17o Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: In the Basement
Ο Ούλριχ Ζάιντλ είναι προβοκάτορας, είναι αυθάδης, είναι προκλητικός, αλλά με ένα τρόπο, επί της ουσίας, βαθιά ανθρώπινο. Διότι όσο κι αν αυτό που φιλοτεχνεί συγκρούεται με την αίσθηση του politically correct, η σύγκρουση αυτή δεν αποπνέει καταναγκασμό, εκτόνωση ή αυνανιστική διάθεση. Ο Ζάιντλ δεν έχει κανένα καθωσπρέπει και τυπικό σεβασμό απέναντι στους ιδιόρρυθμους και γεμάτους ατέλειες ανθρώπους που παρελαύνουν μπροστά στον φακό του, ακριβώς γιατί επιδεικνύει ολοκληρωτικό σεβασμό απέναντι σε αυτό που τείνουμε να θεωρούμε ανώμαλο ή περίεργο. Κι αν οι ταινίες του μας φέρνουν σε δύσκολη θέση, φανταστείτε τι μας προκαλεί ένα ντοκιμαντέρ, στο οποίο τρυπώνει στα υπόγεια ανθρώπων που μένουν αθέατα από τους συνήθεις προβολείς της ζωής.
Ο Ζάιντλ καταγραφεί μεν με σχολαστική λεπτομέρεια και απροκατάληπτη διάθεση, αλλά η «τεκμηρίωση» που επέρχεται, προκύπτει από τη δική του καλλιτεχνική πινελιά. Από το στιλ κινηματογράφησης. Από το σχόλιό που μουρμουρίζει στο βάθος της εικόνας, το οποίο μετά βίας ακούμε. Από την ειρωνεία του, που κόβει σαν μαχαίρι. Μια ειρωνεία που απευθύνεται όμως πολύ περισσότερο σε εμάς τους καλοβαλμένους θεατές, παρά στους ξεχαρβαλωμένους ήρωές του. Των οποίων οι παραξενιές, η γύμνια (κυριολεκτική και μεταφορική), οι διαστροφές, τα ελλείμματα επιστρέφουν μπούμερανγκ σε εμάς τους ίδιους που έχουμε μάθει να κοιτούμε από απόσταση ή ακόμη και να αποστρέφουμε το βλέμμα, διατρανώνοντας την «υγεία» μας. Ο Ζάιντλ μας μπάζει λοιπόν «στο υπόγειο» και μας καλεί να αναμετρηθούμε τετ α τετ με αυτά που κρύβονται κάτω από την επιφάνεια. Και ενορχηστρώνει αυτή την αναμέτρηση σαν αθέατος μαέστρος που κρύβεται στα παρασκήνια.
Η αίσθηση αντίθεσης και σύγκρουσης σαρώνει τα πάντα. Η συμμετρία των πλάνων του Ζάιντλ μοιάζει να έχει τραβηχτεί με χάρακα. Οι ήρωές του βρίσκονται στο κέντρο του κάδρου, με ίσες αποστάσεις από τα πάντα. Από πόρτες, παράθυρα, εστίες φωτός και σκοταδιού, αντικείμενα που συμπληρώνουν τον χώρο. Ταυτόχρονα, στέκονται μακριά από κάθε έννοια μέτρου, μέσου όρου και στατιστικών. Είναι οι αφανέρωτες αποκλίσεις. Είναι οι δισυπόστατοι. Αυτοί που πηγαίνουν κανονικά στη δουλειά, κάνουν φορολογικές δηλώσεις, πληρώνουν λογαριασμούς, περιμένουν σε ουρές, αλλά μπορούν πάντα να φανερωθούν απροκάλυπτα εντός του καταφυγίου τους. Μιλάμε για αυτούς που δεν πιάνει ποτέ το μάτι σου, για αυτούς που προσπερνάς, για αυτούς που δεν φαντάζεσαι να σε εκπλήσσουν. Όλα αυτά στην υπέργεια ζωή. Γιατί υπάρχει και ο υπόγειος κόσμος, όπου οι συντεταγμένες μεταβάλλονται.
