Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Gone Girl

feature_img__gone-girl
«Φαντάζομαι να της ανοίγω διάπλατα το κεφάλι. Να ξετυλίγω το νήμα του μυαλού της. Προσπαθώντας να βρω απαντήσεις.» Αυτά είναι σε ελεύθερη μετάφραση περίπου τα μισά από τα εναρκτήρια, εκτός οθόνης, λόγια του Νικ Νταν (του Μπεν Άφλεκ δηλαδή). Λόγια που ψάχνουν απαντήσεις σε κάποια άλυτα ερωτήματα που μόλις έχουν τεθεί. Τι σκεφτόμαστε; Τι νιώθουμε; Γιατί πληγώνουμε ο ένας τον άλλο; Όσο ακούμε αυτά τα λόγια, εντός οθόνης βλέπουμε ένα ξανθό γυναικείο κεφάλι (της Ρόζαμουντ Πάικ) που αναπαυόταν σε ένα μαξιλάρι να γυρνά κάπως απότομα προς το μέρος μας. Το έχει ξυπνήσει ένα χάδι, αλλά το βλέμμα δεν είναι τρυφερό. Είναι βαθύ και λίγο τρομακτικό.

Καλώς ήρθατε στην καινούργια ταινία του Ντέιβιντ Φίντσερ, η οποία δεν θέλει και πολύ χρόνο να σε βυθίσει στο σύμπαν της. Το μουσικό score των Τρεντ Ρέζνορ και Άτικους Ρος έχει άμεση και καταλυτική επίδραση. Ένας θόρυβος χαλάρωσης και άφεσης, κάτι σαν συνοδευτική μουσική σε μασατζίδικο ή σε λόμπι καλού ξενοδοχείου, η οποία όμως κρύβει μέσα της μια απειλή. Κάτι το πιο σοβαρό που δεν μπορεί όμως να προσδιοριστεί. Ο φακός του Φίντσερ σαφής από την πρώτη στιγμή. Φιξαρισμένος σε αυτές τις μόνιμες μεταλλικές του αποχρώσεις. Σαν να μην υπάρχουν χρώματα κι αυτά που υπάρχουν σαν να έχουν χάσει την ψυχή τους. Και φυσικά, τα λόγια στα οποία αναφερθήκαμε αρχικά. Λόγια υποτίθεται γλυκά, με βία κρυμμένη μέσα τους. Απαντήσεις που στην ουσία δεν υπάρχουν. Let the story begin.

Δεξιά κι αριστερά, διαβάζω συνεχώς πως η ταινία του Φίντσερ είναι πολύ-επίπεδη, πως είναι ακατάτακτη όσον αφορά το είδος της, πως το πρώτο της στρώμα είναι μονάχα η πρόφαση για τα επόμενα επίπεδα. Ναι, ανεξαρτήτως των διατυπώσεων και χάριν ευκολίας της συζήτησης, τα παραπάνω μπορούμε να πούμε πως ισχύουν. Ας σταθούμε όμως και στο περιβόητο «πρώτο επίπεδο» που τόσο βιαζόμαστε να το απαξιώσουμε. Διότι δεν είναι καθόλου εύκολο να χτίσει κάποιος ένα τόσο μαεστρικό θρίλερ και να χειριστεί τόσο σοφά και συνετά τις ανατροπές που θα το απογειώσουν. Διότι δεν είναι διόλου αυτονόητο πως η θερμοκρασία θα αυξάνει σχεδόν με διαβήτη μέχρι να ξεχειλίσει το καζάνι.

Για να το θέσουμε ακόμη πιο απλά, από πού κι ως πού μπορούμε να προσπεράσουμε τόσο αβίαστα το ότι ο Φίντσερ φτιάχνει μια ταινία στην οποία συνεχώς κρατάμε την ανάσα μας κι έχουμε γουρλωμένα τα μάτια μας για το τι θα συμβεί μετά; Η αδημονία εν ώρα ταινίας είναι ένα μάλλον καθολικά αποδεκτό κριτήριο ποιότητας και πιθανότατα, ένα από τα ασφαλέστερα εκ των κριτηρίων. Κι αυτή η δεξιοτεχνία του Φίντσερ χρήζει αναφοράς και μάλιστα εμφατικής. Όταν μάλιστα, η δεξιοτεχνία συνδυάζεται με άνετο χιούμορ, τόσο το καλύτερο. Διότι ο αγαπημένος Ντέιβιντ έχει το εξής τρομερά χρήσιμο σκηνοθετικό χάρισμα. Τόσο νοητικά όσο και αισθητικά, είναι σε θέση να βλέπει ταυτόχρονα τη μικρή και τη μεγάλη εικόνα ταυτόχρονα, χωρίς να αδικεί καμία από τις δύο.

Η ταινία, αν θελήσουμε να το θέσουμε κάπως σχηματικά, αποτελείται, τουλάχιστον μέσα σε αδρές γραμμές, από τρία μέρη. Τον σχηματισμό και το θέριεμα του μυστηρίου. Την αποκάλυψη και την αποκαθήλωσή του. Το φινάλε της σάτιρας, της διακωμώδησης, της παρωδίας και εν τέλει, της πιο απειλητικής παράνοιας. Μιας παράνοιας που δεν εξαντλείται στους χαρακτήρες, στα δρώμενα, στα λεγόμενα ή σε όλα όσα γίνονται αντικείμενο σαρκασμού (τηλεοπτικός κανιβαλισμός, γάμος, ανθρώπινες σχέσεις, δικαιοσύνη, American way of life). Καλύπτει τα πάντα και την ίδια την ύπαρξη. Η ίδια η ζωή έχει καταστεί ένα πλέγμα παρανοιών, συναισθηματικών και λογικών, που αποδεχόμαστε πλήρως, αλλά δεν παραδεχόμαστε φωναχτά.

Ο Φίντσερ ανέκαθεν βουτούσε τις ταινίες του σε μία ιδιόμορφη ειρωνεία, η οποία μάλιστα πολύ συχνά ήταν κάπως δύσκολα εντοπίσιμη. Τώρα, η ειρωνεία βγήκε έξω από το context και έγινε κανονικότατα text. Από εκεί και έπειτα, το κατά πόσο αυτή η ειρωνεία που βγήκε βόλτα στον έξω κόσμο της ταινίας διατηρεί ακέραιη τη δύναμη της σε σχέση με παλαιότερες ταινίες του Φίντσερ, είναι ένα ζήτημα που, πέρα από παντελώς υποκειμενικό, σηκώνει ολόκληρο ξεχωριστό κείμενο. Η τελική γεύση πάντως είναι ζουμερή και την καταπίνεις με βουλιμία, παρόλο που είναι ξινόπικρη. Δεν εξαφανίστηκε μόνο το κορίτσι, μοιάζει να μας λέει εμμέσως ο Φίντσερ. Έχουν εξαφανιστεί πολλά άλλα και σημαντικότερα, τα οποία όλως περιέργως δεν μας λείπουν και τόσο πολύ, σε βαθμό που αναρωτιόμαστε αν υπήρχαν ποτέ. Η εμφάνισή (τους) ίσως και να είναι πιο τρομακτική από την εξαφάνιση…

*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine

1
Μοιράσου το