Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Juste la Fin du Monde, του Xavier Dolan

feature_img__juste-la-fin-du-monde-tou-xavier-dolan
«Κάπου, ήταν κάποτε ήδη…»

Με αυτή τη φράση εκκινεί η τελευταία – 6η κατά σειρά – δημιουργία του Xavier Dolan, που απέσπασε στο περασμένο Φεστιβάλ Κανών το Grand Prix (το δεύτερο τη τάξει βραβείο πίσω απ’ το Χρυσό Φοίνικα). Τη σημαντικότερη διάκριση που κερδίζει ο τρομερός Καναδός στο Φεστιβάλ που τον έκανε αστέρι πρώτου μεγέθους. Και δικαίως. Διότι, αν και διαποτισμένο με τον συνήθη, ενίοτε στομφώδη (σκηνοθετικό) ναρκισσισμό του τελευταίου, αποτελεί ταυτόχρονα και την πλέον πειθαρχημένη δουλειά του (κι ας βασίζεται – για πρώτη φορά – σε υλικό τρίτου, και όχι δικό του), στην οποία αφήγηση και φιλμοκατασκευή συνδυάζονται εκθαμβωτικά.

Επιστρατεύοντας μερικά απ’ τα κορυφαία ονόματα (και ταλέντα) του γαλλικού σινεμά, δεν παραλείπει να βάλει τη δική του σφραγίδα στο τελικό αποτέλεσμα. Βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό του Γάλλου συγγραφέα Jean-Luc Lagarce (που πέθανε το 1995, από επιπλοκές του AIDS), το “Juste la fin du monde” προκάλεσε φρενίτιδα στις Κάνες, επισείοντας την οργή των αμερικανών κριτικών (δεν είναι και δύσκολο να καταλάβει κανείς το γιατί). Μετά την κατάκτηση του Βραβείου της Επιτροπής στις Κάνες το 2014 με το “Mommy”, ο Dolan φτάνει με το “Juste la fin du monde” ένα βήμα εγγύτερα στον Χρυσό Φοίνικα.

Ωστόσο, τούτο το φιλμ θα εκπλήξει τόσο τους υπέρμαχους της επιδεικτικής του αισθητικής, όσο και τους πολέμιους ή απλώς σκεπτικιστές. Ο Dolan αγαπά τους τραυματισμένους ήρωες που ζουν στις ταινίες του και αναζητούν αγάπη (όλα όσα κάνεις στη ζωή άλλωστε, γι’ αυτό γίνονται: για να βρεις αγάπη κι αποδοχή). Κι είναι σίγουρο πως θα κάνει πάντα ταινίες που άλλοι θ’ αγαπούν και άλλοι όχι. Άλλο τόσο σίγουρο είναι πως θα εξακολουθήσει να προτιμά την τρέλα του πάθους από την σοφία της αδιαφορίας.

Υπάρχουν λόγοι στη ζωή (που δεν αφορούν κανέναν) που σε κάνουν να φεύγεις δίχως να κοιτάξεις πίσω, κι άλλοι τόσοι που σε αναγκάζουν (κάποτε) να επιστρέψεις. Κι έτσι, μετά από χρόνια, αποφασίζεις να ξανακάνεις την ίδια διαδρομή. Ο ήρωας (Gaspard Ulliel), επιτυχημένος συγγραφέας και γκέι, επισκέπτεται – μετά 12 έτη – την αποξενωμένη του οικογένεια, για να τους ανακοινώσει τον επικείμενο… θάνατό του! Να τον ανακοινώσει κατ’ ιδίαν, και να δώσει στους άλλους και στον ίδιο, για τελευταία φορά, την ψευδαίσθηση πως είναι, μέχρι το απόλυτο τέλος, κύριος της ζωής του. Δύσκολη απόφαση.

Ειδικά απ’ τη στιγμή που – με την άφιξή του – η οικογένεια αναλαμβάνει πλήρως τα ηνία: η μητέρα (Nathalie Baye), εκκεντρική και με αστείρευτη ενέργεια, παραζαλισμένη και αφοσιωμένη, στοργική και με εξάρσεις καταθλιπτικότητας. Πνιγμένη σε φανταχτερό (όσο και εξωφρενικό) μακιγιάζ, οπτική ενσάρκωση μιας υπερβολής (που «κραυγάζει» απεγνωσμένα το εσώτερο τραύμα). Η εσωστρεφής, μικρή αδερφή (Léa Seydoux) τον τυλίγει σε μια … απελπισμένη αγκαλιά (για κείνην είναι ένας «ξένος», αφού μεγάλωσε εν τη απουσία του). Θα χρειαστεί το χρόνο της, για να αφεθεί. Κάτω απ’ την έκδηλη στοργή που επιδεικνύει, σταλάζει ένα μαρτύριο που σταδιακά αποκαλύπτεται στη διάρκεια του φιλμ. Ο μεγάλος αδερφός (Vincent Cassel), παρορμητικός και γεμάτος οργή, σκληρό καρύδι για να λυγίσει.