Ο Ζάιντλ τοποθετεί την κάμερά του σε απόσταση αναπνοής από τους πρωταγωνιστές του και την αφήνει να αγκυροβολήσει εκεί για κάμποση ώρα. Για πολύ περισσότερη ώρα απ’ ό,τι έχουμε συνηθίσει να αφήνουμε τη ματιά μας στο οτιδήποτε. Και μας κάνει εντέχνως να πιστεύουμε ότι ποντάρει στην αστεία εικόνα που εκπέμπουν οι ήρωές του. Λάθος, ο Ζάιντλ ποντάρει στο ότι έχουμε οριστικά απολέσει την ικανότητα του κοιτάγματος. Της διασταύρωσης βλεμμάτων, της σιωπηλής παρατήρησης του Άλλου, του Διαφορετικού. Το αληθινά αστείο δεν η περίεργη εικόνα ενώπιόν μας, αλλά η αδυναμία μας να την κοιτάξουμε ευθέως, έστω και για λίγα δευτερόλεπτα. Οι ήρωες του ντοκιμαντέρ μας επιτίθενται με τα μάτια τους κι εμείς τείνουμε να αμυνόμαστε με ένα αδέξιο χαμόγελο.
Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος πέρα για πέρα καυλωμένος με τα όπλα να έχει ως ανεκπλήρωτο απωθημένο να γίνει τραγουδιστής της όπερας; Να παριστάνει τον Dirty Harry (κάποιες σκηνές είναι πάρα πολύ αστείες) και να τραγουδά με φωνή ημίτονου στα λαγούμια του υπόγειου σκοπευτηρίου του; Να λατρεύει παθολογικά τα όπλα και να μιλά συγχρόνως εναντίον του μίσους και των προκαταλήψεων; Σε αυτό το υπόγειο, το ηχητικό μοντάζ αντιπαραβάλλει τις όπερες με τους πυροβολισμούς. Μία φασαριόζικη μελωδία, ασυνήθιστη για κάθε αυτί. Στο ίδιο πνεύμα και τα υπόλοιπα δίπολα του ντοκιμαντέρ, τα οποία μας καλούν να σκεφτούμε και να αναρωτηθούμε, αφότου ξεπεράσουμε το αρχικό κύμα αμηχανίας, αφότου συμφιλιωθούμε με το ότι θα αντικρίσουμε εικόνες που θα γαργαλίσουν τους τυποποιημένους μας κώδικες αισθητικής.
Όπως για παράδειγμα, τη θέα μιας γυναίκα που απολαμβάνει όσο τίποτα τα σαδομαζοχιστικά παιχνίδια, αλλά εξακολουθεί να είναι σε θέση να ξεχωρίζει τους τρόπους και τις μορφές της βίας. Να βάζει διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην επιβολή και την κακοποίηση από τη μια και την συναίνεση και την ηδονή από την άλλη. Να εργάζεται σε μονάδες υποστήριξης κακοποιημένων γυναικών, ακριβώς επειδή έχει εισχωρήσει στην ψυχολογία της βίας και του πόνου πιο βαθιά απ’ όλους εμάς. Όπως την εικόνα ενός τρομπετίστα νοσταλγού του Χίτλερ. Ένα υπόγειο διακοσμημένο εξαντλητικά με ναζιστικά κειμήλια, το οποίο μετατρέπεται από αδιανόητη καρικατούρα σε ζωντανό μνημείο φρίκης και τούμπαλιν. Πού τελειώνει το φαιδρό και πού ξεκινά το αποτρόπαιο; Τελικά, η τέχνη και η αισθητική μήπως είναι ανήμπορες να εξημερώσουν τα σκοτεινά πάθη; Μήπως στέκουμε ανυπεράσπιστοι και εγκαταλελειμμένοι μπροστά στην επέλαση του εσωτερικού μας τέρατος; Στο ίδιο μήκος κύματος (και κλείνοντας τον κύκλο των ερωτημάτων που μας γεννήθηκαν) μπορεί μια εκδήλωση τρυφερότητας να προκαλεί κύματα ανατριχίλας; Μπορεί μια αγάπη να βασιστεί στην κυριαρχία και την υποταγή ή και αντιστρόφως, μπορεί μια σχέση κυριαρχίας και υποταγής να κρύβει ψήγματα αγάπης;
Δείτε, αναρωτηθείτε, σκεφτείτε κι απαντήστε.
Σκηνοθεσία: Ούλριχ Ζάιντλ
Διάρκεια: 84’
Μεταφρασμένος τίτλος: «Στο υπόγειο»
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine