Scroll Top

In a Cinemanner of Speaking

57ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Mέγας Φαραντί, ένα ακόμη διαμαντάκι από την Ισλανδία και πολλά άλλα!

feature_img__57o-festibal-thessalonikis-megas-faranti-ena-akomi-diamantaki-apo-tin-islandia-kai-polla-alla
Μέγας Φαραντί, ένα ακόμη διαμαντάκι από την Ισλανδία και πολλά άλλα!

Η οργή ενός υπομονετικού ανθρώπου

Ο Ραούλ Αρέβαλο είναι ένας από τους πιο γνωστούς Ισπανούς ηθοποιούς. Τελευταία τον είδαμε στο φρικώδες αλμοδοβαρικό «Δεν κρατιέμαι» (2013), στο εξαιρετικό «Το μικρό νησί» (2014) και στο ενδιαφέρον «Ποιος κλέβει ποιον;» (2016). Η ταινία «Η οργή ενός υπομονετικού ανθρώπου» αποτελεί την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, προβλήθηκε στο τμήμα «Orizzonti» του περασμένου φεστιβάλ Βενετίας και στο ΦΚΘ προβάλλεται στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες».

Ο Χοσέ είναι ένας μοναχικός και ντροπαλός άνδρας. Ένα πρωινό, πηγαίνει για καφέ στο μπαρ όπου δουλεύει η Άνα. Ο ερχομός αυτού του ανθρώπου στη δύσκολη ζωή της δίνει κουράγιο στην Άνα, ύστερα από οχτώ χρόνια που πέρασε περιμένοντας τον Κούρο, τον σύζυγό της, να εκτίσει την ποινή του. Ο Κούρο βγαίνει από τη φυλακή ελπίζοντας πως θα μπορέσει να ξεκινήσει τη ζωή του απ’ την αρχή με την Άνα. Είχε κλειστεί εκεί μιας που καταδικάστηκε για τη συμμετοχή του στην ένοπλη ληστεία ενός κοσμηματοπωλείου στο οποίο δολοφονήθηκε μια γυναίκα και ο γηραιός ιδιοκτήτης του κοσμηματοπωλείου χτυπήθηκε τόσο άσχημα, που έχει πέσει σε κώμα. Οι ζωές των τριών αυτών ανθρώπων θα μπλέξουν με τέτοιο τρόπο, τον οποίο μόνο ο ένας από αυτούς είχε φανταστεί. Και είχε καταστρώσει ως σχέδιο να προκύψει το συγκεκριμένο «μπλέξιμο»…

«Μια δυνατή ιστορία για τη βίαιη φύση του ανθρώπινου είδους και την ψευδαίσθηση της εξιλέωσης», αναφέρει ο επίσημος κατάλογος του φεστιβάλ για την ταινία. Και ναι, έχει δίκιο: με τις παραπάνω λίγες λέξεις συνοψίζεται όλο το νόημα του φιλμ. Ένα φιλμ που, όπως πάρα πολλά προηγούμενα πριν από αυτό, προσπαθεί να πάρει θέση απέναντι στο ζήτημα της αυτοδικίας. Κατά τη γνώμη μας, ο Αρέβαλο επιλέγει τη λογική και τη θέση του Σαμ Πέκινπα, όπως αυτή είχε διατυπωθεί στην παρεξηγημένη ταινία του «Αδέσποτα σκυλιά» (1971). Στην αρχή, μας δείχνει μια εντυπωσιακή σκηνή στην οποία ο επιφορτισμένος να οδηγήσει το αμάξι διαφυγής της ληστείας στο κοσμηματοπωλείο προσπαθεί να ξεφύγει από την αστυνομία και εντέλει ντελαπάρει! Και η κάμερα είναι μέσα στο αυτοκίνητο, έτσι;

