La La Land, του Damien Chazelle
Δίνουν ενήλικη υπόσταση σε ευχές, που αν τις ξεστομίσουμε με κανονική φωνή κι όχι τραγουδώντας μοιάζουν ανεπίτρεπτα παιδικές. Τα μιούζικαλ, αν δεν σε παρασύρουν σε μία ιδιόμορφη μίξη κεφιού και αναστεναγμού, είναι καταδικασμένα να χάσουν το παιχνίδι. Το μιούζικαλ είναι υποχρεωμένο να στοχεύσει στην καρωτίδα του θυμικού ακαριαία. Αν καθυστερήσει, θα βρει τις αντιστάσεις υψωμένες και έτοιμες για άμυνα.
Η νέα ταινία του Damien Chazelle κινείται σε μουσικό τέμπο που προσομοιάζει όχι τόσο με το μεγάλου του σουξέ “Whiplash” (2014), αλλά με το λιγότερο γνωστό και πέρα για πέρα «τζαζοειδές» ντεμπούτο του “Guy and Madeleine on a Park Bench” (2009). Και δίνει ευθύς εξαρχής το στίγμα της, τόσο με έναν εμφατικό και αβανταδόρικο τρόπο όσο και με ένα υπαινικτικό κλείσιμο του ματιού. Αρχικά, ένα πανοραμικό και στροβιλιζόμενο μουσικό-χορευτικό νούμερο, που ξεδιπλώνει τις χάρες του σε ένα μποτιλιαρισμένο αυτοκινητόδρομο λίγο έξω από το Λος Άντζελες και φιλοδοξεί να σε γραπώσει από τα μάτια και τα αυτιά. Αμέσως μετά, μία παιχνιδιάρικη λεπτομέρεια που σε βάζει πλαγίως (και πιο ουσιωδώς) στο κλίμα της σύμβασης που θα επακολουθήσει.
Η ιστορία μας ξεκινά μέσα στο καταχείμωνο, αλλά η λαμπερή λιακάδα λούζει τα πάντα. Ο Chazelle θα χωρίσει την ιστορία του σε κεφάλαια που κινούνται εποχιακά, αλλά δεν χαρακτηρίζονται από οποιαδήποτε διαφοροποίηση στις καιρικές συνθήκες που επικρατούν. Καλώς ήρθατε στη “La La Land”. Παρεμπιπτόντως, ο τίτλος της ταινίας έχει διττή σημασία. Αφενός, είναι ένα από τα πολλά παρατσούκλια που κυκλοφορούν για το Λος Άντζελες, αφετέρου είναι ένας νεολογισμός που υποδηλώνει την ανεξήγητη και κάπως αβάσιμη ευφορία. Καλώς ήρθατε, λοιπόν, στον τόπο όπου το φως δεν ξεφτίζει ποτέ, ακόμη κι όταν σουρουπώνει. Στον τόπο όπου τίποτα δεν έχει αλλάξει από τις χρυσές εποχές της τζαζ σκηνής και του Χόλιγουντ. Στον τόπο, όπου όλα τα νεαρά αγόρια και κορίτσια, όμορφα, ταλαντούχα και παθιασμένα, έρχονται για να ονειρευτούν και να συντριβούν.
Ο Ουμπέρτο Έκο, γράφοντας για την ταινία «Καζαμπλάνκα» (την οποία λάτρευε να μισεί) εξέφρασε την άποψη ότι το μυστικό της διείσδυσής της στον συναισθηματικό πυρήνα του θεατή έγκειται στην καταιγιστική, αλλά ολότελα καλοζυγισμένη, συρροή των κλισέ. Ένα κλισέ μοιάζει βαρετό, λίγα ή αρκετά κλισέ μπορούν να προκαλέσουν εκνευρισμό, αλλά μία συμπαγής αλυσίδα από αυτές τις συμβολικές σημαδούρες είναι ικανή να υψωθεί στη σφαίρα της οικουμενικής διήγησης, της πανανθρώπινης αλληγορίας. Ετοιμαστείτε, λοιπόν, για ένα καταιγισμό από αρχετυπικές καταστάσεις, ιδίως σε ό,τι αφορά τον χαρακτήρα που υποδύεται ο Ryan Gosling.
