Beast, του Michael Pearce
Σε μια μικρή νησιωτική κοινότητα, που διαβιεί νωχελική κι ερμητικά κλειστή στους ξένους, μια νεαρή γυναίκα, η Moll (Jessie Buckley) ζει καταπιεσμένη από την οικογένειά της και τις δυσβάστακτες ευθύνες περιποίησης του ανοϊκού πατέρα της. Κανείς από τα μεγαλύτερα αδέρφια της δεν δείχνει πρόθυμος να της συμπαρασταθεί. Όλα μοιάζουν δυσάρεστα, απόμακρα κι εχθρικά μέσα στο αφιλόξενο περιβάλλον του σπιτιού της, που εντέχνως αφήνεται από τον σκηνοθέτη να βουλιάζει στις σκιές. Κι έρχεται η μέρα που η Moll θα δραπετεύσει από το τελείως άγευστο πάρτι γενεθλίων που της ετοίμασε η αυταρχική μητέρα της. Κι αφού η μεγαλύτερη αδερφή της τής κλέβει την παράσταση ανακοινώνοντας την εγκυμοσύνη της, θα κατέβει στο club της πόλης, θα πιει, θα ξεφύγει και θα διασκεδάσει μ’ όποιον τρόπο μπορεί. Σε μια απολύτως δραματουργική κατάσταση, παρασυρμένη τις πρώτες πρωινές, από κάποιον άγνωστο στις εξοχές του χωριού, θα γνωρίσει τον από μηχανής θεό της, τον Pascal Renouf (Johnny Flynn), έναν μυστηριώδη κι αινιγματικό νεαρό, που θα σταθεί η βάση για να ξετυλιχτεί πάνω του η ιστορία της Moll.
Η μικρή κοινότητα την ίδια ακριβώς περίοδο συνταράσσεται από κάποιες ανεξιχνίαστες στυγερές δολοφονίες νεαρών κοριτσιών. Οι φήμες διαδίδονται ταχύτατα, οι υποθέσεις κι οι υποψίες σφίγγουν σαν μέγγενη το ήδη τεταμένο κλίμα του χωριού, κι η άκαρπη αναζήτηση της τέταρτης αγνοουμένης επιτείνει δυσάρεστα τα πράγματα. Η εμπιστοσύνη είναι το πιο ευπαθές τέκνο μιας δι-υποκειμενικής αντίληψης, δεν μπορεί ποτέ να είναι στέρεη και τεκμηριωμένη, πεθαίνει και σβήνεται πάρα πολύ γρήγορα. Μέσα σ’ αυτό το δυσοίωνο περιβάλλον, δεν μπορεί κανείς να εμπιστευτεί το νέο αγόρι της Moll, που έχει τον πιο περίτεχνο τρόπο να μετουσιώνει το χώρο που κινείται σ’ ένα αίνιγμα, σ’ ένα δισεπίλυτο μυστήριο. Ξένος σημαίνει ύποπτος. Κι αυτή ακριβώς η ατυχής επαγωγική σύνδεση σε συνδυασμό και με το ποινικώς κολάσιμο παρελθόν, θα διαστρεβλωθεί τόσο πολύ μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της τοπικής κοινωνίας, που θα οδηγήσει σ’ ένα αδυσώπητο κυνηγητό του Pascal. Η Moll είναι η μόνη που μπορεί πλέον να του συμπαρασταθεί. Και θα το κάνει με τον πιο λυσσαλέο τρόπο! Όλο το υπόλοιπο χωριό γίνεται τώρα φανερά αντίπαλός της. Κι όχι απλώς νοηματικά αντίπαλός της, όπως όλα αυτά τα χρόνια της ψυχολογικής καταπίεσης.