Snowden, του Oliver Stone
Ο Snowden υπήρξε συνεπής ιδεαλιστής (ή, τουλάχιστον, έτσι θέλει ο Stone να τον δούμε), μπήκε στις μυστικές υπηρεσίες προκειμένου να υπηρετήσει τη «μαμά πατρίδα» -μετά από ένα ατύχημα στη στρατιωτική εκπαίδευσή του που του στέρησε τη δυνατότητα να ακολουθήσει καριέρα καταδρομέα- και σιγά σιγά άρχισε να αντιλαμβάνεται -κάλλιο αργά παρά ποτέ- ότι έχει θέσει το εντυπωσιακό μυαλό του στην υπηρεσία ενός απίστευτα πολύπλοκου δικτύου παρακολούθησης της ιδιωτικής ζωής των πολιτών, το οποίο λειτουργεί κρυφά, παράνομα και -φυσικά- χωρίς τον παραμικρό σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα ή τις συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες.
Ως ιδεαλιστής, λοιπόν, αυτό το σύστημα (το οποίο χρησιμοποιούσε, από ένα σημείο και μετά, κι ένα πρόγραμμα που έφτιαξε ο ίδιος, για σκοπούς πέρα για πέρα ανήθικους), αποφάσισε να το συντρίψει. Πώς; Βγάζοντάς τα όλα στη φόρα. Βραχυκυκλώνοντας την πελώρια μηχανή με το απόλυτο ξεμπρόστιασμα των λειτουργιών της. Ο Snowden αποφάσισε να χτυπήσει την κρατική εξουσία και τους μηχανισμούς της, καταφεύγοντας σε μια άλλη εξουσία: τον τύπο. Κι αυτή του την προσπάθεια να πει την ιστορία του στους δημοσιογράφους, ο Oliver Stone την έκανε ταινία. Και τι ταινία!
Είχε χρόνια ο σκηνοθέτης του “Platoon”, του “Born on the 4th of July” και του “JFK” να κάνει ένα αξιοπρεπές φιλμ. Χαμένος κάπου ανάμεσα στις εμμονές του και την άκαρπη αναζήτηση του παλιού ταλέντου του να αφηγείται -δημαγωγικά μεν, αλλά επιδέξια- εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πραγματικές ιστορίες με πολιτική χροιά, ο Stone έδειχνε ξοφλημένος, κι ήμασταν σίγουροι ότι δεν θα μας απασχολούσε ξανά με θετικό τρόπο. Να, όμως, που το κάνει! Και το “Snowden” δεν είναι απλώς αξιοπρεπές, είναι πολύ καλό. Ένα έργο τρομερά στημένο, άψογα μονταρισμένο, ως και -ω του θαύματος!- συναρπαστικό.
Έχουμε να κάνουμε με ένα πολιτικό θρίλερ βγαλμένο από τα 70′s, που θυμίζει τα καλύτερα δείγματα του είδους, απ’ το «Conversation» του Κόπολα (με πιο high-tech σκηνικό, όπως είναι λογικό), μέχρι το “Three Days of the Condor” του Sydney Pollack, το “Blow Out” του Brian De Palma και άλλα πολλά όμορφα, φέρνοντας στον νου μέχρι και σύγχρονα κατασκοπικά αριστουργήματα όπως το υπέροχο “Tinker, Tailor, Soldier, Spy”.
Το αφηγηματικό πλαίσιο (ένας άνδρας μόνος ενάντια σε μια διεφθαρμένη κυβέρνηση), από μόνο του ξυπνάει μνήμες ενός είδους σινεμά και μιας εποχής που αγαπάμε, κι ο τρόπος που φιλμάρει ο Stone την -μοραλιστική σε μεγάλο βαθμό- περιπέτεια του Snowden, σε κάνει να ξεχνάς ότι παρακολουθείς μια πραγματική ιστορία. Ακόμα κι αν γνωρίζετε το πώς εξελίσσονται τα πράγματα στη ζωή του πρωταγωνιστή (τον οποίο υποδύεται θαυμάσια ο Joseph Gordon-Levitt, ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του), η ταινία διαθέτει τη δυναμική για να σας κόψει την ανάσα.
Αν δε, αγνοείτε την ιστορία του Snowden, σας περιμένει μια πολύ έντονη κινηματογραφική εμπειρία. Πριν εξετάσουμε το περιεχόμενο του “Snowden”, πριν μιλήσουμε για την διαλεκτική του, οφείλουμε να παραδεχθούμε τον Oliver Stone ως κινηματογραφιστή, όπως το είχαμε κάνει στο JFK, αυτό το, ιδεολογικά προβληματικό, μάθημα σκηνοθεσίας, μοντάζ και αφηγηματικής δεινότητας.
Αν ο Stone έκανε κινηματογράφο τεκμηρίωσης, ντοκιμαντέρ ούτως ειπείν, θα είχαμε αρκετά να του προσάψουμε. Γιατί δεν ασχολείται ιδιαίτερα με τις αποχρώσεις, παραείναι ελαστικός και επιεικής με τον ήρωά του, δείχνει την κλασσική ροπή προς τη συνωμοσιολογία, οι πολιτικοί συλλογισμοί του έχουν μια δόση αφέλειας, και ο ιδεαλισμός του -ευθέως ανάλογος μ” αυτόν του Snowden – δεν τον αφήνει να πάρει τις απαραίτητες αποστάσεις που θα του επέτρεπαν να μας δώσει μια πιο σφαιρική περιγραφή του σκοτεινού κόσμου που αποκαλύπτει, πιο διαφωτιστική πληροφοριακά και λιγότερο φορτισμένη συναισθηματικά. Αλλά δεν γυρίζει ντοκιμαντέρ, οπότε οι ενστάσεις είναι, εν πολλοίς, άτοπες.
Το Snowden είναι, κατά κύριο λόγο, μια καλοφτιαγμένη περιπέτεια με πολιτικές (λόγω θέματος και εποχής) προεκτάσεις και προβληματισμούς σχετικά με την παγκόσμια κοινωνία του ελέγχου, την ιδιωτικότητα και τις συνεχόμενες παραβάσεις εις βάρος της (οι οποίες, όμως, δεν μπορούν να χρεώνονται αποκλειστικά και μόνο στις «κακές» κυβερνήσεις και τις «σατανικές» μυστικές υπηρεσίες, σε καιρούς που ο καθένας μας εκθέτει οικειοθελώς την προσωπική του ζωή στο διαδίκτυο -κι αυτή είναι μια από τις πιο «ζουμερές» διαλεκτικά θέσεις της ταινίας), τη σύγχρονη μορφή του πολέμου που δεν γίνεται μόνο με όπλα, το πολύτιμο της πληροφορίας που μετατρέπεται στη νέα μεγάλη ανταλλακτική αξία (ποιο χρήμα;!), τους νέους τρόπους άσκησης της εξουσίας κτλ.
Ευτυχώς, όμως, ο Stone δεν πολιτικολογεί ακατάσχετα εδώ, ενδιαφέρεται περισσότερο να δομήσει μια γερή ψυχαγωγική κατασκευή, με μπόλικο σασπένς, και σ’ αυτό τον τομέα παίρνει άριστα. Το Snowden δεν κάνει πουθενά «κοιλιές», δεν έχει ούτε μια περιττή σκηνή, ο ρυθμός του είναι γρήγορος αλλά όχι βιαστικός (υπάρχει χρόνος να σκιαγραφηθούν οι χαρακτήρες, να βαθύνουν καθώς εξελίσσεται το έργο, να πολλαπλασιάσουν τις διαστάσεις τους), οι σκηνές «αναπνέουν» και δημιουργούν κλίμα αγωνίας και ανασφάλειας, η ατμόσφαιρα ανασφάλειας «ποτίζει» κάθε γωνία του κάδρου, το μοντάζ είναι φρενήρες αλλά ποτέ βιντεοκλιπίστικο, η αισθητική είναι σύγχρονη αλλά μακριά από «γκατζετακισμούς» και τη φετιχοποίηση της τεχνολογίας που παρατηρούμε σε πολλά σημερινά κατασκοπικά θρίλερ.
