Θωμάς Λιούτας / About Author
Αποφοίτησε προσφάτως από την σχολή καλών τεχνών της Θεσσαλονίκης και προσπαθεί να ζωγραφίσει, να γράψει και να διαβάσει. Ο χρόνος θα δείξει αν θα καταφέρει κάποιο από τα τρία.
Η έκθεση που παρουσιάζεται στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης είναι από τις πληρέστερες στο πλαίσιο της φετινής Biennale, καθώς ο χώρος επιτρέπει την παράλληλη έκθεση έργων διαφορετικών καλλιτεχνών που κάνουν χρήση ποικίλλων εκφραστικών μέσων. Ο τρόπος με τον οποίο οι καλλιτέχνες προσεγγίζουν το φετινό θέμα «Φαντασιακές Εστίες» είναι ιδιαίτερα πληθωρικός, καθώς κυμαίνεται από φωτομοντάζ βομβαρδισμένων αστικών τοπίων μέχρι Virtual Reality, έργα τα οποία εισάγουν πλήρως τον θεατή σε έναν εικονικό κόσμο. Σε αντίθεση με την έκθεση στο Κρατικό Μουσείο στη Μονή Λαζαριστών η συγκεκριμένη έκθεση έχει λιγότερα βίντεο, ένα μέσο το οποίο εν πολλοίς κυριαρχεί στην έκθεση του Μουσείου, δημιουργώντας άλλες προσεγγίσεις στο παρασκήνιο. Ως αποτέλεσμα, η έκθεση στο λιμάνι, κατά την άποψή μου, ρέει πιο ομαλά χρονικά και αισθητικά, αποπνέοντας μία ιδιαίτερα ευχάριστη ισορροπία.
Η Αγιορείτικη Εστία είναι ακόμα ένας χώρος που φέτος φιλοξενεί στο πλαίσιο της Biennale έργα τέχνης της κεντρικής έκθεσης και εντάσσεται στο πυρήνα του θεσμού. Η έκθεση φιλοξενείται στον πρώτο όροφο του κτηρίου, σε έναν χώρο στον οποίο κυριαρχεί το ημίφως και ταιριάζει άψογα με την αισθητική των παρουσιαζόμενων έργων. Συγκεκριμένα, υπάρχουν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες προβολές βίντεο μεγάλης διάρκειας, που όμως είναι εφικτό για τον θεατή να παρακολουθήσει άνετα, καθώς είναι περιορισμένες σε αριθμό. Σχέδια και εγκαταστάσεις ολοκληρώνουν την εικόνα της συγκεκριμένης έκθεσης, η οποία ίσως να είναι και η πιο ατμοσφαιρικά δομημένη από τις κεντρικές εκθέσεις της Biennale, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα μυστηριακό περιβάλλον.
Η έκθεση του Ινστιτούτου Goethe φιλοξενεί μία ενιαία, μεγάλη εγκατάσταση που καλύπτει το σύνολο του χώρου. Ως εικαστική πρόταση είναι σίγουρα ριψοκίνδυνη, καθώς ο επισκέπτης είναι αρκετά εύκολο να απογοητευθεί εάν τη θεωρήσει ανεπαρκή, καθώς δεν του προσφέρεται μία πληθώρα έργων για να τον ικανοποιήσει. Παρόλ’ αυτά, η προσπάθεια των καλλιτεχνών είναι σίγουρα αξιότιμη και καταφέρνει να δημιουργήσει μία ιδιαίτερη αισθητική που εισάγει τον θεατή σε έναν κόσμο γνώριμο και παράξενο ταυτόχρονα.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην έκθεση του γλύπτη Γιώργου Λάππα, ενός σημαντικότατου Έλληνα καλλιτέχνη που «έφυγε» το 2016 και άφησε ένα αισθητό κενό στην εγχώρια εικαστική σκηνή. Το Αλατζά Ιμαρέτ, ένας από τους πιο όμορφους εκθεσιακούς χώρους της Θεσσαλονίκης ταιριάζει παραδόξως με την αισθητική του Λάππα, ένα πάντρεμα που γεννάται μέσω της αντίθεσης του νέον και της πολυουρεθάνης με τα κεραμικά στοιχεία και τα σπαράγματα των τοιχογραφιών. Κομμάτι της έκθεσης φιλοξενείται σε 2 ακόμα αίθουσες όπου προβάλλονται βίντεο από το αρχείο της ΕΡΤ με συνεντεύξεις του Γιώργου Λάππα, μία σχεδόν συγκινητική προσθήκη για όσους αγάπησαν το έργο του ιδιαίτερου αυτού γλύπτη.
Οι παραπάνω εκθέσεις αποτελούν σημαντικό τμήμα από τον κορμό της 6ης Biennale της Θεσσαλονίκης, ενός θεσμού που έχει προσφέρει πολλά στην πόλη τα τελευταία χρόνια. Είναι ένας θεσμός πολυπολιτισμικός και ανοιχτός στο κοινό και τους καλλιτέχνες, με έντονα πειραματική διάθεση η οποία αποτελεί και τον οδηγό της οργάνωσης, συντελώντας στην παρουσίαση έργων τέχνης με ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία.
Πληροφορίες / Πρόγραμμα: http://biennale6.thessalonikibiennale.gr/en/mainpage