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, το φιλμ του Michael Pearce διαπερνάται από ένα ατόφιο υπαρξιακό ενδιαφέρον. Ο τρόπος που μεγεθύνει κι αναδεικνύει τις αγωνίες της μικρής νησιωτικής κοινότητας μπροστά στο άγνωστο είναι κομψός, περίτεχνος και γνήσια ειλικρινής, και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο βλέπω προσωπικά πως μοιράζεται συγγενικούς δεσμούς με το ανυπέρβλητο “TheHunt” του Thomas Vinterberg (μια από τις καλύτερες ταινίες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου). Ο σκηνοθέτης έχει μια μοναδική ευκολία να μεταχειρίζεται τα άγρια αγγλικά τοπία του νησιού, ώστε να τα καθιστά σημεία αναφοράς της ψυχολογίας των ηρώων. Σε αντιδιαστολή με το ασφυκτικά κλειστό σύστημα του σπιτιού και της κοινότητας, ο έρωτας κι οι δεσμοί της πρωταγωνίστριας αναπνέουν για πρώτη φορά σ’ ένα ζωτικό χώρο ανοιχτό από τη μία, μα σκληροτράχηλο, ορμητικό κι επικίνδυνο από την άλλη. Η προοικονομία είναι το δυνατό εργαλείο του σκηνοθέτη κι εντέχνως χρησιμοποιείται σε στιγμές που ο θεατής δεν το περιμένει, με χαρακτηριστικό σημείο-κλειδί τη σκηνή με το λαγό (ή κουνέλι, δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά). Το σαφές κι αδιαμφισβήτητο ταλέντο του δημιουργού στη δραματουργική ενορχήστρωση, η βαθιά προοπτική αλλά και οι κλειστές γωνίες λήψης με την περιστασιακή επικέντρωση στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, συνθέτουν ένα φιλμ με άρτιες τεχνικές λεπτομέρειες.
Η ταινία ωστόσο έχεις φανερές αδυναμίες, Εξοκείλει συχνά και υπέρ του δέοντος σε συναισθηματικές εξάρσεις και παραμορφώνει με αυτόν τον τρόπο τη γνησιότητα του δράματος. Ο άκρατος αυτός συναισθηματισμός δεν αφήνει ανέγγιχτο και το ίδιο το βάθος της πλοκής, δίνοντας μερικές φορές την αίσθηση πως πρόκειται για ένα φτηνό και ρηχό κατασκεύασμα ευρείας κατανάλωσης, προτηγανισμένο και άγευστο (όσο κι αν δεν είναι έτσι). Άλλωστε, αυτό που αληθινά με ενοχλεί σε ανάλογες ταινίες είναι η μονοπολικότητα πάνω στην οποία συγκροτούνται. Ο σκηνοθέτης εξοπλίζει τη Moll με υπέρμετρο υπαρξιακό βάθος, συνθέτει έναν αχανή από κάθε άποψη χαρακτήρα και σκιαγραφεί μέχρι την τελευταία τους λεπτομέρεια τις πτυχές της ψυχολογίας της, κι αυτή η πληρότητα έχει ως αποτέλεσμα να καταπίνεται το υπόλοιπο cast κι εν τέλει να μένει στην αφάνεια. Αυτό οδηγεί το φιλμ σε μια αρκετά απωθητική εσωστρέφεια. Και το αναφέρω κυρίως για την αριστουργηματική ερμηνεία της Geraldine James στο ρόλο της μητέρας, η οποία και μου λείπει πραγματικά σε μεγάλο μέρος της ταινίας.
Πρόκειται για ένα σφιχτοδεμένο ψυχολογικό θρίλερ αρκετά πλήρες και ώριμο παρά την απειρία και το νεαρό της ηλικίας του δημιουργού της. Ταινία πρωτότυπη, αγνή και δωρική που αξίζει σίγουρα να δείτε. Θα μας απασχολήσει σίγουρα στο μέλλον ο κύριος Michael Pearce.
Ελπίζω να έχετε μια αξέχαστη προβολή.
Beast, του Michael Pearce
Μεταφρασμένος Τίτλος: Κτήνος
Είδος: Θρίλερ, Μυστήριο, Δράμα
Διάρκεια: 107’
Βαθμολογία: 6/10