Scroll Top

In a Cinemanner of Speaking

George Méliès: Η απελευθέρωση των ψευδαισθήσεων

feature_img__george-mlis-i-apeleutherosi-ton-pseudaisthiseon
Ψευδαίσθηση: ψευδής και αντίθετη προς την πραγματικότητα αντίληψη, εκτίμηση μιας κατάστασης· αυταπάτη, [λόγ.ψευδ(ο)- +αίσθη(σις) -ση]. Αν κάποια κινηματογραφική ταινία έχει καταφέρει να σας δημιουργήσει αυτή την αίσθηση και να εντυπώσει μέσα σας μια τάση πλάνης κι απόδρασης από τον κόσμο της υλικής πραγματικότητας που σας περιτριγυρίζει, τότε σίγουρα αυτή η δύναμή της οφείλεται στις τεχνικές που εισήγαγε ο Georges Méliès. Ένας πραγματικός μάγος της τότε νεογέννητης τέχνης του σινεμά, που γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου του 1861, και στάθηκε ικανός, μέσω των οπτικών τρικ που χρησιμοποιούσε, να ξεγελάει τις συνειδήσεις των θεατών και να τους μεταφέρει στους φαντασιακούς τόπους των έργων του. Διέθετε τη δύναμη και την τέχνη να παρακινεί το κοινό να γευτεί το εξωπραγματικό θέαμα που τους προσέφερε, καθιστώντας τους ίδιους τους θεατές μετόχους στη μαγεία που αποκαλυπτόταν στο λευκό πανί μπροστά τους.

Ο Marie-Georges-Jean Méliès, όπως ήταν ολόκληρο το όνομά του, πρωτοείδε το φως του ήλιου στο Παρίσι. Ο πατέρας του διατηρούσε υποδηματοποιείο, όμως εκείνος δεν ενδιαφερόταν να αναλάβει την επιχείρηση και γρήγορα εκδήλωσε το ενδιαφέρον του για τον κόσμο του θεάματος. «Φίλοι μου, σας απευθύνομαι σήμερα ως αυτό που πραγματικά είστε: μάγοι, γοργόνες, ταξιδευτές, περιπλανητές, ταχυδακτυλουργοί… Ελάτε να ονειρευτείτε μαζί μου». Έτσι συνήθιζε να προσφωνεί το κοινό του στο θέατρο Robert-Houdin στο οποίο επιτελούσε τον ρόλο του ταχυδακτυλουργού και του θαυματοποιού. 

Παράλληλα, την ίδια σχεδόν περίοδο, η τέχνη της φωτογραφίας, από την οποία είχε ξεπηδήσει ο κινηματογράφος, είχε αρχίσει να εμφανίζει τις πρώτες ρωγμές. Θεωρούταν ότι ο κινηματογράφος θα συνέχιζε την πορεία της φωτογραφίας, ότι θα επιδιδόταν στην καταγραφή και αποκάλυψη της πραγματικότητας που εμφανιζόταν μπροστά από τον φακό της κάμερας. Οι αδελφοί Lumière υπήρξαν προασπιστές αυτές της ρεαλιστικής ιδιότητας του κινηματογράφου, απαθανατίζοντας στιγμές από την καθημερινή ζωή, ενώ την ίδια στιγμή ο κινηματογράφος, ως μέσο έκφρασης, ζητούσε να αναπτυχθεί και να αναπνεύσει έξω από τα στενά όρια των ιδιοτήτων της φωτογραφίας. Έτσι, όταν οι αδελφοί Lumière, το 1895, πραγματοποίησαν την πρώτη κινηματογραφική προβολή, ο Georges Méliès ήταν εκεί. Παρακολούθησε την αποτύπωση της πραγματικότητας, αλλά φαντάστηκε και τη διάπλασή της μέσω της ακατέργαστης φαντασίας, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο μια άλλη μορφή στη μέχρι τότε ιδιότητα του κινηματογράφου και διευρύνοντας τα περιθώρια έκφρασης.

Ο Georges Méliès έδωσε πνοή στην αστείρευτη φαντασία που μπορούσε να αναπαρασταθεί στο λευκό πανί, κάνοντας χρήση νέων μηχανισμών και πρωτοτυπιών. Βασική και ειδοποιός διαφορά μεταξύ των αδελφών Lumière και του ίδιου ήταν η χρηστικότητα της κάμερας, καθώς o Georges Méliès εξαρχής πέρασε στην αντιπέρα μεριά, αυτή της απελευθερωμένης φαντασίας έναντι της πραγματικότητας. Καινοτόμος και δημιουργός της διαπλαστικής ιδιότητας του κινηματογράφου, ενσωμάτωσε πλοκές και ιστορίες μέσα στα εικονιζόμενα γεγονότα των καθημερινών περιστατικών που κινηματογραφούσε. Οι ταινίες του, διάρκειας από ένα έως σαράντα λεπτά, ήταν επενδυμένες με μυθοπλαστικούς ήρωες και χαρακτήρες. Ακόμα μία πρωτοτυπία που εισήγαγε ήταν η χρήση μασκών, μια επιρροή που ίσως αποκόμισε μέσα από την τριβή του με το θέατρο, ενώ χρησιμοποιούσε στα έργα του μηχανισμούς πολυτυπίας, προβάλλοντας, δηλαδή, μια εικόνα πάνω σε μία άλλη, ήδη υπάρχουσα. Ο αισθαντικός κόσμος των έργων του και οι ονειρικές καταστάσεις στις οποίες κινούταν πολλές φορές σχηματίζονταν μέσω της επιτύπωσης, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία φαντασμάτων. Επιπλέον, οι ταινίες του διέθεταν έγχρωμα πλάνα, αφού ο ίδιος έβαφε τα καρέ των σκηνών του. Συνεπώς, αξιοποιούσε στις κινηματογραφικές απόπειρές του τα τρικ που είχε μάθει επί της θεατρικής σκηνής, ενώ ταυτόχρονα δεν έπαυε να τα εξελίσσει. Ξεναγούσε το κοινό σε έναν νέο κόσμο ψευδαισθήσεων και αισθήσεων, που, καθώς προβαλλόταν στο πανί, απηχούσε και στις νοητές οθόνες του ασυνείδητου των θεατών. Τους μάγευε με όλους τους μηχανισμούς εξαπάτησης που διέθετε.

Από το 1896 έως και το 1914 κατάφερε να σκηνοθετήσει και να θέσει σε κυκλοφορία 531 ταινίες. Δυστυχώς, όμως, ο Georges Méliès, παρά την εφευρετικότητα που τον διακατείχε, δεν μπόρεσε να αποβάλλει εκείνα τα στοιχεία που τον προσδιόριζαν ως θεατρικό σκηνοθέτη. Αν και σε τεχνικό επίπεδο υπήρξε άρτιος και πρωτοπόρος κινηματογραφιστής, εισάγοντας καινοτόμους μηχανισμούς και τεχνάσματα, δεν μπόρεσε να εξερευνήσει γνήσια κινηματογραφικά θέματα, καθώς, σε όλη τη διάρκεια της πορείας του, δεν μετακίνησε ποτέ την κάμερα από την αρχική θέση στην οποία την τοποθετούσε. Όπως έχει επισημάνει και ο θεωρητικός κινηματογράφου Siegfried Kracauer «η στατική κάμερα διαιώνιζε τη θέση του θεατή με το παλκοσένικο». Παρόλα αυτά, ο Georges Méliès είχε ιδρύσει τη δική του κινηματογραφική εταιρία, καθώς και το δικό του στούντιο. Χαρακτηριστικότερη δημιουργία του υπήρξε η θρυλική βωβή ταινία με τίτλο «Ταξίδι στη Σελήνη». Η ταινία γυρίστηκε το 1902, αντλώντας έμπνευση από τα δυο μυθιστορήματα του Jules Verne «Από τη Γη στη Σελήνη» και «Γύρω από τη Σελήνη». Πρόκειται για την πρώτη ταινία επιστημονικής φαντασίας στην ιστορία του σινεμά, καθώς και για την πρώτη ταινία στην οποία γίνεται χρήση μιας μορφής οπτικών εφέ. Η ταινία είχε μεγάλη απήχηση στο κοινό και σύντομα έφτασε και στα χέρια των αμερικανικών στούντιο που την προέβαλαν χωρίς να ζητήσουν πνευματικά δικαιώματα από τον δημιουργό της. 

Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Méliès συνέχισε να παράγει ταινίες στο ίδιο μοτίβο και ύφος, ωσότου δεν μπορούσε πλέον να συναγωνιστεί τα μεγάλα στούντιο που έκαναν τότε την εμφάνισή τους σε Ευρώπη και Αμερική. Το 1913, κι ενώ ήδη ταλανιζόταν από οικονομικά προβλήματα εδώ και χρόνια, κήρυξε την πτώχευση της εταιρίας του. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τον θάνατο της γυναίκας του, καταρράκωσαν τον Méliès, ο οποίος αποσύρθηκε από την κινηματογραφική βιομηχανία, ενώ ηθελημένα έκαψε και κατέστρεψε τις κόπιες των ταινιών που είχε στην κατοχή του, με αποτέλεσμα ένα τεράστιο κομμάτι της κινηματογραφικής κληρονομιάς να έχει πλέον χαθεί ανεπιστρεπτί.

_
Άννα Χατζηδημητρίου
- γράφει για το Artcore
1
Μοιράσου το