Lady Bird, της Greta Gerwig
Η Christine είναι 17 χρονών. Ζει τις τελευταίες μέρες της σχολικής ζωής της, και ετοιμάζεται πυρετωδώς για το νέο κεφάλαιο που ανοίγεται μπροστά της, το κολλέγιο, που φαντάζει στα μάτια της το εισιτήριο για να δραπετεύσει από την βαρετή ζωή του Σακραμέντο «όπου τίποτα δεν συμβαίνει». Απαιτεί να τη φωνάζουν Lady Bird, στο σπίτι, στο σχολείο, στις παρέες της. Το όνομα που της έδωσαν οι γονείς της νιώθει ότι δεν την αντιπροσωπεύει πια. Το ίδιο και η ζωή που έχουν φτιάξει για αυτή, και το μέλλον που της επιφυλάσσουν. Η Christine θα ερωτευτεί, θα απογοητευτεί, θα κάνει για πρώτη φορά σεξ, θα μαλώσει με την κολλητή της, θα θυμώσει, θα γελάσει, θα μαστουρώσει, θα συγκρουστεί. Θα ζήσει τις τελευταίες μέρες της εφηβείας της με τους δικούς της όρους, ή τουλάχιστον θα προσπαθήσει.
H Ladybird προσωποποιεί μια αντίφαση· την αντίφαση της ίδιας της εφηβείας. Είναι παιδί και ενήλικη ταυτοχρόνως. Θέλει να ανεξαρτητοποιηθεί από τους γονείς της, αλλά ταυτόχρονα έχει ανάγκη την αγάπη και την προσοχή τους. Έχει αυτοπεποίθηση, αλλά μερικές φορές ντρέπεται για το ποια είναι. Ονειρεύεται να αποδράσει από το Σακραμέντο και να ζήσει στη Νέα Υόρκη, αλλά με το που καταφέρνει να φύγει, αναπολεί κάθε δρόμο, κάθε γέφυρα, κάθε μικρή αλλά χαρακτηριστική λεπτομέρεια της γενέτειράς της.
H Greta Gerwig, μπορεί με το “Lady Bird” να υπογράφει το σκηνοθετικό της ντεμπούτο, δεν της λείπει, όμως, η κινηματογραφική εμπειρία. Έχει συν-σκηνοθετήσει το “Nights and Weekends” με τον Joe Swangeberg, ενώ έχει γράψει και τα σενάρια για το “Mistress America” αλλά και για το πολυβραβευμένο “Frances Ha”. Και όπως είπαμε και στην αρχή, αυτή η ταινία σηματοδοτεί την κορύφωση της δημιουργικής της ωρίμανσης. O τρόπος που διαχειρίζεται την ιστορία της είναι πραγματικά αξιοθαύμαστος, γεγονός που οφείλεται μεταξύ άλλων και στους εξαιρετικούς και ευφυολόγους διαλόγους που αντικατοπτρίζουν με αφοπλιστική αυθεντικότητα αλλά και χιούμορ τόσο την εποχή τους όσο και τους πρωταγωνιστές της ιστορίας.
Μπορεί η ταινία να μην είναι αυστηρά βιογραφική, αλλά βασίζεται σε πολλά γεγονότα της ζωής της Gerwig. Λαμβάνει χώρα σε μια εξαιρετικά δύσκολη και «μαύρη» περίοδο για την αμερικανική κοινωνία, με τις μνήμες και το συλλογικό τραύμα από τους δίδυμους πύργους να πλανώνται φρέσκα πάνω από τη συλλογική συνείδηση. Ωστόσο, η σκηνοθέτιδα επιλέγει να χαρίσει στην ταινία έναν ανάλαφρο τόνο, αποφεύγοντας παράλληλα πολλά από τα κλισέ που μαστίζουν τις ταινίες ενηλικίωσης. Η ματιά της δεν προσφέρει μια εξιδανίκευση της εφηβικής ζωής, έτσι τίποτα δεν μοιάζει κατασκευασμένο, πλαστό, εξωραϊσμένο· τίποτα δεν είναι φιλτραρισμένο μέσα από τον φακό της νοσταλγίας. Όλα όσα μας εξιστορεί μοιάζουν –και εντέλει είναι- αυθεντικά, πραγματικά, απολύτως ρεαλιστικά. Δεν υπάρχει ίχνος επιτήδευσης σε όσα βλέπουμε, όλα φαντάζουν σαν μια αντανάκλαση πραγματικών εμπειριών, όπου το δραματικό συνυπάρχει συνεχώς με το κωμικό – ένας κόσμος που κατοικούν χαρακτήρες πολυεπίπεδοι, περίπλοκοι και απλοί σύναμμα, ή με μία λέξη, πραγματικοί. Προεξέχουσα όλων αυτών των χαρακτήρων η Lady Bird, υποδυόμενη από την Saoirse Ronan, σε έναν ρόλο που της χάρισε μια πανάξια υποψηφιότητα για Όσκαρ. Η Ronan υποδύεται με μια τρομερή ενέργεια τη Lady Bird, ενσαρκώνοντας άψογα και με εντυπωσιακή ακρίβεια όλες τις πτυχές της προσωπικότητάς της. Πρόκεται για μια κοπέλα με αυτοπεποίθηση αλλά και ανασφάλειες, με καλλιτεχνική φύση, την οποία όμως δυσκολεύεται μερικές φορές να εκφράσει, και με καλούς βαθμούς στο σχολείο αλλά όχι αρκετά καλούς για να κυνηγήσει όλα τα όνειρά της.
Η Gerwig αποφεύγει οτιδήποτε το περιττό, το σχηματικό, το συνηθισμένο στην αφήγησή της. Ακόμα και η αυστηρή καθολική καλόγρια-διευθύντρια του σχολείου είναι πιστή στις αξίες και στις αρχές της, αλλά είναι και γλυκιά, γεμάτη κατανόηση, γεμάτη αγάπη. Η σκηνοθέτιδα καταγράφει όλα τα περιστατικά με μια νατουραλιστική ματιά, που λαμβάνει μεν κάποια απόσταση από αυτά, αλλά δεν φαντάζει ποτέ απόλυτα αποστασιοποιημένη ή αδιάφορη .
Το σενάριο αποτελείται από μικρές βινιέτες της καθημερινότητας της Christine, που εξιστορούν το τέλος της εφηβείας της και το πέρασμά της στον κόσμο των ενηλίκων, όπου βλέπουμε τα πρώτα της ερωτικά σκιρτήματα, την απογοήτευσή της, τις στιγμές χαλάρωσης με την κολλητή της και τους λίγους φίλους της. Η σχέση, ωστόσο, που αναπτύσσεται πληρέστερα στην ταινία, είναι αυτή με τη μητέρα της: πότε ανάλαφρη, πότε κωμική, πότε βαθιά και σπαρακτικά δραματική, η αναπαράσταση της σχέσης της Lady Bird με τη μητέρα της αποτελεί αναμφισβήτητα το δυνατότερο κομμάτι της ταινίας. Η Laurie Metcalf, συγκλονιστική στον ρόλο που της χάρισε μια οσκαρική υποψηφιότητα, ενσαρκώνει στο πρόσωπό της ολόκληρη την Αμερική: θέλει να είναι προοδευτική, αλλά παράλληλα θέλει να κρατάει την κόρη της προσγειωμένη· θέλει να δει την Christine να κυνηγάει το όνειρό της, αλλά δεν μπορεί να την υποστηρίξει οικονομικά, όσο και αν προσπαθεί. H Laurie Metcalf με την Saoirse Ronan που ενσαρκώνει την Christine, σηκώνουν το πιο βαρύ ερμηνευτικά κομμάτι στις πλάτες τους, και οι σκηνές που διαδραματίζονται μεταξύ τους συγκροτούν τον συναισθηματικό πυρήνα της ταινίας. Η μητέρα μεγαλώνει μαζί με την κόρη, μαθαίνει και αυτή από τα λάθη της, μετανιώνει για όσα είπε και ακόμα περισσότερο για όσα θα ήθελε να πει αλλά τα κράτησε κρυφά.
To “Lady Bird” κρατάει το καλύτερο για το τέλος: την πιο συγκινητική σκηνή, το πιο λυτρωτικό φινάλε, τη μεγάλη απομυθοποίηση της ενηλικίωσης. Η Lady Bird προχωράει, ανοίγει τα φτερά της, αλλά κοιτάει πάντα πίσω· και η βαθύτατα συναισθηματική, περίτεχνα γραμμένη, γλυκύτατη, αστεία αλλά και αφοπλιστικά συγκινητική ιστορία που πλέκει η Gerwig φτάνει στο τέλος της· ένα τέλος που σηματοδοτεί και μια νέα αρχή, όπως κάθε κεφάλαιο της ζωής μας. Γιατί ο καθένας και η καθεμία από τους θεατές μπορεί να δεί λίγο από τον εαυτό του/της στην ιστορία της Christine. Η “Lady Bird” μπορεί να είναι γέννημα προσωπικών εμπειριών της Gerwig, αλλά προβάλλει εξαιρετικά την ουσία της εφηβείας: δεν πρέπει μόνο να τη ζεις, αλλά και να τη νιώθεις.
Lady Bird, της Greta Gerwig
Είδος: Κωμωδία, δράμα
Διάρκεια: 93’