Isle of Dogs, του Wes Anderson
Ο εσωτερικός κόσμος των ταινιών του Wes είναι διάσπαρτος με δυσλειτουργικές οικογενειακές σχέσεις και χιούμορ που απορρέει από την αβάσταχτη αμηχανία της ίδιας της ζωής. Είναι συμφιλιωμένος με τον πανικό απέναντι στο πρώτο αίμα της ενηλικίωσης και βρίθει από σινεφίλ αναφορές. Είναι, επίσης, εμποτισμένος με μια μόνιμη αίσθηση εκκρεμούς αιώρησης ανάμεσα στην παιδικότητα και την -τόσο μα τόσο ενήλικης χροιάς- νοσταλγία. Η παιδικότητα ξεψυχά με κάθε επισημότητα στο πρώτο σκίρτημα της νοσταλγίας, το οποίο ρίχνει ξάφνου τον ουρανό στα κεφάλια μας, όπως έλεγαν και οι Γαλάτες του Αστερίξ.
Ο Wes μοιάζει να αποζητά, σε ολόκληρη τη φιλμογραφία του, ένα αγαθό ακόμη πιο ανέφικτο από την παλιννόστηση σε μια εποχή αθωότητας: ποθεί το γουρλωμένο παιδικό βλέμμα της έκπληξης, αλλά μόνο αν αυτό έρθει μέσα από μάτια ενήλικα. Η άφεση δεν θα είναι ποτέ ολική, ποτέ αδιαπραγμάτευτη. Ταυτόχρονα, όμως, δεν θα υπάρχει καμία ενοχή απέναντι σε αυτό το γλυκό σφίξιμο της συστολής. Ο Wes βαφτίζει τον παράδεισο που αναζητεί ως «χαμένο», αλλά γνωρίζει πολύ καλά πως στην ουσία αυτό που οραματίζεται δεν υφίσταται παρά μόνο ως φαντασίωση.
Κι όμως, ο Wes δεν παρέμεινε σε καμία περίπτωση στάσιμος ή επαναλαμβανόμενος, με την τυπική έννοια του όρου, με την εξέλιξή του να μην περιορίζεται στην τελειοποίηση των εικαστικών – εκφραστικών του μέσων. Στην προτελευταία του ταινία, το “Moonrise Kingdom”, επιχειρεί μια γενναία αντιστροφή. Ορμά στο μέλλον, βουτώντας προς τα πίσω, ωριμάζει γινόμενος παιδί. Οι ανήλικοι ήρωές του συλλογίζονται, αποφασίζουν, πειθαρχούν, μάχονται, διεκδικούν, αποκρυσταλλώνουν τις επιθυμίες και τις σκέψεις τους, ενώ οι ενήλικοι κομπάρσοι που τους περιβάλλουν παλιμπαιδίζουν ασύστολα, άγονται και φέρονται, διστάζουν και δειλιάζουν.
Στην τελευταία του δε ταινία, το πανέμορφο “The Grand Budapest Hotel”, πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα. Ο «ενήλικας», αυτή τη φορά, θα μείνει πιστός και συνεπής στις αρχές του, μέχρι το επώδυνο τέλος, έχοντας ως βαθύ και ανομολόγητο κίνητρο το «παιδί» που τον συντροφεύει. Το συμβολικό ταξίδι στο “The Grand Budapest Hotel” δεν εξαντλείται πλέον σε μια δύσβατη προσωπική ενηλικίωση, αλλά υψώνεται στη σφαίρα του πανανθρώπινου: είναι ένα ταξίδι επαναπροσδιορισμού των αξιών και κληροδότησης ενός κόσμου αρετών, όπου η ευγένεια και οι ραφινάτοι τρόποι είναι το πιο ισχυρό όπλο, αποτελούν τη μεγαλύτερη ένδειξη γενναιότητας.