Ακολουθούν πολλά κεφάλαια, μέσα από τα οποία αργά αλλά σταθερά φτάνουμε στην πρώτη μεγάλη ανατροπή της ταινίας (ακολουθεί και μια δεύτερη προς το φινάλε της). Μας έχει βάλει στο κατάλληλο κλίμα. Η σκηνή στο υπόγειο του γυμναστηρίου βγάζει γέλιο εξαιτίας της εμφάνισης και κυρίως εξαιτίας του τρόπου ομιλίας του ενός από τους συμμετέχοντες στη ληστεία. Μετά το γέλιο, όμως, ακολουθεί αιματοκύλισμα. Ένα αιματοκύλισμα που προκαλείται από έναν φιλήσυχο στη μέχρι πρότινος ζωή του άνδρα, το οποίο σοκάρει τον παράνομο αυτόπτη μάρτυρα. Αυτοδικία λοιπόν. Την καταδικάζει ο σκηνοθέτης; Χμ, σαν να νίπτει τας χείρας του και φρονίμως δεν παίρνει θέση. Ενδιαφέρουσα, αν μη τι άλλο, ταινία από την Ισπανία.

Η πέτρα της καρδιάς

Συνεχίζουμε με τη συμμετοχή της Ισλανδίας στο διαγωνιστικό τμήμα του φετινού φεστιβάλ. Τίτλος της: «Η πέτρα της καρδιάς» σε σκηνοθεσία του 34χρονου Guðmundur Arnar Guðmundsson. Μια ταινία που πήρε μέρος στο προηγούμενο φεστιβάλ Βενετίας (στο τμήμα «Venice Days») – η πρώτη ισλανδική ταινία που έλαβε μέρος στο ιστορικό αυτό φεστιβάλ, όπου τιμήθηκε με το Queer Lion.

Σ’ ένα απομακρυσμένο ψαροχώρι της Ισλανδίας, δύο έφηβοι, ο Θορ και ο Κρίστιαν, περνούν ένα ανήσυχο καλοκαίρι, καθώς ο ένας, ο Θορ, προσπαθεί να κερδίσει την καρδιά ενός κοριτσιού, ενώ ο άλλος, ο Κρίστιαν, ανακαλύπτει πως τρέφει άλλου είδους αισθήματα, πέρα από φιλικά, για τον κολλητό του. Όταν το καλοκαίρι τελειώνει και τα έντονα καιρικά φαινόμενα της Ισλανδίας επιστρέφουν δριμύτερα, τα αγόρια θα αντιμετωπίσουν τις πιέσεις από το περιβάλλον τους και τις εσωτερικές τους συγκρούσεις, που έχουν τη δύναμη να τους χωρίσουν… 

Queer Lion, σου λέει ο άλλος. Εμένα αυτά τα βραβεία που βραβεύουν φύλα και σεξουαλικούς προσανατολισμούς μου φαίνεται πως περισσότερο ενισχύουν την καχυποψία και τον ρατσισμό παρά τα αμβλύνουν. Η συγκεκριμένη ταινία είναι μάλλον η καλύτερη που έχουμε δει ως τώρα στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Το ότι έχει κερδίσει βραβείο ονόματι Queer Lion είναι κάτι θεωρείτε που τη βοηθάει να βρει το κοινό της ή τη στιγματίζει και περιορίζει το target group της; Ο σκηνοθέτης της ταινίας παρουσιάζει μια ταινία ενηλικίωσης. Και ένα από τα πράγματα που στοιχειώνουν την ενηλικίωση είναι και η πρώτη σεξουαλική επαφή, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα.