Ένας εμμονικός ερημίτης της τζαζ, που ζει όχι ακριβώς στο παρελθόν, αλλά σε μία παραισθησιογόνα λάμψη ενός πάλαι ποτέ γοήτρου. Ενός πρεστίζ που επιβιώνει και μεταδίδεται στον χρόνο, σαν μία αταβιστική και μηχανιστική επίκληση αυθεντίας. Ο Sebastian έχει αυτόκλητα επωμιστεί τον ρόλο του θεματοφύλακα μίας κληρονομιάς που δεν πρέπει με τίποτα να εκλείψει. Την ίδια στιγμή, βέβαια, η λατρευτική του αρτηριοσκλήρυνση δεν φέρει τίποτα το σκοτεινό, δεν προκαλεί ούτε μισό λεκέ στην αστραφτερή γοητεία της πανοπλίας του.
Βρισκόμαστε στη “La La Land”, μην το ξεχνάτε (και ο Chazelle δεν θα σας αφήνει ούτε στιγμή να το ξεχάσετε)! Η παρτενέρ του Sebastian, η Mia της Emma Stone, με τα τσαχπίνικα φορέματα και τα βαθουλά μάτια που στάζουν επιθυμία, είναι κι αυτή παιδί της ίδιας good old American μήτρας, που γεννοβολά ασταμάτητα όνειρα. Μοιάζει, όμως, λίγο πιο στέρεα βιδωμένη στο dance floor της ταινίας, λίγο πιο οικεία μέσα στην υποδειγματική της τελειότητα.
Το “La La Land” δεν διαθέτει απλώς θέλγητρα, αλλά βρίθει από δαύτα, σε σημείο που ορισμένες στιγμές αφήνεσαι ολοκληρωτικά στη χάρη του. Ξεκινώντας από τα πλέον προφανή, όπως τη λάμψη του διδύμου του, τα ρυθμικής εντέλειας χορευτικά του, τη σινεμασκόπ χρωματική του παλέτα, το μελαγχολικό tune του τραγουδιού “City of Stars” που έρχεται να δώσει τον απαραίτητο γλυκόπικρο τόνο στην τραμπάλα μελό και κεφιού.
Και μέσα σε όλα αυτά, το “La La Land” βρίσκει ανά σημεία τον παντελώς δικό του αυτάρκη τόνο, χωρίς την ανάγκη της ετερόφωτης παραπομπής (θα επανέλθουμε σε αυτό αναλυτικά, αμέσως μετά). Όπως στην υπέροχη και αστεία σκηνή της πρώτης (ουσιαστικής) γνωριμίας των δύο πρωταγωνιστών. Όπως σε ένα ανεπαίσθητο ενσταντανέ, στο οποίο ο χαρακτήρας της Emma Stone αντιλαμβάνεται χάρη στο σινεμά, σε πρώτη και δεύτερη αντανάκλαση, ότι το να ερωτευτείς, εν μέσω ενός σκληρού κόσμου γεμάτου βαρίδια, είναι μάλλον η μεγαλύτερη επιτυχία που μπορείς να βιώσεις.
Όπως η υπενθύμιση ότι η αποτυχία κι η επιτυχία, το καινοτόμο και το παραδοσιακό δεν είναι παρά δύο όψεις όχι μόνο του ίδιου νομίσματος, αλλά ενός νομίσματος που έχει τοποθετηθεί σχεδόν μαγικά στα χέρια μας, χωρίς να είμαστε υποχρεωμένοι να ρίξουμε κορώνα-γράμματα. Όπως, ακόμη ακόμη, η παιχνιδιάρικη casting επιλογή του John Legend, για ένα ρόλο που ταιριάζει γάντι με την πραγματική του περσόνα, ως αναβιωτή μίας παλιάς μουσικής κόπιας, μέσα από το μπόλιασμα με μοντέρνα στοιχεία. Όπως το ότι το όνειρο δεν είναι ποτέ ένα και μονοκόμματο, αλλά έχει πολλές πτυχές και όψεις και είναι σύμφυτο με την απώλεια, που πολλές φορές μπορεί να είναι και δυσβάσταχτη.
