Concrete And Gold, των Foo Fighters
Πριν 3 χρόνια που παρακολουθούσαμε τη σειρά “Sonic Highways”, είχαμε μόλις αρχίσει να συνειδητοποιούμε τον εκτεταμένα περίπλοκο κόσμο των Foo Fighters και ομολογουμένως μας είχε εντυπωσιάσει το μεράκι και η φροντίδα πίσω από όλο αυτό. Από τότε και μετά, το buzz γύρω από τις δραστηριότητες του συγκροτήματος είναι κατά πολύ μεγαλύτερο και αυτό κλιμακώνεται αυτές τις μέρες, δίνοντας την εντύπωση ότι μόλις ήρθε στα χέρια μας ο σπουδαιότερος δίσκος όλων των εποχών. Πριν ασχοληθούμε με τη μουσική, να αναφερθούμε στον ελέφαντα στο δωμάτιο;
Υπάρχει πολύς κόσμος που εν όψει της κυκλοφορίας του “Concrete And Gold” διαβάζει πράγματα για τον «άνετο συνδυασμό Led Zeppelin/Beatles/Motorhead» σε κριτικές και δαγκώνεται, που ακόμα και σε μετριοπαθή reviews βλέπει φράσεις όπως “Beatles vs Slayer” και νιώθει ότι κάτι δεν πάει καλά, όταν «του λένε» ότι αν αντιπαθεί τον ηγέτη του σχήματος χρήζει ψυχανάλυσης και γενικά νιώθει περικυκλωμένος από μια μεσσιανική υποδοχή ενός album που κακά τα ψέματα, δε συνάδει με την καθεαυτή ποιότητά του.
Προσωπικά μιλώντας, συμπαθώ τους Foo Fighters. Το markerting/promotion πλάνο τους είναι αξιοζήλευτο, έχουν πάντα το coolest attitude, τις εντυπωσιακότερες διασυνδέσεις (ποιος άλλος μπορεί να έχει σαν guest στο δίσκο του τον Paul McCartney και τον Justin Timberlake;) και οι τηλεοπτικές συναυλίες στο Ηρώδειο, τα παγκόσμια ντοκιμαντέρ, οι πολυπληθείς συναυλίες, οι φιλοξενίες στο εξώφυλλο του Rolling Stone και στη ραδιοφωνικη εκπομπή του Lars Ulrich όπως και όλα τα ενδιάμεσα, δίνουν την αίσθηση ότι είναι το σημαντικότερο rock σχήμα στον πλανήτη σήμερα. Κερασάκι σε αυτήν την τούρτα είναι το εντελώς ακομπλεξάριστο και άνετο στυλ τους, χωρίς ελιτίστικα σταριλίκια και απόμακρες συμπεριφορές, λες και είναι το φυσιολογικότερο πράγμα του κόσμου, διαποτισμένο με την πεμπτουσία του αμερικανικού ονείρου ότι «ο καθένας μπορεί να καταφέρει τα πάντα».
Δε θα σταθώ στο αν είναι ρεαλιστικό κάτι τέτοιο επειδή ειλικρινά εύχομαι να είναι. Αυτό που έχει σημασία, όμως, και είναι το στοιχείο εξαιτίας του οποίου δεν μου γίνεται το πολυπόθητο «κλικ» για τους Foo Fighters είναι η ανισορροπία περιτυλίγματος και προϊόντος. Όλα όσα διαδραματίζονται γύρω από τις κυκλοφορίες των albums τους, είναι πάντα καλύτερα από τη μουσική τους καθεαυτή.
Όλοι οι δίσκοι που έχουν κυκλοφορήσει, είναι αξιοπρεπείς, καλοπαιγμένοι και αντικατοπτρίζουν στο 100% τις δυνατότητές τους. Είναι αυτό που σε άλλη περίπτωση θα χαρακτηρίζαμε «τίμιο συγκρότημα». Το “Concrete And Gold” δεν ξεφεύγει από τον γενικό κανόνα και παρουσιάζει μια ποικιλία αμερικανικού hard rock, με επαγγελματισμό και συνέπεια. Ταυτόχρονα, είμαι βέβαιος πως σε 20 χρονια από σήμερα δε θα παρουσιάζεται στις λίστες με τα σημαντικότερα albums του αιώνα. Κάτι που φυσικά δεν είναι μεμπτό. Απλά αν στηριχτείς στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα αυτών των ημερών είναι πιθανό να πιστέψεις ότι θα χρησιμοποιούμε το “Dark Side Of The Moon” σαν σουβέρ από ‘δω και εξής, ότι δεν το χρειαζόμαστε πια, υπάρχει το “Concrete And Gold”.
Οι Foo Fighters αξιοποίησαν τον μηχανισμό γύρω τους, τις επαφές τους, τη φήμη τους, την οικονομική τους επιφάνεια και τη στρατιά των οπαδών που εντυπωσιάστηκαν από όλα αυτά, ώστε να υποστηρίξουν την πρόσφατη κυκλοφορία τους και τα πήγαν περίφημα σε αυτό τον τομέα. Δυστυχώς, όμως, όταν ο ηγέτης τους γράφει τη μουσική και οι υπόλοιποι την εκτελούν, είναι απλά έξι τύποι σε ένα studio.