club” κατάφερε να δώσει υπαρξιακή και κοινωνική διάσταση στο tagline «Αναρχία-Χάος-Σαπούνι». Κάπου εκεί, η ταινία “The Sixth Sense” δρομολόγησε τα πρώτα (χωρίς τη μορφή που έχουν τώρα στα social media αλλά από στόμα σε στόμα) memes: το“I see dead people” και το λιτό αλλά spoiler-alert, «ο Bruce Willis είναι φάντασμα».
Παράλληλα, η «άνοιξη» της νέας τηλεόρασης ξεκινούσε με τους Sopranos, ενώ ο Harry Potter είχε ήδη γίνει ένα μαζικό λογοτεχνικό φαινόμενο. Σε ό,τι αφορά στη μουσική, τα παγκόσμια charts ακόμα κυριαρχούνται από τους Backstreet Boys, την Cher, τις TLS (το “No scrubs” είναι πλέον vintage) αλλά η χρονιά χαρακτηρίζεται από την επέλαση της νεαρής Britney Spears.
Βέβαια, πέρα από τα hits, η παγκόσμια μουσική θα είναι ευτυχής να υποδεχτεί το “Californication” των Red Hot Chilli Peppers, το “Metropolis pt.II” των Dream Theater, το “Mule Variations” του Tom Waits, νέα album των Porcupine Tree, Anathema αλλά και το χιλιοπαιγμένο “Industrial Silence” των Madrugada.
Όλα αυτά βέβαια δεν είναι παρά μια μικρή εισαγωγή για να δούμε ένα πολύ συγκεκριμένο «τέκνο» του 1999. Η αφορμή να το θυμηθούμε είναι ένα «τέκνο» του 2017, δηλαδή μιας εικοσαετίας περίπου μετά, και συγκεκριμένα το καινούριο κομμάτι των Gorillaz, το “Saturnz Barz” το οποίο μπορεί να μας συνοδεύσει με τη στοιχειωμένη του post-reggae (ή σε ό,τι περίεργο κατατάσσεται) απόχρωση για να ξαναγυρίσουμε πίσω στο χρόνο:
Λίγο πριν το Τέλος του Κόσμου του Νοστράδαμου, έλαβε χώρα ένα πολύ μικρότερο και μάλλον αδιάφορο για την ανθρωπότητα τέλος: αυτό της σχέσης του frontman των Blur, Damon Albarn με τη frontwoman των Elastica, Justine Frischmann. Πολλοί/ες λένε πως ο έρωτας και η ευτυχία «γεννούν» μουσική και τέχνη, αλλά η αντίθετη γνώμη μοιάζει πιο λογική: Η απώλεια, ο πόνος, το «κάτι που λείπει» ίσως είναι η βασική «μήτρα» της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Επιπλέον, ο χωρισμός είναι πάντα αφορμή για νέες συναντήσεις-όχι απαραίτητα ερωτικές.
Λέγεται πως ο Damon Albarn βυθίστηκε σε μια βαθιά θλίψη μετά τον χωρισμό του. Οι Blur, μια μπάντα ταυτισμένη με το brit-pop σε μια από τις πιο ανάλαφρες εκδοχές του (με γνωστές αντιζηλίες με Oasis και Suede κλπ.), ξεκίνησε να ηχογραφεί ένα νέο δίσκο στο Λονδίνο και το Ρεικιάβικ, με τις φήμες να τους θέλουν στα πρόθυρα της διάλυσης εξαιτίας των τεταμένων τους σχέσεων: Στο επίκεντρο ήταν η διαχείριση της απώλειας από πλευράς Damon, που μεταξύ άλλων είχε συγκατοικήσει με τον κομίστα δημιουργό του “Tank Girl”, Jamie Hewlett. Η συγκατοίκηση απέκτησε τη φήμη μιας sex-drugs-rock‘n’roll οικιακής κατάστασης, αλλά ήταν κυρίως κάτι άλλο: Το έδαφος για μια συνεργασία που οδήγησε σε ένα από τα πλέον πρωτότυπα μουσικά εγχειρήματα της εποχής.
Πριν όμως από αυτό, ο Damon Albarn αποφάσισε να καταθέσει μουσικά την ψυχή του. Το επόμενο album των Blur είχε τον λιτό τίτλο “13” και κυκλοφόρησε με μια επίσης λιτή ελαιογραφία του κιθαρίστα Graham Coxon (που είχε διάφορα να αποδείξει σε αυτό το album, μα αυτό είναι μία άλλη παράλληλη ιστορία) με τίτλο «Ο Μαθητευόμενος». Το album κυκλοφόρησε το 1999 και αν μη τι άλλο, προξένησε μεγάλη εντύπωση στους fan της βρετανικής μπάντας. Κυρίως επειδή λίγη σχέση είχε μαζί της.
Αν θέλουμε να κάνουμε μια (λίγο ανόμοια βέβαια) σύγκριση, θα λέγαμε πως το “13” είναι για τους Blur ότι το “Kid A” και “Amnesiac” για τους Radiohead: Μια «στροφή», δηλαδή, σε πιο πειραματικά, ενίοτε «βρώμικα» και πειραγμένα, σίγουρα πιο ιδιοσυγκρασιακά μονοπάτια. Από τα gospel του “Tender” μέχρι τις βρώμικες κιθάρες που μπουκώνουν τα ηχεία στο “Bugman”, την ευαισθησία του “Caramel”, τις εκπλήξεις του “Trimm Trabb” και τον μελωδικό σπαραγμό του “No distance Left to Run” (στο μεταξύ, το “Coffee and Tv” θα τους εκτινάξει και στο κοινό των ΗΠΑ, κυρίως χάρη στο ευφάνταστο music video με το γαλατάκι), όπως και να ερμηνεύσουμε το “13”, πρώτα και κύρια είναι ένας μουσικός αποχαιρετισμός, είναι όλα τα στάδια της απώλειας μέσα σε ένα δίσκο, ένα ταξίδι συμφιλίωσης και αποδοχής ενός τέλους. Το “13” είναι το μουσικό χρονικό ενός χωρισμού, και αυτό το πρίσμα το κάνει ακόμα πιο υπέροχο (απ’ όσο ήδη είναι). Ας το θυμηθούμε:
Παράλληλα, ο Damon και ο Jamie θα τα βάλουν κάτω και ένα νέο μουσικό project θα γεννηθεί, κάνοντας αμέσως αίσθηση με ένα τραγούδι που φέρει το όνομα ενός γνωστού συντηρητικού ηθοποιού/σκηνοθέτη: Του Clint Eastwood. Η virtual μπάντα Gorillaz θα έχει μονάχα αυτούς τους δυο ως δημιουργικές «σταθερές», ενώ η φωνή του Albarn θα είναι πολλές φορές σε δεύτερο πλάνο, ειδικά μετά το πρώτο album τους το 2001. Πάντα πειραματικοί, πάντα πολυσυλλεκτικοί και με πλήθος συνεργασιών, οι Gorillaz θα ταξιδέψουν τις δυο τελευταίες δεκαετίες με αρκετές επιτυχίες, τεράστιο υλικό των virtual μελών τους σε video και artworks και ευρύ fan base. Οι Blur από την άλλη, θα δρομολογήσουν άλλους δυο δίσκους. Καλώς ή κακώς όμως, το καλλιτεχνικό απόγειό τους θα παραμείνει το “13” (που εμπορικά, δεν είχε την επιτυχία παλιότερων), ένα album που εξιστορεί σπαρακτικά, ειλικρινά και αυθεντικά, ένα χωρισμό.