57ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Love, Love, Love, του Κώστα Ζάππα
Η ιστορία περιστρέφεται γύρω απο τη Στέλλα, μια σαραντάρα μητέρα που βγάζει τα προς το ζήν χορεύοντας σε έναν παλιό κινηματογράφο που έχει μετατραπεί σε μπαρ με αισθησιακές χορεύτριες. Θα γνωρίσει τον Φάνη, οι δυο τους θα ερωτευτούν, αλλά σύντομα θα συνειδητοποιήσουν ότι ο γιος του Φάνη και η κόρη της Στέλλας διατηρούν μια αρρωστημένη ερωτική σχέση, η οποία μπορεί να μπει εμπόδιο στον έρωτά τους…
Το πρώτο πράγμα που κάνει κακή εντύπωση στη νέα ταινία του Ζάππα, πέρα απο τη σύγχυση που προσφέρουν οι αλλόκοτες ερμηνείες, είναι ένας έντονος ερασιτεχνισμός που βρίσκεται διάχυτος σε όλα τα στοιχεία της. Φωτισμός, μοντάζ, καδράρισμα, διεύθυνση φωτογραφίας, όλα θυμίζουν παραγωγή σχολικού επιπέδου, γραμμένη στο πόδι και εκτελεσμένη απο κάποιον που δεν έχει ξανακάνει στη ζωή του σινεμά. Επειδή όμως γνωρίζουμε ότι στην περίπτωση του Κώστα Ζάππα δεν ισχύει κάτι τέτοιο, υποθέτουμε ότι, ενδεχομένως, αυτό που προσπάθησε να κάνει ήταν να προσδώσει μια νότα αλλόκοτου και πειραματικού στην κινηματογράφησή του, εμπνεόμενος ίσως απο τον Lars von Trier με τον οποίο έχουν συνεργαστεί. Δύσκολα, όμως, μπορεί κανείς να δεχτεί μια σειρά απο ασυγχώρητες και ανυπόφορες κακοκοτεχνίες ώς πειραματισμό με τη φόρμα, όταν τα περισσότερα πλάνα φαίνεται να είναι άνευ λόγου και αξίας και γυρισμένα κατά αυτόν τον τρόπο.
Οι αλλόκοτες, σχεδόν μη ανθρώπινες ερμηνείες δημιουργούν ακόμα πιο άσχημη εντύπωση. Από μέτριες μέχρι γελοιωδώς κακές (υπήρξαν πολλές στιγμές που η αίθουσα δονήθηκε απο τα γέλια σε, θεωρητικά, καθόλου αστείες σκηνές), οι ηθοποιοί μοιάζουν να απαγγέλουν τις ατάκες τους χωρίς την παραμικρή σκηνοθετική καθοδήγηση, χαμένοι ανάμεσα σε μανιέρες μανιακής υπερβολής και ενοχλητικά γέλια. Πασχίζουν να μεταφέρουν αφελείς και ξύλινους διαλόγους και φαίνεται να υποφέρουν μέσα στα στενάχωρα και καταθλιπτικά καδραρίσματα του σκηνοθέτη.
Ενδεχομένως, ο Ζάππας να θέλησε να σπάσει πλάκα μαζί μας· με ένα φεστιβαλικό κοινό που είχε τουλάχιστον την περιέργεια να αναμετρηθεί με τη δημιουργία ενός σκηνοθέτη που είτε είναι αρεστός είτε όχι, παραμένει αντισυμβατικός, έχει το δικό του στυλ και παραμένει συνεπής στις ιδέες του, έχοντας κάτι ουσιαστικό να πει στις περισσότερες των περιπτώσεων. Αν η συνέπειά του προκαλεί τον θαυμασμό, είναι σχεδόν αδύνατο να του συγχωρέσεις το εν λόγω κινηματογραφικό του ατόπημα που σε έναν άλλο κόσμο, ίσως, θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ως ένα ερωτικό θρίλερ με μικρές δόσεις κατάμαυρου χιούμορ. Η ταινία που παρακολουθήσαμε, ωστόσο, με μεγάλη δυσκολία μπορεί να χαρακτηριστεί επαγγελματική προσπάθεια, καθώς την παρακαλουθείς περισσότερο σαν φιλμικό αξιοπερίεργο παρά σαν οτιδήποτε άλλο.