Dead Man, του Jim Jarmusch
Ο «Νεκρός» δεν είναι μια ακόμα –έστω μνημειώδης- ταινία, αλλά ένα έργο τέχνης που βιώνεται ως μεταφυσική εμπειρία, απ’ αυτές που όλο και πιο σπάνια προσφέρει πια το σινεμά. Ο (εδώ, καλύτερος από ποτέ) Johnny Depp, μετεμψύχωση του William Blake χωρίς να το ξέρει, δέχεται θανάσιμο πλήγμα κι όλο το φιλμ, δεν κάνει τίποτα άλλο απ’ το να μεταφράζει με αισθητικούς/ ποιητικούς όρους το σταδιακό πέρασμά του στην «άλλη όχθη». Πρόκειται για ένα υπερρεαλιστικό τριπάρισμα, μόνο που δεν το προκαλεί κάποια ναρκωτική ουσία, αλλά το ίδιο το γεγονός του θνήσκειν.
Είναι σημαντικό, όμως, να καταλάβουμε ότι αυτό το ψυχορράγημα, δεν αφορά ψυχολογικές προκείμενες (σε μια τέτοια περίπτωση, ο «Νεκρός» δεν θα διέφερε ιδιαίτερα από εκατοντάδες, λογοτεχνικά, θεατρικά και κινηματογραφικά, έργα που επιχειρούν να δώσουν ένα σαφές περίγραμμα στο άφατο της κατάστασης που ονομάζουμε, γειτνίαση με τον Θάνατο), αλλά καθαρά υπαρξιακές. Εν ολίγοις, ο William Blake δεν πεθαίνει ως άτομο –οντολογική κατηγορία την οποία, ούτως ή άλλως, σαρκάζει ο Jarmusch, επινοώντας τον ήρωά του ως μετενσάρκωση ενός μεγάλου ποιητή: μ’ αυτή την επιλογή θέλει να πει ότι η έννοια του «προσώπου» είναι επίπλαστη, και πως ο καθένας υπάρχει ως αντίτυπο κάποιου άλλου-, αλλά ως εκπρόσωπος του είδους. Δεν είναι τυχαία η απουσία του άρθρου, απ’ τον τίτλο της ταινίας. Ο Jarmusch δεν θέλει να μας μιλήσει για «έναν» νεκρό, αλλά για «τον» νεκρό. “Dead Man” και όχι “The Dead Man”. «Νεκρός» και όχι «Ο Νεκρός». Σ’ αυτό το άρθρο που λείπει, βρίσκεται το κλειδί για την κατανόηση της βαθύτερης ουσίας του έργου.
Εξ αυτού, το «ταξίδι» του William Blake, θα μπορούσαμε να το δούμε ως μια σύγχρονη εκδοχή των αρχαίων μύθων για το δρασκέλισμα του τελευταίου ορίου. Επίτηδες ο Jarmusch, επιλέγει μια γουέστερν εικονογραφία. Θέλει να μιλήσει για ένα απ’ τα ύψιστα ζητήματα που έχουν απασχολήσει τη δυτική σκέψη, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του είδους που ανακόπτει, τρόπον τινά, την επέλαση της ευρωπαϊκής κουλτούρας και παίρνει τα ηνία σε ό,τι αφορά τον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό. Ο αμερικανισμός στον κινηματογράφο, έχει την αφετηρία του στο γουέστερν (το σύγχρονο blockbuster, για παράδειγμα, είναι μια από τις ποικίλες μεταλλάξεις του). Η κλασσική κουλτούρα της Γηραιάς ηπείρου (η ποίηση του William Blake) και η νέα μυθολογία της Αμερικής (το γουέστερν, και κατ’ επέκταση οι σφαίρες που αντικαθιστούν τις λέξεις, όταν ο ήρωας του Depp αποδέχεται επιτέλους αυτό που του λέει ο Ινδιάνος φίλος του: ότι τώρα πια θα κάνει ποίηση με το όπλο), διασταυρώνονται και δημιουργούν μια καινούργια –μεταμοντέρνα θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε- αισθητική δομή.
Σ’ αυτό το φιλμ, ο σπουδαίος δημιουργός, ομολογεί κάτι που θα μας επαναλάβει αρκετές φορές με τις ταινίες που έπονται του «Νεκρού»: ότι με το ένα πόδι βρίσκεται στην Ευρώπη, και με το άλλο στην Αμερική. Η ψυχή του τρέφεται με ποίηση και ευρωπαϊκό πολιτισμό, που εντός των κινηματογραφικών πινάκων του, θα ντυθούν με αμερικανικά ενδύματα. Όπως ο Blake, έτσι κι ο Jarmusch, καταλαβαίνει ότι σήμερα μπορεί κανείς να κάνει ποίηση, όχι μόνο με τις λέξεις αλλά και με τα ρεβόλβερ, δηλαδή με τα φετίχ κάποιων «ιερών», αμερικανικών φιλμικών ειδών. Έτσι, λοιπόν, πραγματοποιεί μια ειρωνική ανατροπή: δομεί ένα ευρωπαϊκό φιλμ (τα πάντα στον «Νεκρό» -η εικαστική σκευή του, ο ρεμβαστικός ρυθμός, η έκκεντρη ανάπτυξη της ιστορίας, ο σημειολογικός του παροξυσμός- καταμαρτυρούν ευρωπαϊκές φιλμικές καταβολές) με την επίφαση του απόλυτου αμερικανικού είδους και διατυπώνει έναν ποιητικό στοχασμό πάνω στον Θάνατο, τη μεταφυσική εκκρεμότητα και την χαϊντεγγεριανή έννοια του Dasein, μ’ ένα σκοτεινό στυλιζάρισμα -κάδρων, διαλόγων και ερμηνειών- που φλερτάρει σκωπτικά με την ελαφρότητα. Αλυσιτελής και εξ ορισμού διαφεύγουσα, η ιδέα του Θανάτου, γίνεται στο φιλμ ένα εξπρεσιονιστικό όνειρο που οφείλει να αποδώσει την ίδια τη θνητότητα εκδραματισμένη, ως αισθητικό παιχνίδι.
Ο Blake πεθαίνει ως «κανένας» ή οποιοσδήποτε, κάθε φλύαρη περιπτωσιολογία έχει εκλείψει, η πένθιμη πορεία του προς τον Αχέροντα, είναι μια υπαρξιακή αποφλοίωση. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, οι ατομικές διαφορές, τα ψιμύθια της υποκειμενικότητας, όλα διαλύονται και μένει μόνο μια ριζική εγγύτητα με οτιδήποτε ζει και -νομοτελειακά- πεθαίνει (αυτό θέλει να πει η συγκλονιστική σκηνή όπου ο Depp ξαπλώνει και αγκαλιάζει το νεκρό ελάφι). Ο επικείμενος θάνατος επιτρέπει στον Blake να εντοπίσει το κρυφό κέντρο των πραγμάτων, αφού τον απαλλάσσει από την τυραννία του προσώπου (πίσω απ’ το οποίο ο Jarmusch, όπως ο Καζαντζάκης, βλέπει το κρανίο), τον εξισώνει με τα δέντρα και τα βουνά, με τη σιωπηλή αυτάρκεια του ουρανού, την ανοίκεια γαλήνη του ποταμού που μεταφέρει το σαρκίο του πέρα από τη γραμμή του ορίζοντα• το επί μέρους επιστρέφει στο Όλον.
Όπως το έβλεπε ο Blanchot, κανείς δεν πεθαίνει ως εαυτός, πάντα αυτός που πεθαίνει είναι ένας τρίτος, ένας κανένας. Πράγμα που, με άλλά λόγια, είναι σαν να λέμε ότι κανείς ουσιαστικά δεν πεθαίνει, κανείς ποτέ δεν πέθανε. Αυτό το αργοσβήσιμο του Κανένα, του ανώνυμου και απρόσωπου τρίτου, μετατρέπει σε ανατριχιαστικό κινηματογραφικό ποίημα ο Jarmusch, συνεπικουρούμενος από τον μεγάλο Neil Young, που ντύνει τον «Νεκρό» με κάποια απ’ τα πιο υπέροχα ηλεκτρακουστικά ακόρντα που ακούστηκαν ποτέ στη γη (ένα από τα τρία πιο αγαπημένα soundtrack του γράφοντος). Οι σημαίνουσες νότες του Neil Young, λιτανεύουν μια ψυχή που απιθώνει στη γη το βάρος της, ψιχαλίζοντας πάνω στον William Blake την τελική βροχή του βίου του, ρίχνοντας ηχητικά την αυλαία στην αυτοσχέδια παράσταση της ύπαρξής του. Κι ο Jarmusch τον οδηγεί στην έξοδο, σαν να αποχαιρετά μέσω αυτού κάθε ον σ’ αυτό το αλύπητο σύμπαν που, εφόσον έζησε, ζει ή θα ζήσει, έπρεπε, πρέπει και θα πρέπει να πεθάνει.
Είναι πολύ μεγάλο έργο ο «Νεκρός». Απ’ αυτά που (όπως η ζωή, όπως ο θάνατος) μόνο μια φορά στην αιωνιότητα συμβαίνουν.
Dead Man, του Jim Jarmusch
Μεταφρασμένος τίτλος: «Ο Νεκρός»
Είδος: Δράμα, Φαντασία
Διάρκεια: 121'
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine