Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

57ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Αυτή η νύχτα μένει, του Νίκου Παναγιωτόπουλου

feature_img__57o-festibal-thessalonikis-auti-i-nixta-menei-tou-nikou-panagiotopoulou
Στον Ανδρέα αρέσει να απλώνει τα πόδια μέχρι εκεί που φτάνει το πάπλωμα. Προτιμά να αγναντεύει από απόσταση ασφαλείας τα όνειρα, καθώς πετούν ψηλά πάνω από το κεφάλι του, παρά να τα γραπώσει. Οι φιλοδοξίες του εξαντλούνται σε μία μηχανή αντί για μηχανάκι. Σε εφημερίδες και τσιγάρα που θα πλαισιώσουν τα γάλατα και τα γιαούρτια, στο ψιλικατζίδικο που κληρονόμησε. Η Στέλλα θέλει να αγγίξει τα αστέρια, παρόλο που βαθιά μέσα της καταλαβαίνει πως δεν διαθέτει την απαραίτητη σκάλα. Λυσσά να ζήσει το όνειρο, ακόμη κι αν χρειαστεί να προβεί σε ορισμένες εκπτώσεις. Έχει μόνο μία φιλοδοξία, που πρέπει πάση θυσία να εκπληρώσει: να γίνει τραγουδίστρια.

Ο Ανδρέας αγαπά τη Στέλλα με τρόπο αδιαπραγμάτευτο και δογματικό. Πιο πολύ από την ίδια, λατρεύει την αίσθηση του να είναι μανιωδώς ερωτευμένος. Την ηθική ανταμοιβή και την νοητική πυξίδα του να διαθέτει έναν ιερό σκοπό. Έναν ανακουφιστικό μπούσουλα που θα καθοδηγεί το μυαλό και την καρδιά και θα δρομολογεί τις πράξεις του. Δεν αγαπά τη Στέλλα παθολογικά επειδή εξιδανικεύει την ίδια, αλλά επειδή εξιδανικεύει το συναίσθημά του. Από την άλλη, η Στέλλα αγαπά κι αυτή τον Ανδρέα, άσχετα αν κάποιες στιγμές του δείχνει το αντίθετο. Είναι λογικό, όμως, διότι ενσαρκώνει στα μάτια της όλα όσα την στραγγαλίζουν εσωτερικά. Τα λίγα και καλά, τη χωρίς δισταγμούς στασιμότητα, τη λιτή και υποτυπώδη ευτυχία. Ο Ανδρέας και η Στέλλα ήρθαν στον κόσμο ξένοι και καταδικασμένοι να ζήσουν έναν έρωτα επίγειο.

Έναν έρωτα που τσαλαβουτά στη λασπουριά, περιπλανιέται σε δρόμους μακρινούς κι αφιλόξενους, τρυπώνει σε θλιβερά καταγώγια, λυτρώνεται μέσα από τον συμβιβασμό. Ναι, ο έρωτας, όπως κάθε άλλο ή μάλλον υπεράνω από κάθε άλλο υψηλό ιδανικό, είναι βαθιά γήινος. Είναι ευάλωτος, τρωτός και φθαρτός. Είναι η ύψιστη παραδοχή της αδυναμίας. Είναι το προσκύνημα στη δύναμη της μοναξιάς.

Είναι η συναίσθηση του ακρωτηριασμού που περιγράφει ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο, που μας αφήνει λειψούς και περιπλανώμενους σακάτηδες, καθώς αναζητούμε ένα κομμάτι που έχουμε οι ίδιοι πετσοκόψει από τον εαυτό μας. Γλιστρά σαν άμμος από τα χέρια, αλλά κολλά και σαν κατακάθι στο μπρίκι. Ο Ανδρέας και η Στέλλα θα μπαρκάρουν σε μία περιπέτεια που θα ζήσουν για πρώτη και για τελευταία φορά. Στην πορεία, θα ανακαλύψουν πως οι απαντήσεις (ίσως και να υπάρχουν), αλλά δεν θα είμαστε ποτέ ικανοί να τις αφουγκραστούμε.

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος σκηνοθετούσε ταινίες περίπου όπως ανέπνεε, έτρωγε και κοιμόταν. Με τη φυσικότητα του αυτονόητου, αλλά και με τη σοβαρότητα της βιολογικής ανάγκης. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου, σε καμία άλλη ταινία του δεν κατέβαλε ανάλογη επιμέλεια και φροντίδα, δεν επέδειξε ανάλογο πάθος και ζήλο, όσο στο «Αυτή η νύχτα μένει». Πράγματι, ο Παναγιωτόπουλος, με πολεμοφόδια τις Μικρές αθηναϊκές ιστορίες του Βακαλόπουλου και τη μουσική του Κραουνάκη, ακολουθεί κατά πόδας δύο ήρωες που λατρεύει πατόκορφα επιδεικνύοντας σπαρακτική τρυφερότητα.

Τους αφήνει λάσκα σε μία επώδυνη και συναρπαστική διαδρομή ενηλικίωσης, τους αφήνει να πληγωθούν και να συντριβούν, να γλυκοκοιτάξουν με γουρλωμένα μάτια την σκοτεινή όψη. Ταυτόχρονα, υφαίνει μία περιπαικτική ελεγεία για τη συντριβή, αλλά και για την ηδονή, του ανεκπλήρωτου. Για την κάθοδο προς μία (οποιαδήποτε) αφιλόξενη, όμως πάντα διδακτική, κόλαση. Για τα αθέατα έγκατα μίας Ελλάδας που κοχλάζει υπογείως σε πίστες old school σκυλάδικων, που σέβεται, με τρόπο μαγευτικά παράδοξο, την άγραφη τιμή του ξεπουλήματος. Ο Παναγιωτόπουλος φτιάχνει ένα κόσμο οιονεί νεκρό που αργοπεθαίνει μυσταγωγικά. Ένα κόσμο αποστροφής που ασκεί μία νοσηρή γοητεία σε όσους αμύητους καταλήξουν να τον γνωρίσουν.

Η ιστορία μας θα διαγράψει ένα πλήρη κύκλο και θα επιστρέψει στο σημείο αφετηρίας της. Ο κύκλος θα είναι μεν πλήρης, αλλά δεν θα είναι λείος και γυαλισμένος. Θα έχει χαρακιές και κατάλοιπα. Και θα κυοφορεί μέσα του μία άγρια λάμψη που θα φανερώνεται σε ανύποπτες και φευγαλέες στιγμές. Η ιστορία μας είναι μία ρομαντική κατάθεση ψυχής για όλες τις περιπέτειες που πέθαναν και για όλες τις περιπέτειες που πρόκειται να πεθάνουν. 

*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine

1
Μοιράσου το