Tomb Rider, του Roar Uthaug
Η Lara Κροφτ δουλεύει ως ταχύ-διανομέας στο Λονδίνο. Δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα, και αναγκάζεται να κάνει δουλειές του ποδαριού και να μπλέκεται σε ημι-παράνομες δραστηριότητες για να επιβιώσει. Μια αμύθητη περιουσία περιμένει τη Lara, αν αποδεχθεί επιτέλους ότι ο πατέρας της, που έχει εξαφανιστεί εδώ και 7 χρόνια, είναι νεκρός, και δεχθεί την κληρονομιά του. Ωστόσο, λίγο πριν αποδεχτεί τελικά το μοιραίο, η Λάρα ανακαλύπτει στοιχεία που την οδηγούν σε ένα νησί στα ανοιχτά της Ιαπωνίας, σε αναζήτηση του τύμβου της αρχαίας βασίλισσας Χίμικο, και, πιθανώς, απαντήσεων του τι έχει συμβεί στον πατέρα της.
Το 2013 η σειρά παιχνιδιών Tomb Rider δέχτηκε ένα γερό ρετουσάρισμα. Η ηλικία της πρωταγωνίστριας μειώθηκε, και μετατράπηκε από μια σχεδόν άτρωτη υπέρ-ηρωίδα σε μια πιο ρεαλιστική, ευάλωτη, δυνατή αλλά και ταυτόχρονα συναισθηματικά εύθραυστη, Lara, σε έναν πιο πολυεπίπεδο χαρακτήρα με λίγα λόγια. Ενώ δόθηκε μεγαλύτερη βάση στον ρεαλισμό όσον αφορά και την ιστορία, τα επιμέρους στοιχεία της, και το πώς επιλέγουν οι δημιουργοί να την αφηγηθούν.
Η ταινία ακολουθεί το στυλ αυτού του εκμοντερνισμού, ποντάροντας σε μια ιστορία πιο γειωμένη και ρεαλιστική, σε σύγκριση με το εξωφρενικό camp των δύο προηγούμενων ταινιών. Ωστόσο, χάνει ένα κομμάτι από τη γοητεία που χαρακτήριζε ειδικά την πρώτη ταινία, που άφηνε στην άκρη κάθε υπόνοια σοβαρότητας και βουτούσε με τα μούτρα στην πλήρως απενοχοποιημένη, και εντελώς fun, ανοησία. Η νέα προσέγγιση, πάντως, φαντάζει μόνο ενίοτε ταιριαστή, καθώς η ταινία αδυνατεί να ισορροπήσει αυτόν τον εντελώς βεβιασμένο ρεαλισμό με τις πιο εξωφρενικές και ελάχιστα πιστευτές πτυχές της ιστορίας.
Αναμφισβήτητα, αυτή που κρατάει όρθιο το οικοδόμημα της ταινίας είναι η Alicia Vikander. Ενσαρκώνει μια Lara ατίθαση, ανεξάρτητη, ευφυή και αφοπλιστικά χαρισματική. Η Lara εδώ είναι ευάλωτη, τόσο ψυχολογικά όσο και σωματικά. Πονάει, ματώνει, φωνάζει, μοιάζει ειλικρινά τρομοκρατημένη με όσα συμβαίνουν, αλλά συνεχίζει ακάθεκτη παρά τις κακουχίες και το (ΠΟΛΥ) ξύλο που τρώει.
Ο νορβηγός σκηνοθέτης Roar Uthaug έξυπνα επιλέγει να ρίξει το μεγαλύτερο σκηνοθετικό βάρος στη δράση. Αναμφισβήτητα, το πρώτο και το τελευταίο κομμάτι της ταινίας είναι μακράν τα πιο ενδιαφέροντα, έντονα, και γεμάτα αδρεναλίνη. Το μεγαλύτερο κομμάτι της δεύτερης πράξης, ωστόσο, σέρνεται από το ένα πολυφορεμένο κλισέ στο άλλο, επιβραδύνοντας επικίνδυνα την ιστορία, μη προσφέροντας ουσιαστικά τίποτα το ενδιαφέρον ή ουσιαστικό, καθώς η αφήγηση διατρέχει διάφορες υπό-πλοκές και αποκαλύψεις, χωρίς την απαραίτητη προσήλωση σε κάποια από αυτές. Η κορύφωση της περιπέτειας της Lara, ωστόσο, παρότι κρύβει ελάχιστες εκπλήξεις, είναι αρκούντως διασκεδαστική και αποζημιώνει, έως έναν βαθμό, για τη βαρεμάρα που προηγήθηκε.
Το μεγαλύτερο κακό, πάντως, του “Tomb Raider”, είναι ότι δεν διαθέτει κάτι το ξεχωριστό, κάτι που να σε κάνει να παραβλέψεις το βουνό από κλισέ και προβλέψιμα tropes πάνω στα οποία στηρίζει το οικοδόμημά της η ταινία. Παίρνοντας λίγο παραπάνω από όσο θα έπρεπε τον εαυτό του στα σοβαρά το “Tomb Rider” στερείται χαρακτήρα, γοητείας και χιούμορ. Παρότι ωστόσο φαντάζει -και είναι- μια ακόμα generic περιπέτεια δράσης, αυτό δεν της στερεί τα εμφανέστατα πλεονεκτήματά της, και το γεγονός ότι όταν αφήνεται να παραδοθεί στην υπερβολή και το απενοχοποιημένο fun, είναι ικανή να θυμίζει στους θεατές τι ήταν αυτό που κάνει τα παιχνίδια τόσο διασκεδαστικά.
Tomb Rider, του Roar Uthaug
Είδος: Δράσης
Διάρκεια: 118’