Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Thunder Road, του Jim Cummings

feature_img__thunder-road-tou-jim-cummings
Τι σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στο περιώνυμο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Sundanceτου 2016 και στο σήμερα; Ανάμεσα στο τραγούδι “Thunder Road” -ένα από τα πιο όμορφα και καθηλωτικά κομμάτια του The Boss (κατά κόσμον Bruce Springsteen)- και σ’ έναν επικήδειο λόγο; Η απάντηση είναι κινηματογραφική κι ευχάριστα ιδιαίτερη. Γιατί όλα τα παραπάνω συναντιούνται στη γλυκόπικρη και ομότιτλη του τραγουδιού δραματική κομεντί “Thunder Road”, το σκηνοθετικό δηλαδή ντεμπούτο του Jim Cummings που αποθεώθηκε κι αγκαλιάστηκε από το ελληνικό κοινό από την πρώτη κιόλας προβολή του περασμένου Σεπτέμβρη, στις Νύχτες Πρεμιέρας της Πρωτεύουσας.

Η ταινία, έχοντας ήδη γυρίσει μια πληθώρα φεστιβάλ και κινηματογραφικών events ανά τον κόσμο, έφτασε την περασμένη εβδομάδα και στις σκοτεινές αίθουσες της Ελλάδας. Και μπορεί να μην συγκέντρωσε επάνω της τα φώτα της δημοσιότητας, ελέω “Shazam!” και “Pet Sematary” (στην πραγματικότητα βρέθηκε πολύ χαμηλά στο εγχώριο Box Office, καθώς ήταν μόλις 15ο την εβδομάδα που μας πέρασε) αλλά κατάφερε να αφήσει μια πολύ γλυκιά επίγευση σ’ όσους την παρακολούθησαν. Κι είναι ακόμα πιο εκπληκτικό το γεγονός πως οι καταγωγικές ρίζες του έργου εντοπίζονται μία διετία πίσω, και συγκεκριμένα στο Φεστιβάλ του Sundance του 2016. Εξηγούμαι. Ο θεματικός πυρήνας του έργου πρωτοεμφανίστηκε στην πραγματικότητα ως μια μικρού μήκους ταινία πριν από δύο χρόνια (ένα κινηματογραφικό μονόπρακτο καλύτερα), η οποία όχι μόνο εντυπωσίασε με την δυναμική της εκφραστικότητα και σύνθεση, αλλά κατάφερε να σαρώσει και βραβεία σπουδαίων φεστιβάλ και υψηλού κύρους επιτροπών. Από την Ατλάντα, το Σικάγο και τη Φιλαδέλφεια, ως και το Σαμπ Ελιζέ, το Sundance και περίφημο πλέον SXSW στο Τέξας, ο Jim Cummings κατάφερε να αφήσει βαθιά χαραγμένο το δημιουργικό του αποτύπωμά του και να γεμίσει με πολλές προσδοκίες τη παγκόσμια σινεφιλική κοινότητα.

Και πλάι σ’ αυτήν την μικρού μήκους ταινία, το περί ου ο λόγος έργο είναι εξίσου απλό (τουλάχιστον θεματικά). Πρώτη σκηνή αυτούσια σχεδόν με ό,τι παίχτηκε στο Sundance 2 χρόνια πριν. Ο Jim Arnaud (τον οποίο κι ενσαρκώνει κα-τα-πλη-κτι-κά ο ίδιος ο σκηνοθέτης) είναι ένας προσφάτως χωρισμένος, χαμηλόβαθμος αστυνομικός, πατέρας μιας μοναχοκόρης και μόλις έχει χάσει από τη ζωή τη μητέρα του. Είναι ο μοναδικός από τα δύο αδέρφια του που παρευρίσκεται στη νεκρώσιμη ακολουθία και αναλαμβάνει τον επαχθή ρόλο να εκφωνήσει τον επικήδειο λόγο, εμφανώς συντετριμμένος ψυχικά και τραγικά μετέωρος συναισθηματικά. Σε μια τραγελαφική κι αμήχανη προσπάθεια να συνοδεύσει το αντίο στη μητέρα του με το αγαπημένο της τραγούδι του Bruce Springsteen (καταλάβατε ήδη ποιο είναι) θα προσπαθήσει να χορέψει δίχως μουσική, γιατί το αναθεματισμένο παιδικό ροζ στερεοφωνικό αποφάσισε να μην παίξει ποτέ. Κι αυτό το ειλικρινά αριστουργηματικό εναρκτήριο μονόπλανο σύμμειξης του θρήνου με την ντροπή και της οδύνης με την ατυχία θα γίνει ο πυρήνας γύρω από τον οποίο θα περιελιχτεί ένα πλέγμα λυπηρών συμβάντων και καθημερινών ιστοριών (σαν αποσπασματικά σχεδόν επεισόδια) που θα φέρουν τον Jim στα πρόθυρα της προσωπικής διάλυσης. Θα συνειδητοποιήσει προοδευτικά, με τρόπο επώδυνο και καταιγιστικό την πραγματικότητα του κόσμου γύρω του και θα βρεθεί από τη μια μέρα στην άλλη βουτηγμένος μέσα την ενήλικη ζωή και τις ευθύνες. Και μπορεί να σας ακούγεται φαιδρό αλλά μέσα σ’ αυτήν την πλημμυρίδα των συνεχών ακυρώσεων και απογοητεύσεων της ζωής, το πιο δύσκολο έργο που θα κληθεί να φέρει εις πέρας δεν είναι κάποιος παρανοϊκός, ένοπλος εγκληματίας ή κάποια ριψοκίνδυνη καταδίωξη. Είναι απλά το κλασσικό παιχνίδι με τα παλαμάκια που θα προσπαθήσει να παίξει με την κόρη του. Είναι πλέον ένας πατέρας!Είναι ένας αμήχανος μεσήλικας που θα αναγκαστεί να παλέψει με τους δαίμονές του: με τη δοκιμασία της απότομης ενηλικίωσης, με μια επίμοχθη δικαστική διαμάχη για την κηδεμονία της κόρης του, με την πρώην γυναίκα του, με τους συναδέλφους του κι εν τέλει με την ίδια τη ζωή. Κι ακριβώς τη στιγμή της πλήρους «αποσυναρμολόγησης» του που θα φτάσει μέχρι τα όρια ενός νευρικού κλονισμού, ο Arnaud θα φωνάξει με το θάρρος και αίσθημα βαθιάς απόγνωσης «this is what you get» (που θα έλεγαν κι οι Radiohead).

Σ’ αυτό το πνευματικό και συναισθηματικό «χορευτικό» που στήνει ο Cummings γύρω από τον χαρακτήρα του Arnaud, ο θεατής παρασύρεται με πολύ μεγάλη ευκολία στις δοκιμασίες που συναντάει ο ήρωας και ταυτίζεται με χαρακτηριστική άνεση μαζί του. Καταλυτικό ρόλο σ’ αυτό παίζει εμφανώς η παροιμιώδης υποκριτική δεινότητα του Cummings, ο οποίος σκιαγραφεί μ’ έναν ολοζώντανο και καταποντιστικό τρόπο το ρόλο του. Ο Jim Arnaud δεν θα εκβιάσει ποτέ τη συμπάθειά μας. Όσο χαμηλά και να πέσει, ο ψυχικός του κόσμος διαγράφεται με τέτοια μεγαλειώδη ενάργεια από τον Cummings, που δεν θα απαιτήσει ποτέ τη λύπηση και το δάκρυ. Μπορεί να προκαλεί κάποιες στιγμές βαθιά συγκίνηση κι άλλες να επιφέρει ένα αυθόρμητο χαμόγελο στα χείλη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι ο τυπικός αξιοδάκρυτος χαρακτήρας που αποτυγχάνει σε κάθε του προσπάθεια. Είναι ένας ήρωας ιδεαλιστής αλλά ταυτόχρονα βαθιά και ειλικρινά πραγματιστής. Κι αυτό είναι που μαγνητίζει εν τέλει την καρδιά και το μυαλό μας.

Στην ευκολία με την οποία βλέπεται η ταινία συμβάλλει βεβαίως και η μεστή και ουσιαστική σκηνοθετική ματιά του Cummings, ο οποίος δεν θα αφεθεί ποτέ σε υπερβολές και ακρότητες, χωρίς όμως ταυτόχρονα να διολισθαίνει στο κοινότυπο. Είναι δωρικός με τη ματιά του, αλλά όχι βαρετός. Χρησιμοποιεί απλές συνθέσεις στα κάδρα του και μεσαία πλάνα, ενώ οι οριζόντιες γωνίες του και το ξεκάθαρο βάθος του πεδίο (ούτε πολύ ρηχό, ούτε και πολύ βαθύ ώστε να χάνεται η προσήλωση), μαζί βεβαίως με το αρτιότατο μοντάζ και το γραμμικό χρόνο της αφήγησης, δίνουν όλα την άνεση στο θεατή να αφεθεί στις κινήσεις της κάμερας και να ταυτιστεί με την εξέλιξη της υπόθεσης.

Και μπορεί να είναι πολύ ουσιαστικά τα 90 περίπου λεπτά του έργου, αλλά δυστυχώς δεν ακολουθούν το ρυθμό που τους ταιριάζουν. Κι αυτό γιατί είναι προφανές στον οποιονδήποτε θα δει την ταινία, πως καμία σκηνή μετά την έναρξη δεν θα καταφέρει να φτάσει έστω και στο ελάχιστο την ευρηματικότητα και το μεγαλείο του πρώτου αυτού επεισοδίου. Αυτόν τον παλλόμενο, τον τόσο αμήχανο μα απολύτως ζωτικό χορό του Arnaud. Όλα όσα ακολουθούν είναι ξεκάθαρα απλώς η περιφέρεια του δράματος· η ακτινοβολία του έργου ας πούμε καλύτερα. Μπορεί να είναι κι αυτή αρκετά λαμπρή, αλλά είναι σαφώς ετερόφωτη! Εν κατακλείδι όμως κι αν δούμε αντικειμενικά τα πράγματα, το φιλμ στο σύνολό του είναι απολύτως ικανοποιητικό. Και σίγουρα δηλωτικό μιας λαμπρής καριέρας για τον Cummings, ο οποίος και προσφέρει μ’ αυτό του και μόνο το έργο μια αναζωογονητική και σωτήρια ανάσα στον κοινωνικό αμερικανικό κινηματογράφο των χαμηλών budgets. Στο σινεμά των μικρών εταιρειών παραγωγής που δεν φορτίζεται με εκστατικές εντυπώσεις και εφέ αλλά καταφέρνει μέσα στην απλότητά του να πληρώνει επαξίως κάποια (έστω κι ελάχιστα) ψυχικά κενά.

Ελπίζω να έχετε μια αξέχαστη προβολή!

Thunder, του Jim Cummings
Είδος: Δράμα, Κομεντί
Διάρκεια: 92΄
Βαθμολογία: 6/10

1
Μοιράσου το