Το μοναδικό, αλλά σαφώς άξιο αναφοράς, πρόβλημα του υπογράφοντος με το “La La Land” εντοπίζεται (όσο κι αν φαίνεται παράδοξο) σε μία αρετή του ή για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, στο εκ πρώτης όψεως βασικό κι αδιαμφισβήτητο ατού του. Ο Chazelle πλουτίζει την ταινία του με αμέτρητες κινηματογραφικές και κάθε είδους πολιτισμικές αναφορές, σε βαθμό που τις μετατρέπει σε απαραίτητο, αν όχι και μοναδικό, υπόβαθρό του “La La Land”. Ένα προστατευτικό χαλί, που αν αποτραβηχτεί απότομα κάτω από τα πόδια της ταινίας, αυτή θα μείνει να κοιτά γουρλωμένη ένα πανέμορφο κενό.
Είναι πράγματι πάρα πολύ δύσκολο να ψέξει κανείς τον Chazelle τόσο για το θάμβος των αναφορών του όσο και για τη λειτουργική τους αξιοποίηση. Από τα πιο «μάγκικα» μιούζικαλ της MGM ώς τα ανάλαφρα σαν πούπουλα των “Gene” Kelly και Fred Astaire. Από τη σκληρή γλυκάδα του κόσμου του Jacques Demy [“Les demoiselles de Rochefort” («Οι δεσποινίδες του Ροσφόρ») πρωτίστως και έπειτα το θρυλικό “Les parapluies de Cherbourg” («Οι ομπρέλες του Χερβούργου»)] ώς τo α λα Καζαμπλάνκα φινάλε (ο Sebastian θα μπορούσε κάλλιστα να ξεστομίσει κάτι σε: “Of all the jazz joints, she walks into mine”). Τα πάντα είναι δεμένα και κουμπωμένα με πανέμορφες ζώνες ασφαλείας στο όχημα του “La La Land”, καμία αντίρρηση.
Όταν, όμως, καταλαγιάσει όλος ο κουρνιαχτός της αστερόσκονης, προκύπτει (ή τουλάχιστον προέκυψε σε μένα) μία αναπάντεχη κι απρόσκλητη αμηχανία. Σαν την αίσθηση όχι της ανάπλασης μίας μακρινής και ονειρώδους εποχής (το “La La Land” στην ουσία διατείνεται με πάθος ότι δεν είναι μία τέτοια ταινία), αλλά μίας ξενάγησης σε ένα δανεικό και εν τέλει ξένο συναίσθημα. Σαν μία υποψία ότι το “La La Land” παγιδεύεται στην ίδια ενέδρα που στριμώχνεται και ο ήρωας του Ryan Gosling.
Σαν μία τεχνητή και τρομερά φορτική επίκληση αυθεντίας, η οποία ξεπερνά τα πιο μετρήσιμα μεγέθη κι εκτείνεται στο εξ ορισμού διάχυτο συναίσθημα, που πρέπει εδώ πάση θυσία να καλουπωθεί. Σαν ένα δάχτυλο που δεν είναι άκαμπτο, αλλά κινείται σε ένα όμορφο ρυθμό, το οποίο όμως δεν παραλείπει να σου υποδείξει το μάθημα που πρέπει να αποστηθίσεις: πως τότε έτσι όμορφα ένιωθαν, πως εσύ δεν νιώθεις έτσι όμορφα τώρα, πως εσύ θα έπρεπε να νιώσεις έτσι όμορφα τώρα ως θεατής, αλλά ακόμη κι εκτός της αίθουσας.
La La Land, του Damien Chazelle
Είδος: Κωμωδία, Δράμα, Μιούζικαλ
Διάρκεια: 128'
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine