Ο σπουδαιότερος Έλληνας μουσικός όλων των εποχών
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος σε όλη τη ζωή του επιβεβαίωνε την υπόσταση των διευθυντών ορχήστρας ως ξεχωριστά και ιδιόρρυθμα πλάσματα. Στον κόσμο της κλασικής μουσικής οι μαέστροι είναι ιερές αγελάδες, η βαρύτητα του λόγου τους δε συγκρίνεται με κανενός άλλου. Είναι εξωπραγματικό το ότι μπορούν σε μια πολυπληθή ορχήστρα μουσικών να ξεχωρίζουν τον ήχο και να διορθώνουν το παίξιμο ή την τονικότητα του καθενός από αυτούς. Είναι αφύσικα θαυμαστό το πόσο εις βάθος γνωρίζουν τα πολύπλοκα έργα των συνθετών, σε βαθμό που μέσω της πιστής αναπαραγωγής να διαφαίνεται η δική τους συμβολή. Και ήταν αυτές οι αρετές που οδήγησαν τον ήρωα μας από το Ωδείο Αθηνών και τις εξαιρετικές του επιδόσεις (το χρυσό μετάλλιο που του απονεμήθηκε αποτελεί τιμή και αναγνώριση που μόνο 5 φορές ακόμα γνώρισε κάποιος στην ιστορία) στις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου.
Βρυξέλλες και Βερολίνο ήταν οι πρώτοι του σταθμοί, όπου έβαλε τις βάσεις για να διασχίσει τον Ατλαντικό και να ξεκινήσει την μεγάλη καριέρα του. Διακρίθηκε τόσο στη διεύθυνση όσο και στην εκτέλεση, με το πιάνο να είναι το όργανο της επιλογής του. Έγινε ένας από τους πρώτους σύγχρονους μαέστρους που έδωσαν παραστάσεις παίζοντας και διευθύνοντας ταυτόχρονα και, όταν έκλεισε ο κύκλος του με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου, είχε έρθει η ώρα της Αμερικής.
40 ετών έκανε το ντεμπούτο του με τη Συμφωνική της Βοστώνης και έκτοτε εγκαταστάθηκε εκεί, πήρε την υπηκοότητα και συνέχιζε να στρώνει τον δρόμο του για το Ιερό Δισκοπότηρο του χώρου, τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης. 13 χρόνια σκληρής δουλειάς και αυξανόμενης αποδοχής τον οδήγησαν εκεί, όπου και έλαμψε. Πέραν των ήδη υψηλοτάτων απαιτήσεων της ορχήστρας για το βασικό της πρόγραμμα, ο Μητρόπουλος κατάφερε να διευρύνει το ρεπερτόριο και να σηματοδοτήσει τη βαθιά σχέση του με τον Gustav Mahler, οι εκτελέσεις στα έργα του οποίου κατέληξαν να θεωρούνται η ειδικότητά του.
Τίποτα από όλα αυτά δεν κύλησε χωρίς περιπέτειες και συγκρούσεις, απόρροια τόσο της αυστηρής ηθικολογίας του χώρου της κλασικής μουσικής, αλλά και του εκρηκτικού χαρακτήρα του μαέστρου. Η θέση του στη Βοστώνη λέγεται ότι κλονίστηκε μετά την περιβόητη φωτογράφισή του στο περιοδικό LIFE, όπου απεικονίζεται να μελετά ημίγυμνος. H ανοιχτά (για τα δεδομένα της εποχής) εκφραζόμενη ομοφυλοφιλία του και η φημολογούμενη σχέση του με τον διάδοχό του στην ορχήστρα της Νέας Υόρκης, Leonard Bernstein, φάνηκαν να είναι εμπόδιο στην καριέρα του. Η διαφορά όμως σε αυτό είναι ότι η έννοια του εμποδίου δεν υφίσταται, καθώς είχε ήδη φτάσει στην κορυφή.
Η αναγνώρισή του ήταν καθολική, οι μέθοδοί του παραμένουν μοναδικές, η εκτεταμένη ενασχόλησή του με την όπερα (επίσης και σε επίπεδο σύνθεσης) ήταν εξίσου παραγωγική και οι ηχογραφήσεις του για την Columbia, πολυπληθείς.
Παρόλο που ήταν βαθιά θρησκευόμενος, δεν παντρεύτηκε ποτέ (συνηθιζόταν τότε στους κύκλους των επιτυχημένων ανδρών και επίσης βοηθούσε να καλύπτονται οι ψίθυροι των κουτσομπολιών) και άφησε σαφή εντολή να αποτεφρωθεί μετά θάνατον. Πέθανε πάνω στο podium, προβάροντας την αγαπημένη του 3η Συμφωνία του Mahler στο Μιλάνο, σε ηλικία 64 ετών, από καρδιακή ανεπάρκεια. Την τέφρα του παρέλαβαν στο αεροδρόμιο κλιμάκιο ακαδημαϊκών και πολιτική ηγεσία, μεταφέρθηκε στο Ηρώδειο συνοδεία φρουράς, όπου και εκφωνήθηκε επικήδειος από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Π. Κανελλόπουλο και μετά από λαϊκό προσκύνημα στο χώρο του Ωδείου Αθηνών, ετάφη στο Α’ Νεκροταφείο.
Είμαι βέβαιος ότι ακόμα και ο Μεφιστοφελής ο ίδιος θα ενέκρινε το να απεικονίζεται ηχητικά, όπως σε αυτό το απόσπασμα του Liszt…