Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Mary Poppins Returns, του Rob Marshall

feature_img__mary-poppins-returns-tou-rob-marshall
Μερικές δεκαετίες μετά την πρώτη επίσκεψη της πιο αγαπημένης νταντάς στα χρονικά του κινηματογράφου, η οικογένεια Μπανκς έχει αλλάξει. Ο τρανός κύριος Τζορτζ Μπανκς, μετά της συζύγου του Γουίνιφρεντ, έχουν αποδημήσει εις Κύριον και το σπίτι ανήκει στον Μάικλ. Τα προβλήματα όμως έχουν απλώσει την σκιά τους πάνω από την οικογένεια του πάλαι ποτέ υπέροχου μπόμπιρα, καθώς αυτός έχει προσφάτως χηρεύσει και έχει απομείνει σε δεινή οικονομική κατάσταση να φροντίζει τα τρία παιδιά του. Ακριβώς πριν τα πράγματα φτάσουν στο απροχώρητο, η Μέρι Πόπινς ακούει το υπερβατικό κάλεσμα και προσγειώνεται με τη μαγική της ομπρέλα στο σπιτικό προκειμένου να αποκαταστήσει το χαμόγελο στα χείλη της οικογένειας.

Από την εισαγωγή της ταινίας, η οποία γίνεται με ένα έξυπνο νούμερο στο οποίο ο φανοκόρος διάδοχος του καπνοκαθαριστή Μπερτ υμνεί τον λονδρέζικο ουρανό ενώ βρίσκεται μέσα στην καταχνιά του, αντιλαμβάνεται κανείς το μοτίβο που έχει επιλέξει ο πολύπειρος Rob Marshall. Πρόκειται να κινηθεί πάνω στις ράγες που έχει θέσει το αρχικό εμβληματικό φιλμ, δεν ενδιαφέρεται για οποιονδήποτε εκσυγχρονισμό του μύθου ή της αισθητικής. Θέλει να αναδείξει την αξία του παλιομοδίτικου στυλ, η οποία παραμένει ακέραια δίχως να χρειάζεται καλλωπισμούς ή εξυπνακίστικες επεμβάσεις. Παρότι στην προσπάθειά του αυτή χαραμίζει μία τεράστια γκάμα δυνατοτήτων που του παρέχει η σύγχρονη τεχνολογική πραγματικότητα, κατορθώνει να διατηρήσει έναν αέρα αγνότητας στο φιλμ που το συντροφεύει έως και τους τίτλους τέλους.

Η επιστροφή της Μέρι Πόπινς, λοιπόν, δεν επιτελείται με όρους σημερινούς, αλλά ακολουθεί τα χνάρια του πρωταρχικού, δίχως όμως να ασθμαίνει. Ο Marshall καταφέρνει να βρει το χώρο του, σεβόμενος το πρωτόλειο υλικό αλλά χωρίς να ζει στη σκιά του. Γνωρίζει καλά πως ο κινηματογράφος του «παιδικού» έχει αλλάξει οριστικά μετά τη Μέρι Πόπινς του Stevenson και χρησιμοποιεί τις δυνατότητες που του παρέχει η προ πέντε δεκαετιών καινοτόμα –και ακόμα σήμερα στην ουσία αξεπέραστη– δημιουργία. Προφανώς δεν αγγίζει τα δυσθεώρητα ύψη ποιότητας που διέθετε το φιλμ του 1964, αλλά πλάθει έναν ονειρικό κόσμο με τα ίδια υλικά που έρχεται να σταθεί δίπλα του περήφανα, εμπνέοντας το κέφι στους συντελεστές και απευθυνόμενος σε καλόπιστους θεατές που είτε αγνοούν την ύπαρξη της Μέρι Πόπινς είτε προσκυνούν σαν ιερό τοτέμ το αρχικό φιλμ.

Η πλοκή του εν λόγω έργου μοιάζει βγαλμένη από την ίδια μήτρα, αν και σε ένα σημείο χάνει την αίσθηση του ρυθμού. Οι δυσκολίες που κάμπτονται, η εμπιστοσύνη που δομείται σταδιακά, η φαντασία που λυτρώνει την πεζή πραγματικότητα από την οδυνηρή έλλειψη ποίησης, όλα συνθέτουν ένα μοτίβο όμοιο με αυτό της ταινίας του Stevenson. Ακόμα και ο τρόπος που είναι δομημένα τα μουσικά νούμερα ή το animation είναι σε μία επικοινωνία με τα πρωταρχικά. Τα τραγούδια είναι πρωτότυπα και πέρα για πέρα αξιόλογα, αλλά κανείς ανιχνεύει νότες από τα σπουδαία άσματα της Μέρι Πόπινς του παρελθόντος. Η Emily Blunt δεν φυλακίζεται πίσω από την ιερή ερμηνεία της Julie Andrews, χωρίς και να την αποτάσσεται. Καταφέρνει να χρησιμοποιήσει τις αρετές της, πλάθοντας μία λειτουργική περσόνα που γεμίζει την οθόνη όταν οφείλει να το κάνει και στέκεται στην άκρη της όποτε χρειαστεί.

Το σπουδαιότερο ίσως ζητούμενο της ταινίας του Marshall όμως, αυτό για το οποίο και η υπεύθυνη για την ιδέα της Μέρι Πόπινς κυρία P. L. Travers ωρυόταν στον Ντίσνεϊ κατά την παραγωγή της ταινίας του 1964, είναι η βαρύτητα. Όπως βλέπει κανείς και στην ταινία του John Lee Hancock “Saving Mr. Banks”, ελληνιστί «Η Μαγική Ομπρέλα», η ιστορία της λατρεμένης γκουβερνάντας αφορά τη διάσωση του κυρίου Τζορτζ Μπανκς και όχι των τέκνων του. Παραμένοντας στο ίδιο μοτίβο, τη σκυτάλη παίρνει ένας άλλος κύριος Μπανκς, ο χήρος Μάικλ. Αυτός είναι που χρειάζεται τη μαγεία στη ζωή του, την υπενθύμιση ότι η πραγματικότητα είναι φυλακισμένη στα δεσμά του κυνισμού μόνο όσο ο ίδιος της το επιτρέπει. Όπως και ο πατέρας του, έτσι και αυτός βιώνει την αδήριτη ανάγκη για επαναφορά της φαντασίας. Μία ανάγκη που μόνο η Μέρι Πόπινς μπορεί να ικανοποιήσει. Σημειωτέον ότι στην ταινία υπάρχει μία συγκλονιστική, αν και περιφερειακή σκηνή, κατά την οποία ακόμα και η μαγική νταντά βλέπει τα όπλα της να ωχριούν μπροστά στη δύναμη της απώλειας.

Παρ’ όλες της αρετές της, η επιστροφή της Μέρι Πόπινς βρίσκει μία σειρά από εξωαφηγηματικά εμπόδια. Αρχικά, είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ως προς την Ντίσνεϊ, η δικαιολογημένη κατηγορία περί ξαναζεσταμένου φαγητού λαμπρών συνταγών του παρελθόντος της κολοσσιάιας Ντίσνεϊ που μπορεί να παρασύρει και την συγκεκριμένη ταινία. Περισσότερο όμως από αυτό, σε ένα επίπεδο που αφορά το κινηματογραφικό zeitgeist της εποχής, η ταινία του Marshall σκοντάφτει πάνω στον θρίαμβο του κυνισμού που ορίζει την σημερινή κατάσταση και υπαγορεύει την αποκαθήλωση, όχι την επιστροφή στο μύθο. Η εποχή προστάζει ήρωες σκοτεινούς και ρεαλιστικούς και animation με ενήλικα στοιχεία. Προωθεί σφόδρα την απομυθοποίηση και όχι τη φαντασιακή διαφυγή σε έναν κόσμο που το παραμύθι μπορεί να υποτάξει την πραγματικότητα. Η βασική διαφορά της σημερινής Πόπινς από αυτή του 1964 είναι ότι ο κόσμος έχει αλλάξει, ο ιδεαλισμός έχει καταβαραθρωθεί και μαζί με αυτόν συντρίβεται και ο ρομαντισμός, στοιχείο θεμελιώδες για την αφήγηση της νταντάς. Για τους λίγους όμως πιστούς θιασώτες της φαντασίας, η ταινία διαθέτει μια γλυκιά φωνή που θα τους φέρει στο νου ότι μερικές φορές αξίζει να ανατρέξει κανείς στο εξωπραγματικό για να αντιμετωπίσει το πραγματικό.

Mary Poppins Returns, του Rob Marshall
Είδος: Μιούσικαλ, Φαντασία
Διάρκεια: 130'

*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine

_
Φίλιππος Χατζίκος
- γράφει για το Artcore
1
Μοιράσου το