Children of Men του Alfonso Cuarón
Η ταινία αποτελεί την προσέγγιση του Cuarón στο δυστοπικό/μετα-αποκαλυπτικό ρεύμα. Αυτό το είδος ταινιών, που στα κατάλληλα χέρια μπορεί να δώσει διαμάντια, προσφέρεται για αλληγορίες -με έντονους συνήθως τους βιβλικούς/θρησκευτικούς επιτονισμούς, όπως κι εδώ, αν και με δημιουργικό τρόπο- πάνω στη μοναξιά και τη βαρβαρότητα των ανθρώπων, αλλά και την προοπτική της ελπίδας. Όλα συμβαίνουν έπειτα από ένα εξαιρετικό, αποκαλυψιακό συμβάν, που μπορεί να είναι κάποιο ακραίο φυσικό φαινόμενο, η πρόσκρουση του πλανήτη μας με κάποιον μετεωρίτη, ένα θερμοπυρηνικό ολοκαύτωμα ή κάποιου είδους ηλεκτρομαγνητικός παλμός που αχρηστεύει όλες τις ηλεκτρικές συσκευές και γυρνά την ανθρωπότητα στην εποχή των σπηλαίων από τεχνολογικής τουλάχιστον σκοπιάς. Αίρεται έτσι το γυάλινο τείχος του πολιτισμού και των θεσμικών διαμεσολαβήσεων των κοινωνικών ανταγωνισμών και οι άνθρωποι επιστρέφουν σε μια κατάσταση όπου ισχύει το homo homini lupus, στη ζούγκλα της ωμής κατίσχυσης και της επιβίωσης με κάθε κόστος. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης αποτελεί τον οδηγό δράσης για τη σύναψη συμμαχιών και τη χάραξη πορείας στη μετα-αποκαλυπτική έρημο.
Και τι γίνεται εδώ; Λοιπόν, η ταινία αρχίζει με την ανακοίνωση μιας είδησης: ο «μικρός Ντιέγκο» Ρικάρντο, ο τελευταίος άνθρωπος που γεννήθηκε, ο νεότερος πάνω στη γη, δεν υπάρχει πια. Τον έσφαξαν τα ξημερώματα έξω από ένα μπαρ, σε ηλικία δεκαοχτώ ετών, επειδή αρνήθηκε να δώσει αυτόγραφο. Ιδού, επομένως, το Συμβάν: η ανθρωπότητα του 2009 κάποια στιγμή στερείται αίφνης τη δυνατότητα βιολογικής αναπαραγωγής της. Οι γυναίκες αρχίζουν να αποβάλλουν μαζικά και καμιά δε γεννάει πλέον. Φανταστείτε μια κοινωνία να παραδίδεται αργά αλλά σταθερά στον θάνατο και τη λήθη μέχρι του σημείου ανεπίστρεπτης εξάλειψής της. Ώσπου, εξίσου απροσδόκητα, μια νέγρα κορασίδα κυοφορεί ένα έμβρυο και ταυτόχρονα τις ελπίδες ενός ολόκληρου είδους για μια νέα αρχή.
Όταν μια απρόσμενη κρίση διαταράσσει τη σχετικά αρμονική ζωή μιας κοινότητας, πολλαπλές αφηγήσεις αναδύονται, ανταγωνιζόμενες για το ποια θα εξηγήσει καλύτερα την πορεία του πώς έφτασαν τα πράγματα μέχρις εδώ, γεγονός που συνεπάγεται και τη φόρτωση των ευθυνών σε κάποιον εν είδει αποδιοπομπαίου τράγου. Το γεγονός του πλήθους των αφηγήσεων (είναι πάντοτε περισσότερες από μία) είναι καθαυτό ενδεικτικό ότι το ρήγμα υπήρχε ήδη στην καρδιά της αναφερόμενης συλλογικότητας, δε δημιουργήθηκε από την εισβολή του συμβάντος, παρά μάλλον κατέστη ορατό, ήρθε στην επιφάνεια, οξύνθηκε περαιτέρω. Έτσι, στα χρόνια που η χώρα μας μαστίζεται από την ύφεση και την ανεργία (η μνημονιακή συγκυρία), δεν έλειψαν απόπειρες που εξηγούσαν τη συμφορά επί τη βάση της συλλογικής ευθύνης («μαζί τα φάγαμε»), της μυστικής δράσης κάποιας διαβολικής ομάδας («τοκογλύφοι» ή οποιαδήποτε άλλη μεταμόρφωση του σημαίνοντος «Εβραίοι»), ή κάποιων διαφορετικών από «εμάς», που αποσταθεροποιούν την κανονική ροή της απόλαυσής μας με την παρουσία τους («στερώντας μεροκάματα», επί παραδείγματι). Κάπως έτσι μας έκατσε στο σβέρκο το χρυσό αυγό του κολοβού φιδιού. Και κάπως έτσι, στη Βρετανία του 2027, οπότε και διαδραματίζεται η υπόθεση της ταινίας, στον ρόλο του εξιλαστήριου θύματος βλέπουμε τους «παράνομους μετανάστες», οι οποίοι στοιβάζονται σε στρατόπεδα κράτησης και απελαύνονται. Φανταστείτε την έκταση των υποθέσεων που μπορεί να ακούστηκαν σε μια τέτοια περίπτωση, τη θρησκευτική υστερία και τις διαμάχες για το πως ο Θεός πήρε πίσω το δώρο της ζωής ώστε να τιμωρήσει εκ νέου, μετά τον Κατακλυσμό, τους ανθρώπους.
Εν πάση περιπτώσει, στη Βρετανία υπάρχει μία από τις λίγες εναπομείνασες λειτουργικές κυβερνήσεις (πιθανότατα η μοναδική), καθότι πληροφορούμαστε πως εξεγέρσεις κι αναταραχές λαμβάνουν χώρα στις περισσότερες πρωτεύουσες του κόσμου, οι οποίες έχουν παραδοθεί στο χάος. Οι μετανάστες συρρέουν στο Ηνωμένο Βασίλειο ως έσχατη καταφυγή σ' έναν κόσμο που καταρρέει. Οι εικόνες με τους σωματικούς ελέγχους φαίνονται ανατριχιαστικά οικείοι, υπό το φως τόσο παρελθοντικών όσο και κατοπινών εξελίξεων στην Ευρώπη. Στα στρατόπεδα υπάρχουν οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ: Τσιγγάνοι, Βλάχοι, Αφρικανοί, Σλάβοι, Ασιάτες και, υποθέτουμε, όλοι οι υπόλοιποι. Στο εικονοστάσι μιας οικογένειας Ρώσων μεταναστών συνυπάρχει ο Λένιν με τον Χριστό (τρικ που επανέλαβε ο Cuarón, όταν στο “Gravity” μας έδειξε στον σοβιετικό δορυφόρο να υπάρχει η εικόνα του Άη-Χριστοφόρη του λεγόμενου και σκυλοκέφαλου, προστάτη των οδοιπόρων). Σε τέτοιες συνθήκες, ο πρώην ακτιβιστής και νυν γραφειοκράτης Theo Faron [Clive Owen] θα προσεγγιστεί από την τρομοκρατική/εξτρεμιστική οργάνωση των «Ψαριών», της οποίας ηγείται η κάποτε σύντροφός του -με την οποία είχαν αποκτήσει ένα γιο, που τον έθαψαν λίγο πριν ξεσπάσει η στειρότητα κι έκτοτε δεν είχαν επαφές-, η Julian Taylor [Julianne Moore], ούτως ώστε να εξασφαλίσει έγγραφα για μια νεαρή μετανάστρια, την Kee [Clare-Hope Ashitey]. Έπειτα από λίγο ο Theo μαθαίνει το λόγο που η Kee είναι τόσο σημαντική: φέρει μέσα της το πρώτο ανθρώπινο έμβρυο εδώ και δεκαοχτώ χρόνια. Έκτοτε, όλα θα αρχίσουν να πηγαίνουν στραβά, καθώς αυτό το αγέννητο παιδί είναι μεγάλο επικοινωνιακό όπλο για την πλευρά που θα το αποκτήσει στις παρούσες συνθήκες, είναι «το θαύμα που περίμενε η ανθρωπότητα», και ο Theo με την Kee με τη βοήθεια του βετεράνου πολιτικού γελοιογράφου Jasper Palmer (απολαυστικός ο Michael Caine στο ρόλο του γερο-χίπη, δίνει ιδιαίτερον αέρα στην ταινία, και, μεταξύ άλλων, λέει ένα καταπληκτικό ανέκδοτο στον Owen), που τώρα έχει αποσυρθεί σ' ένα δάσος, καπνίζει χόρτο και βοηθά την κατατονική γυναίκα του, θα περάσουν από σαράντα κύματα στην προσπάθειά τους να έρθουν σε επαφή με τη μυστηριώδη επιστημονική οργάνωση “Human Project”.
Για την σκηνοθεσία δε χρειάζεται να προσθέσουμε πολλά, όσοι είδατε το “Gravity” είστε υποψιασμένοι. Η φωτογραφία της ταινίας, η αποπνικτική ατμόσφαιρα, οι τοποθεσίες στο Λονδίνο, τα κυνηγητά, η ένταση, οι λήψεις και τα πλάνα του Cuarón, είναι όλα όπως θα έπρεπε να είναι, και, σε συνδυασμό με τις ερμηνείες και την πλοκή, αρκετά ώστε να καταστήσουν τα «Παιδιά των Ανθρώπων» όχι μόνο την καλύτερη ταινία του είδους ή/και του δημιουργού της, αλλά μια από τις καλύτερες ταινίες των αιώνων.