Η αρχικώς ψυχρή αποστασιοποίηση, παραχωρεί τη θέση της σε διαλείποντα (και ενίοτε κωμικά) βιτριολικά ξεσπάσματα. Και η ήπιων τόνων, διακριτική (κατευναστική και όχι – σκοπίμως – συγκαταβατική) νύφη (Marion Cotillard), η δεύτερη «ξένη» για τον ήρωα, σου δείχνει πως μετατρέπεται σε καθαρή (υποκριτική) τέχνη η ανασφάλεια, τραυλίζοντας νευρικά και αναζητώντας την έγκριση του συζύγου, καθώς αποκαλύπτει στον νεοαφιχθέντα λεπτομέρειες της κοινής τους ζωής. Ωστόσο, τούτη θα αποδειχθεί η πλέον διορατική φιγούρα και μαζί της ο ήρωας θα μοιραστεί μερικές απ’ τις τρυφερότερες στιγμές του φιλμ.

Όλοι οι υπόλοιποι, παγιδευμένοι στις δικές τους – προσωπικές – αγωνίες, κουβαλώντας τους δικούς τους σταυρούς, αδυνατούν να του παραχωρήσουν την προσοχή τους. Του μιλούν, του φωνάζουν, εκνευρίζονται μαζί του, αλλά σπανίως τον ακούν. Κι όταν εκείνος ερωτάται για κάτι, πασχίζει να αρθρώσει τις λέξεις. Οι απαντήσεις του, πάντα των δυο-τριών λέξεων (όπως και στις κάρτες που τους έστελνε όλα αυτά τα χρόνια). Κι ένα μικρό, συνεσταλμένο – κι ενίοτε αμήχανο – χαμόγελο, να τις συνοδεύει. Έτσι ο τελευταίος μετατρέπεται σε σιωπηλό παρατηρητή και καταλύτη για το ξέσπασμα των ενδοοικογενειακών νευρώσεων.

Οι λέξεις (αρχικώς) «αιωρούνται»… λες και στριμώχνονται σε κάποιο βαρυφορτωμένο νεφέλωμα. Εν συνεχεία, πέφτουν σαν βροχή απ’ τον ουρανό, προσγειώνονται εν μέσω αναστάτωσης, επιτρέποντας περιστασιακά μονάχα να πάρεις κάποια ανάσα πριν ξαναρχίσουν το ράπισμά τους. Το (συν)αίσθημα που δημιουργείται είναι συντριπτικό. Στιγμές έντασης, στιγμές αμηχανίας, στιγμές που τα βλέμματα λένε περισσότερα απ’ όσα οι λέξεις… Η ιστορία εξελίσσεται μέσα σε ελάχιστες ώρες, απ’ το πρωί ως το απόγευμα της ίδιας μέρας. Όλοι οι χαρακτήρες ταλαντεύονται ανάμεσα στην επιθυμία (και την ανάγκη) να επικοινωνήσουν με τον χαμένο κρίκο της οικογένειας και τη διάθεση να (του) επιδείξουν τη δυσαρέσκειά τους, οδηγώντας τον τελευταίο – σύντομα – σε συμβιβασμό με το παρελθόν του.

Προφανώς και δεν είναι έτοιμοι – ακόμα (ίσως και ποτέ) – να τον συγχωρήσουν. Προφανώς και η άφιξή του δημιουργεί χάος. Καθώς ο ίδιος εγκολπώνεται την ατμόσφαιρα και το «σκοτάδι» της οικογενειακής εστίας, υποβάλλεται σε μια διαδικασία διαπληκτισμών, ενοχλητικών ερωτήσεων, άκομψων σχολίων και αντεγκλήσεων. Η επανένωση γίνεται – σχεδόν – επώδυνη. Κάθε μέλος της οικογενείας «κλέβει» τη δική του στιγμή με τον άσωτο υιό, προσπαθώντας να συνδεθεί (ή επανασυνδεθεί) μαζί του. Κάθε συνάντηση εντός του κλειστοφοβικού σκηνικού, συσσωρεύει στοιχεία που θα οδηγήσουν στην εκρηκτική κλιμάκωση της έντασης με τον – μαινόμενο απέναντι σε όλους και όλα – μεγάλο αδερφό.

Κάτω απ’ την τεταμένη επιφάνεια, σιγοβράζει η υποψία πως κάποια απ’ τα μέλη της οικογένειας έχουν ήδη αντιληφθεί το σκοπό της επιστροφής του και τούτος ο ασαφής υπαινιγμός που μετεωρίζεται στον αέρα, μοιάζει με θηλιά που σφιχταγκαλιάζει το λαιμό ολάκερης της επανένωσης. Τα τελευταία 10’ λεπτά συνιστούν μια έντονα φορτισμένη, σπλαχνική εμπειρία, όμως κανενός είδους κάθαρση δεν επέρχεται. Το φιλμ παραμένει άβολο, μέχρι τέλους. Η ιστορία αποκαλύπτει (δίχως να εξηγεί) τις πνιγηρές (και καταπνιγμένες) αντιθέσεις στο οικογενειακό εσωτερικό. Ο Dolan στοχεύει πάντα σε ένα σινεμά σκληρού (συναισθηματικού) αντίκτυπου και το έργο του Lagarce προσφέρεται σαν πρώτη ύλη. Παραμένοντας αόριστα (και εσκεμμένα) διφορούμενο στο φινάλε, το (όλον του) φιλμ λειτουργεί σαν ψυχολογική «αρπάγη» στην οποία ο σκηνοθέτης σε υποχρεώνει να … (αυτο)παγιδευτείς, προκειμένου να τον κατανοήσεις.

Τούτου δοθέντος, ο έπαινος πηγαίνει (αναμφίβολα) στις ερμηνείες των ηθοποιών. Στην απολαυστική, campy φιγούρα της Baye, στους «κλονισμένους» χαρακτήρες των Seydoux και Cotillard, ενώ η ερμηνεία του Cassel στο ρόλο του επιθετικού (μα και υπεκφεύγοντος), ακόμα και βίαιου (η βία μερικές φορές συνιστά κραυγή για βοήθεια) αδερφού, κατορθώνει να είναι ενοχλητική και αξιοσημείωτη συγχρόνως. Εύκολη λεία για μελοδραματισμό το συγκεκριμένο, αν δεν υπήρχε η τολμηρή κινηματογραφική προσέγγιση του σκηνοθέτη.

Καδράροντας – σχεδόν – τα πάντα σε ανελέητα, αδυσώπητα σφιχτά κοντινά, δημιουργεί ένα είδος μετα-αφήγησης που προσκαλεί (και ενθαρρύνει) τον θεατή όχι μόνο να αφουγκραστεί, αλλά και να παρατηρήσει διεξοδικότερα τούτους τους (υπερ)εξαντλημένους χαρακτήρες. Και καθώς συμβαίνει αυτό, οι λέξεις – μεμονωμένες – ενδιαφέρουν (ή ενοχλούν) όλο και λιγότερο : ο φρενήρης ρυθμός τους κι ο εξπρεσιονιστικός τους αντίκτυπος , έρχονται στο προσκήνιο. Το προκύπτον αισθητικό (και αισθητηριακό) μπαράζ είναι ευφυώς αποτελεσματικό και παράδοξα επιδραστικό.

Τα επίμονα γκρο-πλαν (που απο-θεατροποιούν πλήρως το όλο εγχείρημα), μετατρέπουν τα πρόσωπα σε τοπία του εσωτερικού δράματος (και της δραματικότητας) των χαρακτήρων. Κι είναι αυτά που επιτρέπουν στον σκηνοθέτη να φτάσει στην καρδιά της βιωμένης εμπειρίας που κουβαλούν οι τελευταίοι : στις θαμμένες μνήμες, στην ανείπωτη θλίψη και – τελικά – στη βαθιά αγάπη του ενός για τον άλλο. Το φιλμ υψώνεται πάνω από την εγγενή θεατρικότητα του πρωτότυπου υλικού, χάρη στην διαρκή οπτική εφευρετικότητα του σκηνοθέτη που ανακυκλώνει φωτισμούς υψηλής αντίθεσης και μετατοπίζει τα χρώματα. Αιφνίδια πλονζέ και κοντρ-πλονζέ, περίεργες γωνίες λήψης και απότομες μεταθέσεις της κάμερας, θολοί φακοί, δημιουργούν την αίσθηση ενός περιβάλλοντος που συνθλίβει τους χαρακτήρες, «μικραίνοντας» ή «γιγαντώνοντας» (ψευδεπίγραφα) την ύπαρξή τους.

Χώρος δράσης – σχεδόν εξ ολοκλήρου (πλην της σεκάνς που έχει ο ήρωας σε ένα αυτοκίνητο με τον μεγάλο αδερφό) – η οικογενειακή εστία και ο μικρόκοσμός της. Ιδωμένος μέσα απ’ την εξαιρετικά διαυγή και μεταβλητή ματιά ενός νεκρού που ζει με δανεικό χρόνο, ο τελευταίος σταδιακά αποκτά την αύρα ενός ανεκτίμητου παραλογισμού, ο οποίος – αν και κατά διαστήματα αγγίζει (και ίσως συγκινεί) τον θεατή – (πάνω απ’ όλα) αποπνέει την αίσθηση μιας μασκαράτας: της φάρσας της ζωής μέσα απ’ τα μάτια του θανάτου. Οι οικογενειακές σχέσεις και ο επικείμενος θάνατος, φιλτράρονται – μέσω του λυρικού ύφους του Dolan – με μια πολύ συγκεκριμένη, εσωτερική συνοχή, που υποχρεώνει τους ερμηνευτές να αναζητήσουν το δρόμο τους… αχνοπατώντας μέσα από ορισμένες πολύ δύσκολες, (ενίοτε) δυσδιάκριτες γραμμές.

«Φοβόμαστε το χρόνο. Το χρόνο που θα μας αφιερώσεις», λέει η μητέρα στον ήρωα. «Αν ξέραμε γιατί έχεις έρθει, τότε θα χες ήδη φύγει ή δεν θα ερχόσουν καθόλου», του επισημαίνει ο μεγάλος αδερφός. Το στιγμιαίο «χάσιμο» στην αγκαλιά της μάνας, σαν κούρνιασμα-επιστροφή στη γενέθλια μήτρα. Ένα φευγαλέο κοίταγμα έξω απ’ το ανοιχτό παράθυρο – και μέσα απ’ τις διάφανες κουρτίνες που λικνίζονται σαγηνευτικά στο ευεργετικό αεράκι – στην αυλή με τις «νεανικές αναμνήσεις» (μνήμες απ’ τα πρώτα ομοερωτικά σκιρτήματα, τις πρώτες συνευρέσεις, τα πρώτα τσιγαριλίκια, τις πρώτες ουσίες, αλλά κι απ’ το άκουσμα της είδησης του θανάτου του πρώτου του εραστή, αποτυπώνονται στο γνώριμο, vintage ύφος του δημιουργού).

Κι η ξαφνική επιθυμία της μάνας να τον «απαθανατίσει» σε μια φωτογραφία, τη στιγμή που το βλέμμα του της θυμίζει ακριβώς εκείνο του πατέρα του. Και μια μέρα που πρέπει να λήξει – τι ειρωνεία – όπως ξεκίνησε. Χωρίς υποχρεώσεις και σκοπιμότητες. Και βέβαια – το πιο απλό (;) – ωραία. Τι γίνεται όμως όταν προσπαθείς να μαζέψεις όλο το θάρρος που σου χει απομείνει για να ανακοινώσεις κάτι τόσο δύσκολο και διαπιστώνεις πως κι άλλοι – με τη σειρά τους – σε περιμένουν για να τους ενθαρρύνεις; Μέσω μιας αρνητικά φορτισμένης δίνης, μιας δυσαρέσκειας που επιτείνει το «ανείπωτο», μιας σειράς αναμνήσεων (ονειρική διαφυγή σε ένα σύμπαν όπου βασιλεύει – ως κοντράστ – η αρμονία και η αταραξία), μιας επικοινωνίας στην οποία έχουν προκληθεί ανήκεστες βλάβες και μιας αδελφικής σχέσης αγάπης-μίσους, ο Dolan δημιουργεί μια σκοτεινή, υπερτροφοδοτημένη χορογραφία γύρω από το ειδεχθές «ντεκόρ» μιας μεσοαστικής οικογένειας, στην οποία η υπερβολή μοιάζει να λειτουργεί ως κανόνας.

