Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

All Is Lost, του J.C. Chandor

feature_img__all-is-lost-tou-j-c-chandor
Στο “All Is Lost”, οι περισσότεροι θαύμασαν την μεγάλη ερμηνεία ενός ανθρώπου που δεν έχει ανάγκη να αποδείξει πια τίποτα. Αναμενόμενο. 

Ο Robert Redford εδώ, είναι γιγάντιος. Κανείς δεν θα σε κατηγορήσειαν πεις ότι κουβαλάει στις πλάτες του όλη την ταινία, ότι της δανείζει ζωή με την βασανισμένη σάρκα του, το αυλακωμένο απ’ την εμπειρία πρόσωπό του, τις -φορτωμένες οντολογικούς απόηχους- χειρονομίες του. Ο (ανώνυμος άρα και πιο αρχετυπικός στη σημασία του) ήρωας του Redford, παλεύει κόντρα στην κοινή ανθρώπινη μοίρα: τον Θάνατο. Η θάλασσα και οι φουρτούνες της είναι το πρόσχημα. Κι αν έχεις όρεξη να τα σκαλίζεις ψάχνοντας για σύμβολα, ολόκληρο το “All Is Lost” μπορείς να το εισπράξεις σαν μια καλοστημένη αλληγορία για την αναπόδραστη πορεία προς το Μηδέν.

Με το που ξεκινάει η ταινία, το σκάφος του άγνωστου ιστιοπλόου τρυπιέται από το ξεκάρφωτο κοντέινερ που πιθανότατα ξέφυγε από κάποιο φορτηγό πλοίο. Μοιάζει παράλογο, απίθανο, εντελώς εξωπραγματικό. Μήπως όμως κι ο Θάνατος χτυπάει διαφορετικά; Ειδοποιεί, ανακοινώνει, έρχεται κατόπιν προσκλήσεως; Τα γηρατειά τον καθιστούν βέβαια αναμενόμενο αλλά ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για να θέλει ζει σε πείσμα κάθε προγνωστικού. Έτσι κι ο ήρωας μας, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στη δύση του βίου του, αρνείται να εγκαταλείψει, να αφεθεί στο αναπόφευκτο. Οι συνεχόμενες αναποδιές, τα συσσωρευμένα στραπάτσα, οι καταστροφές, κεντρίζουν ακόμα περισσότερο το ένστικτο της επιβίωσης. Η Ζωή επιμένει, πασχίζει να επιβληθεί στην ανελέητη νομοτέλεια των πραγμάτων και της φύσης (εδώ η έννοια είναι διττή: από τη μία η Φύση, αδίστακτη μάνα που δοκιμάζει τα παιδιά της, εκδηλώνοντας τη μανία της με καταιγίδες και θεόρατα κύματα, από την άλλη η ανθρώπινη φύση, πεπερασμένη, εύθραυστη, προορισμένη για την τέφρα και το Τίποτα).

Επινοητικός, αεικίνητος, εύστροφος και μαχητικός, ο ιστιοπλόος του Redford δεν τα παρατάει. Αγωνίζεται. Η σωματική φθορά δεν τον εμποδίζει να στέκεται όρθιος, κρατώντας με νύχια και με δόντια το πηδάλιο της ύπαρξής του. Προσπάθησε και προσπαθεί. Το σκάφος είναι η ζωή του, με τα κειμήλιά της, τις καθαγιασμένες μνήμες της, τα εγχειρίδια επιβίωσης, τους πόρους και τις προμήθειές της, με όλο το υλικό και πνευματικό βάρος της. Ό,τι δημιούργησε, ό,τι έχτισε, ό,τι βάλθηκε να υψώσει σαν ανάχωμα κόντρα στις θεομηνίες του κόσμου. Καθώς βλέπει το έργο του (γιατί η ζωή του καθενός είναι το έργο του, το αποτέλεσμα των πράξεων του, μια σειρά-καταδικασμένων εξ’ αρχής στην αποτυχία-προσπαθειών για λίγη ευτυχία) να αποσυντίθεται, η ψυχή του μαυρίζει, όμως αυτός δε λυγάει. Μέχρι το τέλος θα επιμείνει για να διασώσει το μοναδικό αληθινό κτήμα του: το σώμα του που κι αυτό είναι ταγμένο στο σκοτάδι από την πρώτη στιγμή.

Είναι σπαρακτικός και ταυτόχρονα απόλυτα επιβλητικός ο τρόπος που ο Redford αποδίδει την εικόνα μιας τέτοιας, υπεράνθρωπης αξιοπρέπειας. Με μοναδικό του όχημα τα εκφραστικά του μέσα, το βλέμμα, τις κινήσεις και τη στάση του κορμιού του, αυτός ο θρύλος του κινηματογράφου αναλαμβάνει να δώσει υπόσταση σε μια, θρησκευτικής υφής, παραβολή για την εγκαρτέρηση, την περηφάνια (όχι την αλαζονεία), το μεγαλείο του να δίνεις μια μάχη που ενώ από την αρχή γνωρίζεις την έκβαση της, δεν λιποψυχάς. Κι όλα χωρίς την παραμικρή βοήθεια από τον Λόγο ( στην ταινία ακούγονται ελάχιστες λέξεις), αυτόν τον αιώνιο ψεύτη που μας πείθει ότι μπορούμε, χρησιμοποιώντας τον, να βρούμε νόημα και σκοπό στο –αδιάφορο για τις εφήμερες ζωούλες μας- χάος του σύμπαντος. Αυτό μας οδηγεί στο να θαυμάσουμε ανεπιφύλακτα, εκτός από τον ίδιο, και τον σπουδαίο σκηνοθέτη του.

Αν η συγκλονιστική, πέρα από κάθε περιγραφή, επίπονα σωματική (υπάρχουν στιγμές που νιώθεις το νερό να μουσκεύει τη δική σου σάρκα, τέτοια είναι η υπέροχα εύγλωττη κινησιολογία του παιξίματος του), σχεδόν βουβή ερμηνεία του Redford, αξίζε, όχι μόνο το Oscar αλλά κάθε βραβείο ερμηνείας που υπάρχει, η αντίστοιχα δωρική σκηνοθεσία του J.C. Chandor πρέπει να εκτιμηθεί εξίσου. Γιατί την τόλμη μιας δημιουργικής επιλογής που αποκλείει τις λέξεις (πέρα από τους διαλόγους, απουσιάζει και οποιοδήποτε χειριστικό voiceover που θα μπορούσε να εκβιάσει το συναίσθημα του θεατή) σε μια τέτοια ιστορία ασκητικής μοναξιάς και αποκλεισμού, δεν την διαθέτουν πολλοί καταξιωμένοι συνάδελφοί του. Το “All Is Lost” δεν είναι απλώς μια ταινία για την αξιοπρέπεια της στωικής απαντοχής, είναι μια ταινία για την αξιοπρέπεια γενικά. Ο Chandor δεν καταδέχεται επ’ ουδενί να μας εκμεταλλευτεί, να παίξει με τους δακρυγόνους αδένες μας το γνωστό παιχνίδι των εύκολων συγκινήσεων. Το δράμα του ήρωα του είναι το δικό μας δράμα, το δράμα της θνητότητας.

Γι’ αυτό και δεν μας τοποθετεί από την άλλη μεριά του καθρέφτη για να παρακολουθήσουμε απ’ την ασφάλεια του μικροαστικού εγκλεισμού μας, τις κακουχίες ενός ταλαίπωρου ναυτικού και να τον συμπονέσουμε γενναιόδωρα. Ξέρει ότι μια τέτοια συμπόνια είναι υποκριτική και προκύπτει από ένα αίσθημα ανωτερότητας που νιώθει ο ευνοημένος απέναντι σε όποιον βρίσκεται σε χειρότερη μοίρα από τον ίδιο. Όμως ο ήρωας του δε ζητά την λύπησή μας, απαιτεί τον σεβασμό μας. Τον ίδιο σεβασμό που οφείλουμε σε κάθε ανθρώπινο ον που αρνείται να εγκαταλείψει τη μάχη.

Χωρίς μελοδραματικά αφηγηματικά τεχνάσματα, φορμαλιστικούς πειραματισμούς ή την οποιαδήποτε τάση επίδειξης, η σκηνοθετική προσέγγιση του Chandor, μινιμαλιστική και ουσιώδης, αναδεικνύει την πιο ανθρώπινη διάσταση ενός τέτοιου αγώνα επιβίωσης: αυτήν που μακριά από τυμπανοκρουσίες και επικούς παιάνες, παραμένει σιωπηλή, αφορώντας τους σφιγμένους μύες, το αποφασισμένο βλέμμα και την απελπισμένη ανδρεία του ν’ αντικρίζεις το κοινό πεπρωμένο χωρίς ψευδαισθήσεις. Αυτή είναι μια τραγωδία χωρίς μάρτυρες, στο τέλος της οποίας δεν (μας) περιμένει καμία κάθαρση. Εκτός από εκείνη που εμείς οι ίδιοι επιφυλάσσουμε στον εαυτό μας. Καμιά φορά, δεν πρόκειται για τίποτα περισσότερο από την τελική παραδοχή ότι το παλέψαμε. Αποτύχαμε αλλά το παλέψαμε. Όταν όλα τα άλλα έχουν χαθεί, αυτή είναι μια σκέψη που μπορεί να μας συντροφέψει στην τελική έξοδο. Και ίσως να κάνει ό,τι προηγήθηκε, να μοιάζει κάπως λιγότερο μάταιο.

All Is Lost, του J.C. Chandor
Είδος: Περιπέτεια, Δράση, Δραματκή
Διάρκεια: 106'

*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine

_
Γιάννης Σμοΐλης
- γράφει για το Artcore
1
Μοιράσου το