Εν ολίγοις, το ρετρό στοιχείο συνυπάρχει με το μοντέρνο, ρετρό είναι η ιδεολογία του ήρωα και το θέμα (είπαμε, το μοτίβο «άνθρωπος εναντίον κράτους» έρχεται κατευθείαν απ’ τα πολιτικοποιημένα, κινηματογραφικά seventies), μοντέρνα είναι η εκτέλεση και η όψη (η δουλειά που έχει γίνει στους τεχνικούς τομείς, ειδικά στη φωτογραφία και την καλλιτεχνική διεύθυνση, είναι άρτια).
Τώρα αν κάποιοι είναι αποφασισμένοι να γκρινιάξουν οπωσδήποτε (ας μην ξεχνάμε ότι ο Stone, εξαιτίας των πολύ συγκεκριμένων πολιτικών του απόψεών, τις οποίες δεν δίστασε να μεταγγίσει στις ταινίες που επέλεγε να φτιάχνει, είναι ένας σκηνοθέτης σφόδρα αντιπαθής στους περισσότερους Έλληνες κριτικούς -ενώ στο εξωτερικό τον αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερο σεβασμό- που δημαγωγό τον ανεβάζουν, λαϊκιστή τον κατεβάζουν), θα γκρινιάξουν και δεν μπορεί να γίνει τίποτα γι” αυτό.
Θα πουν για την «αγιογραφία» του Snowden, τον συμπληρωματικό, στερεοτυπικά γραμμένο, χαρακτήρα της συντρόφου του, για την μονόπλευρη εξέταση περίπλοκων ζητημάτων, για τη «δαιμονοποίηση» της άλλης πλευράς (ο Rhys Ifans, δίνει μια καταπληκτική ερμηνεία, γεμάτη σημαίνουσες λεπτομέρειες και πτυχές, ως «κακός»), μπορεί να πουν ακόμα και για την έμφαση που δίνει ο Stone σε κάποια γεγονότα, κάνοντάς τα να δείχνουν πιο επικίνδυνα απ” όσο ήταν στην πραγματικότητα, προκειμένου να αυξήσει το ενδιαφέρον του θεατή, παραχαράσσοντας σκόπιμα την αλήθεια.
Σε κάθε περίπτωση, το σινεμά, κατά τη γνώμη μας πάντα, κρίνεται πρωτίστως απ’ την ικανότητά του να παρασύρει, να χτίζει ιλιγγιώδη αλλά πιστευτά σύμπαντα χωρίς την παραμικρή χαραγματιά απ” την οποία θα μπορούσε να γλιστρήσει η προσοχή εκείνου που παρακολουθεί αποσβολωμένος, να αιχμαλωτίζει το κοινό μέσα στην πλοκή και να το κάνει να χάνει εντελώς την αίσθηση του χρόνου, και όχι απ” το αν στέκεται αντικειμενικά απέναντι στις αλήθειες των συμβάντων (πόσες αφηρημένες έννοιες σε μια πρόταση!) -ας επωμιστούν οι καλοί δημοσιογράφοι αυτό το καθήκον, αυτό το λειτούργημα.
Αυτού λεχθέντος, πιστεύουμε ότι το Snowden τα καταφέρνει και με το παραπάνω να ανταποκριθεί στα καθήκοντα μιας απολαυστικής περιπέτειας, και μπορούμε να πούμε, χωρίς καμιά επιφύλαξη, πως πρόκειται για το καλύτερο φιλμ του Oliver Stone εδώ και πολλά, πάρα πολλά, χρόνια. Αν είναι να περνάμε τόσο καλά με τα «δημαγωγικά» έργα, ταράξτε μας στην προπαγάνδα! Δεν μας πειράζει καθόλου.
Snowden, του Oliver Stone
Διάρκεια: 134'
Είδος: Βιογραφία, Δραματική, Θρίλερ
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine