Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Rams, του Grímur Hákonarson

feature_img__rams-tou-grmur-hkonarson
Τα πάλλευκα τοπία της Σκανδιναβίας φιλοξενούν τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες σαγηνευτικές ταινίες, φεστιβαλικού ή μη χαρακτήρα. Έργα όπως το “Kraftidioten” ή το “Force Majeure”, που διαθέτουν κοινά στοιχεία τόσα ώστε να μας επιτρέπουν να μιλήσουμε, έστω καθ’ υπέρβαση, για μια νέα εποχή Σκανδιναβικού Σινεμά, συναντούν την αγάπη του σινεφιλικού κοινού ανά τον κόσμο, με κυρίαρχα στοιχεία το μαύρο χιούμορ σε ποικίλες δόσεις, τη μαγευτική φωτογραφία και την άρτια παρουσίαση των συγκρούσεων ανάμεσα στους χαρακτήρες, που επιτρέπει και στην κοινωνική κριτική να κάνει την εμφάνισή της. Φέτος, ήταν η σειρά της Ισλανδίας να καταπλήξει τον κόσμο του σινεμά. 

Στο “Rams” ή ελληνιστί “Δεσμοί Αίματος” συναντάμε στην ισλανδική ύπαιθρο δύο αδέρφια με πατημένα τα εξήντα πέντε, που παρότι γείτονες έχουν να μιλήσουν 40 χρόνια. Αμφότεροι, όπως και το υπόλοιπο χωριό, ασχολούνται με την εκτροφή κριαριών και έτσι, όταν το κοπάδι του ενός προσβάλλεται από μια θανάσιμη μεταδοτική νόσο, όλοι οι κτηνοτρόφοι είναι υποχρεωμένοι να θανατώσουν τα ζώα τους, το οποίο ισοδυναμεί με ψυχοφθόρο επανεκκίνηση κάθε δραστηριότητας. Έτσι, τα δύο αδέρφια επιβάλλεται από τη μοίρα να επικοινωνήσουν ξανά μπροστά στην καταστροφή και οι δυναμικές που εκλύονται από την συγκρουσιακή αλληλεπίδραση είναι κοσμογονικές.

Αν θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί μια φράση για να περιγραφούν οι αρετές αυτής της ταινίας, αυτή θα ήταν «κινηματογραφική οικονομία». Ο Χακόναρσον, χρησιμοποιώντας άψογα την εξαιρετική φωτογραφία παγωμένων τοπίων του ανερχόμενου Νορβηγού Στούρλα Μπραντθ Γκρέβλεν (που έκανε σπουδαία δουλειά και στο γερμανικό “Victoria”), διατηρεί το ρυθμό του σταθερό, απαλλάσσει την ταινία από ενδεχόμενες μελοδραματικές υπερβολές, τη νοτίζει με σχεδόν ανεπαίσθητη ειρωνεία και, το κυριότερο, παραμένει απολύτως λιτός στα μέσα που χρησιμοποιεί. Καταφέρνει να μιλήσει χωρίς λόγια, να φωτίσει τους χαρακτήρες μέσα από βλέμματα και αντικείμενα και να κοινωνήσει την ουσία του έργου του μέσα από το δυνατό του χαρτί, τις καλοδουλεμένες εικόνες του. Με αιχμή του δόρατος τις δυνατές εσωτερικές ερμηνείες των Σιγκούργιονσον και Γιούλιουσονο σκηνοθέτης επιλέγει, αντί για μια μανιχαϊστική φιοριτούρα τύπου Κάιν και Άβελ να δημιουργήσει ένα έργο πλήρες, γεμάτο υπόκωφη ένταση που σπαρταράει στο νου του θεατή, με την τελευταία σεκάνς της καταιγίδας να αποτελεί μια από τις πιο καλογυρισμένες που είχαμε την τύχη να δούμε στους κινηματογράφους πρόσφατα.

Ο Χακόναρσον, απολύτως συγκεντρωμένος και προσανατολισμένος καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, ασχολείται κατ’ ουσίαν με την απομάκρυνση του ανθρώπου από τη Φύση. Η οριστική ρήξη στη σχέση των δύο αδερφών προήλθε από ένα νομικό θέμα και η επανασύνδεσή τους ήρθε όταν κλήθηκαν να προστατεύσουν τα ζώα τους, τα όντα αυτά που δε γνωρίζουν κληρονομιά, υγειονομικό και απογραφή, παρά μόνο ζουν σε αρμονία με τη φύση από την αρχή ως το τέλος τους. Ο εξαντλητικά αστικός κώδικας διαβίωσης, που απειλεί να αποκόψει οριστικά τον άνθρωπο από τη σχέση του με το φυσικό στοιχείο και να τον θέσει μια για πάντα σε ένα θνησιγενές και παράταιρο περιβάλλον, παρουσιάζεται ως ένας υπόγειος Λεβιάθαν που στο σαρωτικό πέρασμά του δεν αφήνει ανέγγιχτες ούτε τις πιο γνήσιες σχέσεις αγάπης, όπως η αδερφική. Σ’ ένα πλαίσιο στυγνό που διδάσκει αποκλειστικά την εργαλειακή ορθολογικότητα και αντιστρατεύεται την αξιακή, ο άνθρωπος ψάχνει να βρει τρόπο να αντισταθεί, ακόμα και αν αυτό σημαίνει να γίνει ένα με τη Φύση θυσιάζοντας την ύπαρξή του μπροστά στην σαγήνη της αιωνιότητας και ζητώντας τελικά την οριστική άφεση αμαρτιών που είναι αδύνατο να του παρασχεθεί εντός της συντεταγμένης ανθρώπινης αστικής κοινωνίας.

Μετά το «Ένα Κάποιο Βλέμμα» στις Κάννες, το “Rams” κέρδισε όλα τα βλέμματα στο 56ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και δικαίως κατέκτησε τον Χρυσό Αλέξανδρο, όντας το διαμάντι της φετινής διοργάνωσης. Η σκανδιναβική γοητεία της απλότητας, που εδώ κάνει αισθητή τη διαφορά της από την απλοϊκότητα, παρασέρνει το θεατή σ’ ένα ψυχρό και ψυχοφθόρο πνευματικό ταξίδι και, υποσχόμενη διαρκώς αλλά ψιθυριστά την κάθαρση, στο τέλος την προσφέρει με έναν αληθινά συγκλονιστικό τρόπο.

Rams, του Grímur Hákonarson
Διάρκεια: 
93'

*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine

-
Φίλιππος Χατζίκος
- γράφει για το Artcore
1
Μοιράσου το