59ο ΦΚΘ: We the Animals, του Jeremiah Zagar | Δώστε του τώρα το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας
Ο φακός της υπόθεσης ακολουθεί την ιστορία μιας πενταμελούς οικογένειας που ζει κάπως μοναχικά, απομονωμένη σχεδόν από τον υπόλοιπο κόσμο. Το κέντρο βάρους της αφήγησης είναι ο δεκάχρονος Jonah και τα δύο λιγάκι μεγαλύτερα αδέρφια του, τρεις αδελφοί ιδιαίτερα αγαπημένοι μεταξύ τους. Με τον αφηγηματικό χρόνο να τεμαχίζεται σε δύο στιγμές -όχι πολύ απομακρυσμένες- παρακολουθούμε μέσα από την ευφυέστατη κι αριστοτεχνική κινηματογράφηση του Zagar τον σκληρό αγώνα της πρώιμης ενηλικίωσης των τριών μικρών αγοριών καθώς και τη μάχη που δίνουν οι δύο γονείς τους για να διατηρήσουν τις ασταθείς ενδοοικογενειακές ισορροπίες. Πίσω από τις υποδειγματικής ακρίβειας ερμηνείες της Sheila Vand και του Raul Castillo, η μαμά κι ο μπαμπάς, νέοι κι αποσυνάγωγοι, αγαπημένοι μα ασταθείς, παλεύουν με νύχια και με δόντια για μια φυσιολογική οικογενειακή ζωή, χωρίς όμως πάντα να τα καταφέρνουν. Οι δεσμοί συχνά διαταράσσονται, η βία τρυπώνει και ξεσπά με τους πιο δόλιους τρόπους ενώ τα αφόρητα πάθη που σφίγγουν σαν μέγγενη την οικογένεια κλυδωνίζουν κάθε ζεστή κι ευτυχισμένη στιγμή, τόσο των κινηματογραφικών υποκειμένων όσο και του θεατή. (Χαρακτηριστικότατη η σεκάνς του οικογενειακού μπάνιου, που καταλήγει σε μια σφοδρότατη έξαρση άδηλων προηγουμένως συναισθημάτων που κόβει απότομα το νήμα της ισορροπίας).
Αυτό που ωστόσο ξεχωρίζει την ταινία και την τοποθετεί στη λίστα με τις κορυφαίες σινεματικές εμπειρίες της χρονιάς είναι η επιλογή της υποκειμενικής αφήγησης από τον σκηνοθέτη. Ο μικρός Evan Rosado είναι τόσο καλός στην ερμηνεία του Jonah, τόσο λιτός κι ευθύς στη βίωση του χαρακτήρα του, που τοποθετεί αναπόδραστα το θεατή στη θέση του ρόλου του. Για μιάμιση ώρα βρισκόμαστε ολόψυχα στα κινηματογραφικά δρώμενα και ζούμε από απόσταση αναπνοής τους καυγάδες, το θυμό και τις φωνές. Βιώνουμε την οδυνηρή διάρρηξη των αδελφικών δεσμών και προσλαμβάνουμε τις αδιόρατες αισθήσεις και υφές των γεγονότων με τον ίδιο άδολο και φιλοπερίεργο τρόπο που τις αντιλαμβάνεται κι ένα δεκάχρονο παιδί . Αισθανόμαστε σ’ όλη τους τη δυναμική την παιδική αθωότητα και την ανυποκρισία· την ψυχική καθαρότητα στο μεταίχμιο ακριβώς της εφηβείας. Για μιάμιση ώρα βλέπουμε τον κόσμο με τα μάτια ενός παιδιού! Υπό αυτήν την έννοια, η ταινία είναι μια λατρευτική ωδή στην ασύλληπτα γοητευτική και σινεφιλική εμπειρία της μέθεξης, που μόνο μια καλλιτεχνική κατάθεση ανάλογου «μεγέθους» μπορεί να σου προσφέρει.
Κακά τα ψέματα. Ο κινηματογράφος, ενώ είναι η πιο σύνθετη ίσως μορφή τέχνης λόγω της ποικιλίας των εκφραστικών μέσων που χρησιμοποιεί, δεν παύει να είναι και η πιο αποδοτική μέθοδος χειραγώγησης των αισθήσεων· γιατί είναι «εικόνα». Είναι θέαμα κατά τον Guy Debord. Κι ως θέαμα αποτελεί μια ψευδαίσθηση της πραγματικότητας, κι όχι η καθαυτή πραγματικότητα. Ως εκ τούτου, η μοναδική ικανότητα του σκηνοθέτη να μετουσιώνει την απεριόριστη αυτή δύναμη του μέσου σε κινηματογραφικό γεγονός, οδηγώντας την υπόθεση στην αναπόφευκτη ταύτισή μας με τον ήρωα, είναι στοιχείο που μαρτυρά κοιτάσματα αληθινά σπουδαίου δημιουργού. Ικανότητα που τον οδηγεί στη σύνθεση ενός έργου, το οποίο θα άξιζε σίγουρα να μελετηθεί από θεωρητικούς της ψυχανάλυσης ώστε να αποσαφηνιστεί δια παντός σε ποιο βαθμό μπορεί να λειτουργήσει για το θεατή η προβολή ως μηχανισμός. Και πως ακριβώς το καταφέρνει εν τέλει ο Zagar να καθοδηγεί την ίδια μας την ψυχή και να μας παρασύρει; Η προσπάθειά του συνεπικουρείται σίγουρα από την ασυναγώνιστη σκηνοθετική τεχνική του. Τα πολύ κοντινά πλάνα ελκύουν το μάτι μας στις λεπτομέρειες, ενώ το ευρύτατο κάδρο που χρησιμοποιεί συχνά πυκνά ο Zagar δημιουργεί πολλαπλές εστίες προσοχής στον κινηματογραφικό χώρο και κεντρίζει διαρκώς την παρατηρητικότητά μας. Έτσι το βλέμμα διατρέχει όλο το πανί χωρίς ωστόσο να χάνουμε τις λεπτομέρειες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η πλοκή να αποκτάει μια αφύσικα ρεαλιστική διάσταση. Μπορείς σχεδόν να αισθανθείς πως βρίσκεσαι εκεί. Τίποτα δεν συμβαίνει «εκτός πεδίου». Όλα κυλούν μπροστά στο φακό κι η κάμερα γυρνάει εκεί ακριβώς που τη θέλει ο θεατής.
Άλλη μία κομψή ιδιαιτερότητα του φιλμ έχει να κάνει με το ρυθμό της δραματουργικής του σύνθεσης. Είθισται για την κλασική σχολή σκέψης του κινηματογράφου, η κορύφωση της υπόθεσης να συμβαίνει ταυτόχρονα με τη συγκινησιακή εκτόνωση του θεατή, επιφέροντας ουσιαστικά τη λύση των παθών, την κάθαρση. Αποκαθίστανται έτσι θεωρητικά οι όποιες ισορροπίες είχαν διαταραχθεί. Επανέρχεται η συμπαντική τάξη. Ένας λίγο περισσότερο αιρετικός κινηματογράφος θέλει την ηθική δικαίωση να μην φτάνει ποτέ. Στις περιπτώσεις αυτές, παρά την κορύφωση του δράματος, υπάρχουν αφηγηματικές εκκρεμότητες που δεν κλείνουν ποτέ. Υπάρχουν ερωτηματικά που μένουν αναπάντητα και συναισθήματα που αφήνονται μετέωρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του είδους (μου ήρθε στο μυαλό λόγω της χθεσινής επετείου) είναι το «Three Billboards Outside Ebbing, Missouri» του Martin McDonagh. Ενώ λοιπόν στην εν λόγω ταινία, η υπόθεση φαίνεται να συγκλίνει προς μια θεωρητική κορύφωση, το τέλος της -αριστουργηματικό βεβαίως- μας αποχαιρετά με μια αχανούς αμφισημίας ιδέα (που προσωπικά με βασανίζει μέχρι και σήμερα). Εδώ λοιπόν, σ’ αυτό το διαμάντι του Jeremiah Zagar, συμβαίνει κάτι αληθινά παράδοξο. Ο σκηνοθέτης, αμφισβητώντας σχετικά τις συμβατικές κινηματογραφικές φόρμες δεν αφήνει ούτε στιγμή την πλοκή να ξεφύγει ανοδικά. Το δράμα μοιάζει να μην κορυφώνεται ποτέ. Ούτε καν στο τέλος του. Όχι μόνο δεν φτάνουμε ποτέ στην ηθική δικαίωση των πραγμάτων (την κάθαρση ας πούμε) αλλά δεν γίνεται καν υφολογική προσπάθεια να δοθεί ένας δρόμος προς τα εκεί. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως ο καλλιτέχνης δεν έχει αίσθηση του ρυθμού και των εντάσεων. Αντιθέτως, πρόκειται για ένα εφευρετικότατο τέχνασμα που καθηλώνει το θεατή χωρίς καμία απολύτως δυνατότητα αντίστασης.
Δεν θα μπορούσα φυσικά να μην κάνω κάποια νύξη για τα υπέροχα σκίτσα του Mark Samsonovich (που παρευρέθηκε και στη χθεσινή προβολή της ταινίας) που δίνουν ζωή και χώρο έκφρασης στους ψυχικές αγωνίες του Jonahο οποίος τα ζωγραφίζει, ενώ πολλές φορές ζωντανεύουν και τα ίδια, αποκτούν υπόσταση και κόβουν στα δύο την αφήγηση. Ακόμα ένα στοιχείο δηλαδή που συντείνει στην ταύτιση του θεατή με τις αγωνίες του αφηγητή. Προσθέστε ακόμη την εμπνευσμένη φωτογραφία του Zak Mulligan καθώς και τη μαγευτική μουσική του Nick Zammuto κι θα έχετε ένα πραγματικά μεθυστικό αποτέλεσμα.
Δεν ξέρω αν ευσταθεί ο συλλογισμός πως το “We the Animals” είναι το “Moonlight” του 2018. Δεν ξέρω επίσης κατά πόσο εμπνεύστηκε ο Zagar από τις αφηγηματικές φόρμες του Terrence Malick. Δεν μ’ αρέσει να πέφτω στην παγίδα των συγκρίσεων. Ξέρω όμως σίγουρα πως πρόκειται για μεγαλειώδη κινηματογράφο. Για μια λαμπρή και λεπτομερέστατη αποτύπωση της βίαιης ψυχικής ωρίμανσης του ατόμου, των συναισθημάτων ενός εφήβου, των ψυχολογικών διακυμάνσεων και των πανέμορφων σεξουαλικών ενστίκτων που ολοένα και θεριεύουν. Με τη μεγάλη του εμπειρία στο χώρο του ντοκιμαντέρ, ο σκηνοθέτης μας προσφέρει μια εξοχότατη κατάθεση για το φαινόμενο «άνθρωπος». Από τις ταινίες για τις οποίες χαίρεσαι να πηγαίνεις σινεμά.
Ελπίζω να έχετε μια αξέχαστη προβολή.
We the Animals, του Jeremiah Zagar
Μεταφρασμένος Τίτλος: Εμείς τα Ζώα
Είδος: Δράμα
Διάρκεια: 94’
Βαθμολογία: 8/10