Κάπως έτσι, φτάνουμε στο “Isle of Dogs”, το δεύτερο stop-motion animation του Wes, οκτώ χρόνια μετά το “Fantastic Mr. Fox”, ένα νησί απόκληρων σκύλων που λειτουργούν ως εξιλαστήρια θύματα ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος που διαφεντεύει την ιαπωνική πόλη Μεγκασάκι. Κι αν οι πρώτες ενδείξεις ενός ολοκληρωτικού φόρου τιμής στην ιαπωνική κουλτούρα γίνονται εμφανείς δια γυμνού οφθαλμού (ο νεαρός πρωταγωνιστής ονομάζεται Atari, όπως η θρυλική παιχνιδομηχανή με το γιαπωνέζικο όνομα, το επίθετό του, όπως και του διεφθαρμένου δημάρχου του Μεγκασάκι, είναι Κομπαγιάσι, ως μνεία στον υπέροχο Ιάπωνα σκηνοθέτη Masaki Kobayashi, η φιγούρα του μακιαβελικού δημάρχου φέρνει στον εμβληματικό Ιάπωνα ηθοποιό Toshirō Mifune , η μίξη κατοικίδιων και αεροπλάνων ανατρέχει στο “Porco Rosso”(1992) του Ιάπωνα μάστορα του animation Hayao Miyazaki), το πνεύμα του Akira Kurosawa είναι το ιαπωνικό κλείσιμο ματιού που διατρέχει ολόκληρη τη ραχοκοκαλιά του “Isle of Dogs”.
Οι συμμορίες των σκύλων στην αρχή λειτουργούν καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση σκηνών από τους «7 Σαμουράι» (1954). Η έπαυλη του του δημάρχου, καθώς και η «απαγωγή» του ανιψιού παραπέμπουν στο αριστουργηματικό “High and Low” (1963). Οι μονοχρωματικά επιχρωματισμένες βινιέτες αποτελούν ευθεία αναφορά στην πρώτη έγχρωμη ταινία του Kurosawa, το επικών διαστάσεων “Ran” (1984). Η αίσθηση αποπροσανατολισμού του νεαρού πρωταγωνιστή, ο οποίος ψάχνει εναγωνίως τον χαμένο του σκύλο, νιώθωντας κι ο ίδιος αδέσποτος και γυμνός, θυμίζει τον κεντρικό ήρωα του “Stray Dog” (1949). Ο σκουπιδότοπος των ματαιωμένων προσδοκιών ευμάρειας και υλικής ευδαιμονίας ανατρέχει, έστω και έμμεσα, σε μία από τις πιο παραγνωρισμένες στιγμές της φιλμογραφίας του μεγάλου Akira, το “Dodes’ka-den” (1970).
Εν ολίγοις, αν κάποιος κατέχει την τέχνη της ντελικάτης αναφοράς, του παιχνιδιάρικου hommage, αυτός είναι σίγουρα ο γλυκός μας Wes. Ο οποίος για πολλοστή φορά επενδύει στις γνωστές του σταθερές, την αχαλίνωτη συμμετρία των κάδρων, το γλυκόπικρο χιούμορ και την full alert εμπλοκή κάθε αισθητηρίου καλαισθησίας που διαθέτει ο θεατής. Ακούγεται φυσικά απλό, εν τέλει όμως, είναι κατάτι πιο πολύπλοκο. Ο Wes, όπως και στην προηγούμενη ταινία του, ενεργοποιεί τους αισθητήρες του χιούμορ εν μέσω ανήλιαγου και σκοτεινού τοπίου, αποζητά την κοφτερή ηδονή του βλέμματος ως τσακμάκι που ανάβει όχι ακριβώς το πνεύμα, αλλά αυτό που αποδίδεται στην αγγλική ως wit. Ένας σαρκασμός ενσυναίσθησης, ένα μειδίαμα συνείδησης, μια σπίθα λελογισμένης ειρωνείας. Η διάκριση μεταξύ παιδικότητας και ενηλικίωσης δεν έχει ακριβώς ξεπεραστεί, αλλά έχει υποστεί και η ίδια μια μετεξέλιξη, μια ωρίμανση. Πλέον, είναι θέμα πίστης και ευθύνης. Του ενός απέναντι στον άλλο, και των πάντων απέναντι σε ένα κοινό καλό.
Isle of Dogs, του Wes Anderson
Είδος: Κινούμενα Σχέδια, Περιπέτεια, Κωμωδία
Διάρκεια: 101'
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine