Στη σκοτεινή πλευρά του Denver: Μέρος Α
Αν και ο όρος είναι αδόκιμος και αμφισβητείται ακόμα και από μουσικολόγους του ίδιου του Denver, εντούτοις πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η πόλη έδωσε ένα ξεχωριστό στυλ στη μεγάλη παράδοση της Americana και της εναλλακτικής Country (Alt Country). Ο ήχος αυτός μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα μελαγχολικό, σκοτεινό και γοτθικό Country-Punk που χρησιμοποιεί περισσότερο φυσικά όργανα όπως banjo, τσέλο, βιολί, ακορντεόν και άλλα περίεργα και απαρχαιωμένα όργανα (όπως το γερμανικό ακορντεόν chemnitzer και το σουηδικό βιολί nyckelharpa) παρά τα «κλασικά» ροκ ηλεκτρικά όργανα. Το παράδοξο είναι ότι το Denver είναι μια πόλη λουσμένη στο φως, καθώς τα Βραχώδη Όρη συγκρατούν τα σύννεφα προκαλώντας ηλιοφάνεια που διαρκεί σχεδόν 300 ημέρες τον χρόνο. Από πού αντλούν τότε οι μουσικοί αυτού του χαρακτηριστικού ήχου τη σκοτεινή έμπνευσή τους;
Η λεγόμενη Goth Country με τα παρακλάδια της (Southern Gothic, Death Country, Dark Country, Gothic Americana) αντλεί την έμπνευση της από την αμερικανική Goth λογοτεχνία, κύριοι εκφραστές της οποίας ήταν οι William Faulkner, Tennessee Williams, Truman Capote (στα πρώτα του έργα), Flannery O'Connor κ.α. Η θεματολογία αυτού του λογοτεχνικού είδους έχει ως πρωταγωνιστές ατελείς και διαταραγμένες προσωπικότητες, βουτηγμένες σε εκκεντρικές, δολοφονικές και ανδρόγυνες συμπεριφορές που κατοικούν ή περιφέρονται σε ερείπια και εγκαταλελειμμένες περιοχές, ζουν σε περίεργες συνθήκες είτε μιας ξεπεσμένης αριστοκρατίας είτε φτώχιας και μιζέριας και μπλέκουν σε ασυνήθιστες, αμαρτωλές και αιματοβαμμένες καταστάσεις. Φόνοι, κρεμάλες, βιασμοί, ζωές κατεστραμμένες από την αγάπη και το αλκοόλ, η θεία νέμεση και τα φαντάσματα όσων δεν συγχωρέθηκαν εμφανίζονται συχνά πυκνά στις αφηγήσεις των μουσικών της Goth Country. Μια παράδοση λοιπόν που στηρίζεται σε ιστορίες απόγνωσης από απογοητευμένους χρυσοθήρες του Denver, πόλεις που ιδρύθηκαν σε μια νύχτα για να εγκαταλειφθούν εξίσου γρήγορα, φαντάσματα κρεμασμένων και δολοφονημένων, αλκοόλ, βία και πορνεία συνθέτουν έναν πλούσιο καμβά έμπνευσης για τους τραγουδοποιούς της πόλης.
Από μουσικής πλευράς, οι καλλιτέχνες του Denver εμπνέονται από τρεις μεγάλες προσωπικότητες. Καταρχήν (και δικαιολογημένα) από τον Johnny Cash, «τον άνθρωπο με τα μαύρα», που αν και η μουσική του δεν είναι Goth, εντούτοις ο αφηγηματικός του λόγος και η προσήλωση του στις «μαύρες» ιστορίες ξεπεσμένων ανθρώπων (outsiders) αποτελεί έμπνευση για κάθε Country μουσικό, ανεξαρτήτως του ιδιαίτερου στυλ που ακολουθεί. Στη συνέχεια ο Nick Cave έχει μπολιάσει τους μουσικούς αυτούς με την απαραίτητη μελαγχολία που απαιτείται για να παίξει κανείς Goth Country σε μια ηλιόλουστη πόλη αλλά και με την Punk εκρηκτικότητα για να μπορέσει να γίνει η μουσική αυτή, πραγματική Country. Και τέλος ο Tom Waits, όχι μόνο επειδή και αυτός περιφέρεται όλα τα χρόνια της καριέρας του με διάφορα ξεπεσμένα και γκροτέσκα στοιχεία που αποτελούν τη θεματολογία των τραγουδιών του αλλά και γιατί ντύνει τους στίχους του με ήχους από περίεργα όργανα και τραγουδάει με μια σχεδόν ευρωπαϊκή θεατρικότητα, εμπνευσμένη από τα καμπαρέ, την ευρωπαϊκή πόλκα και το burlesque, στοιχεία που ταιριάζουν σε μια θεατρόφιλη πόλη όπως το Denver.
Ο ήχος του Denver λοιπόν, διακατέχεται από αυτή την θεατρικότητα που πολλές φορές θυμίζει Ευρώπη. Εν αρχή ήταν οι Denver Gentlemen, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, μια ιδιαίτερη μπάντα για τα δεδομένα της εποχής, καθώς είχε έντονα θεατρικά στοιχεία που ενσωμάτωναν μέσα στις αρκετά πειραματικές τους συνθέσεις που συνδύαζαν early jazz, gospel, country και παραδοσιακή μουσική. Αυτός ο συνδυασμός μάλλον δεν ευνόησε το συγκρότημα ώστε να βρει το κοινό που ήθελε και έτσι η πορεία τους ήταν βραχύβια. Από αυτή τη μπάντα όμως ξεπήδησαν ουσιαστικά τρία άλλα μουσικά σχήματα, με προεξάρχοντες τους 16 Horsepower, που και αυτά με τη σειρά τους δημιούργησαν παρακλάδια, τα οποία θα δούμε στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος στον ήχο του Denver.