Ανάμεσα στην τεράστια επιτυχία του “Mommy” και στο – επερχόμενο – πρώτο χολιγουντιανό του φιλμ “The Death and Life of John F. Donovan” με πρωταγωνίστρια την Jessica Chastain, ο Dolan γυρίζει τούτο δω το «μικρό» ψυχόδραμα, αναμειγνύοντας (ίσως και με κάποια σχετική αβεβαιότητα) παλαιότερα με νέα στοιχεία που το κάνουν να μοιάζει έργο μεταβατικό. Τα υπέρ και τα κατά των προηγούμενων ταινιών του (αφηγηματική καινοτομία, στιλιστική επιτήδευση, οπερατική φιλοδοξία), που μπορούν να σε θαμπώσουν ή να σε εξαγριώσουν μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, είναι εδώ. Ακόμα, όμως, κι όταν οι προσπάθειές του παραπαίουν εξαιτίας άνισων τόνων ή ακανόνιστων ανατροπών, ο ίδιος μοιάζει πάντα να τη «γλυτώνει» – καθώς οι εντυπωτικοί, παθιασμένοι χαρακτήρες του μπολιάζουν κάθε νέο εγχείρημα με φρέσκια, τολμηρή και ελκυστική διάθεση.

Για εκείνους που υπολήπτονται τη μέθοδό του, το συγκεκριμένο λειτουργεί σχεδόν τέλεια. Η στάση της mise-en-scène σε συνδυασμό με την έντονη μοιρολατρία και καταθλιπτικότητα του θεατρικού, είναι σίγουρο πως θα δημιουργήσουν – με το καλημέρα – βαθύ ρήγμα (αλλά και πότε δεν δίχασε ο Dolan κοινό και κριτικούς σφόδρα;) ανάμεσα σε κείνους που θα συμφωνήσουν να εισέλθουν στο συγκεκριμένο σύμπαν και σε όσους – κατηγορηματικά – το απορρίψουν. Οι πρώτοι θα συνταχθούν με τους υπόλοιπους χαρακτήρες του φιλμ, που αναρωτιούνται αν ο ήρωας έχει το δικαίωμα (μετά από τόσα χρόνια) να επιστρέψει. Γι αυτό και – ενώ επιστρέφει (ακόμα) ζωντανός – αντιδρούν λες κι επιστρέφει από έναν … απρόσμενο θάνατο. Ένα ευρύ φάσμα αντιδράσεων – απ’ την εξιδανίκευση ως την οργή κι από την ενοχή μέχρι την άρνηση – ξεδιπλώνεται στο φακό του σκηνοθέτη.

Ο ήρωας θα πρέπει – πλέον – να συμβιβαστεί όχι μόνο με τον δικό του επικείμενο θάνατο, αλλά και με τον «θάνατο» που η ίδια η οικογένεια βίωσε την πρώτη φορά που έφυγε μακριά. Και τελικά, θα φτάσει κι ο ίδιος στο σημείο να αναρωτηθεί: έχει ή όχι το δικαίωμα να διαταράξει την κατάσταση των πραγμάτων; Μπορεί να (ξανα)φύγει – όπως ήρθε – δίχως κουβέντα; Είναι – άραγε – σε θέση κανείς να αντιληφθεί τον ψίθυρο, τα αργά νεύματα, την βουβή «κραυγή» που αντηχεί – ξανά και ξανά – μέσα του, καθώς ο χρόνος αμείλικτα κυλά; Ο χρόνος που …«τελειώνει». Μια γρήγορη ματιά στο ρολόι του τοίχου και σε κείνο του χεριού. O κούκος που σημαίνει – βασανιστικά – τις ώρες που ξοδεύτηκαν. Ένα σπουργίτι που άξαφνα ξεμυτά απ’ το κουτί του ρολογιού κι αρχίζει να φτεροκοπά, χτυπώντας δεξιά-αριστερά στους τοίχους του σπιτιού…. μέχρι να καταλήξει άψυχο στη μοκέτα, πλάι στην πόρτα που «κλείνει» πίσω του ο ήρωας. Ίσως για πάντα!

Juste la Fin du Monde, του Xavier Dolan
Είδος: Δράμα
Διάρκεια: 99'

*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine

 

_
Παναγιώτης Μπούγιας
- γράφει για το Artcore
1
Μοιράσου το