Για τον Θορ, που νιώθει ανασφαλής με το πουλί του, με το μέγεθός του και με το γεγονός ότι δεν έχει βγάλει ακόμα τρίχες στη γύρω περιοχή, ο έρωτάς του για μια όμορφη συνομήλική του, τον τυραννά και τον στοιχειώνει. Για τον Κρίστιαν, όμως, τα πράγματα είναι ακόμα δυσκολότερα. Σε μια βαθιά συντηρητική κοινωνία όπως η ισλανδική της ενδοχώρας, έτσι κι αλλιώς η κολλητή φιλία των δύο αγοριών δίνει στόχο για πειράγματα και για bullying. Τα απειλητικά και μειωτικά «homo» εκστομίζονται με ταχύτητα πολυβόλου. Και ο Κρίστιαν φτάνει μια στιγμή που δεν μπορεί να το διαχειριστεί όλο αυτό και αντιδρά βίαια, αλλά όχι προς τους άλλους μα προς τον ίδιο του τον εαυτό. Ο σκηνοθέτης, πέρα από την σεξουαλική αφύπνιση, κερδίζει τον θεατή καθώς σκιαγραφεί με πληρότητα και με αφηγηματική οικονομία μια ολόκληρη κοινωνία.

Για τις σχέσεις μεγάλων – μικρών. Για τα στερεότυπα. Για το πώς ξοδεύουν το χρόνο τους τα παιδιά σε περιοχές όπου δεν κυνηγάνε Pokemon! Για το πόσο οδυνηρό είναι για ένα μικρό αγόρι να μεγαλώνει σε μια οικογένεια χωρίς πατέρα, με τη μητέρα του και δύο μεγαλύτερες σε ηλικία αδελφές, που δεν τον αφήνουν ποτέ σε ησυχία, ακόμα κι όταν είναι να αυνανιστεί ο έρημος! Δυνατή ταινία που ευτυχεί να διαθέτει πολύ καλές ερμηνείες από όλα τα πιτσιρίκια. Και μου κάνει εντύπωση το γεγονός ότι δεν νομίζω να έχω ξανακούσει το υπέροχο “Birthday” των Sugarcubes, με την Bjork στα φωνητικά, σε άλλη ταινία πλην αυτής! Και ναι, μπορεί κάποια ψάρια να φαντάζουν άσχημα στα μάτια μας, αλλά έχουν κι αυτά τη θέση τους στον κόσμο και δεν χρειάζεται να τα σκοτώνουμε μόνο και μόνο για το πώς φαίνονται. Άσχημα – όμορφα, κολυμπούν υπέροχα σε μια θάλασσα που τα χωράει όλα.

Park

To “Park” της Σοφίας Εξάρχου είναι η πρώτη ταινία που είδαμε από τις τρεις ελληνικές ταινίες οι οποίες συμμετέχουν στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Και παρά το γεγονός ότι ήρθε στη Θεσσαλονίκη φορτωμένη πολύ θετικές εντυπώσεις από τη συμμετοχή της σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο (αναφέρουμε ενδεικτικά εκείνα του Τορόντο, του Σαν Σεμπαστιάν, του Ρέικιαβικ και του Λονδίνου) δεν μας έπεισε…

Δέκα χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, μια παρέα αγοριών ζει ανάμεσα στις εγκαταλελειμμένες αθλητικές εγκαταστάσεις του Ολυμπιακού Χωριού της Αθήνας. Τα αγόρια περιφέρονται άσκοπα ανάμεσα στα ερείπια, στήνοντας παιχνίδια και οργανώνοντας ζευγαρώματα σκύλων για να βγάζουν χρήματα. Ο μεγαλύτερος της παρέας, ο 17χρονος Δημήτρης μαζί με την 22χρονη Άννα –πρώην αθλήτρια– προσπαθούν να ξεφύγουν από το Χωριό με προορισμό τα τουριστικά ξενοδοχεία των νοτίων προαστίων. Καθώς οι εξορμήσεις τους συνεχίζονται και τα δυο παιδιά εισχωρούν όλο και πιο πολύ στις ζωές των τουριστών, η επιθυμία του Δημήτρη για αποδοχή θα δοκιμαστεί με βίαιο τρόπο.

To weird greek wave συναντά τον Κωνσταντίνο Γιάνναρη του «Από την άκρη της πόλης» θα μπορούσαμε να πούμε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η επιλογή της Εξάρχου να γυρίσει την ταινία στα χαλάσματα των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων, εκεί που το 2004 η Ελλάδα έζησε τις τελευταίες ημέρες και νύχτες μεγαλείου της (εντός ή εκτός εισαγωγικών), είναι αν μη τι άλλο ευφυής. Χωρίς πολλά λόγια και με πολύ εύστοχο συμβολισμό επιτυγχάνει να πιάσει εντελώς εξαιρετικά την παρακμή της Ελλάδας σε όλα τα επίπεδα. Αυτή, όμως, μοιάζει να είναι και η μοναδική καλή ιδέα της ταινίας, που θα μπορούσε κάλλιστα να περιοριστεί σε ένα φιλμάκι μικρού μήκους ή ακόμα ακόμα σε ένα ντοκιμαντέρ. Η Εξάρχου επιλέγει να γυρίσει μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας, έχοντας μόνο μια εξαιρετική σεναριακή ιδέα στη φαρέτρα της.

Α, και μερικές πολύ ενδιαφέρουσες φάτσες παιδιών, αυθεντικών τσογλανακίων (sic), που καθόλου πείρα από υποκριτική δεν έχουν, γράφουν όμως εξαιρετικά στο φακό. Αναγκαστικά, η σκηνοθέτιδα οδηγείται στην επανάληψη και στο προφανές. Και σε κατάχρηση του «ου» ως επιφώνημα του στυλ «περνάμε καλά». Τόσο «ου» καταντά ενοχλητικό, αν και πάλι στόχος είναι να δει ο θεατής παιδιά που δεν μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους ή με τους μεγαλύτερους παρά μόνο να ουρλιάξουν σε πρώτο επίπεδο. Εκεί που τα πράγματα χειροτερεύουν είναι με τη σκηνή στην ταβέρνα του ξενοδοχείου, εκεί που γίνεται συνέδριο και οι σύνεδροι το ρίχνουν έξω, παίζουν και με υπόσχεση πληρωμής, διασκεδάζουν «αναγκάζοντας» τον νεαρό Δημήτρη να πέσει βραδιάτικα στην παγωμένη θάλασσα. Ok. Say no more. Ελπίζουμε η επόμενη ταινία της εμφανώς ταλαντούχου δημιουργού να πιάσει υψηλότερες επιδόσεις.

Εμποράκος

Μία από τις ταινίες στο τμήμα «Ειδικές Προβολές» του ΦΚΘ είναι και ο «Εμποράκος» του σπουδαίου Ιρανού σκηνοθέτη Ασγκάρ Φαραντί. Η ταινία έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ των Καννών όπου τιμήθηκε με τα βραβεία καλύτερου σεναρίου και ανδρικής ερμηνείας για τον πρωταγωνιστή Σαμπάμπ Χοσεϊνί.

Ο Εμάντ και η Ράνα είναι ένα νεαρό παντρεμένο ζευγάρι που ζει στην Τεχεράνη. Εκείνος είναι καθηγητής σε γυμνάσιο και συμμετέχει, όπως και η γυναίκα του, σε μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα, έτοιμη να ανεβάσει το έργο «Ο θάνατος του εμποράκου» του Άρθουρ Μίλερ. Σε μια πόλη που διαρκώς γκρεμίζονται σπίτια για να χτιστούν καινούργια, η πολυκατοικία στην οποία διέμενε το ζευγάρι κινδυνεύει να καταρρεύσει λόγω εκσκαφών για θεμέλια στο διπλανό οικόπεδο, κάτι που προκαλεί αποσταθεροποίηση.

Ξαφνικά το ζευγάρι βιαίως εγκαταλείπει την εστία του. Και το να βρουν νέο διαμέρισμα στην Τεχεράνη που να τους βολεύει δεν είναι και η πιο εύκολη υπόθεση. Θα τους βοηθήσει ένας συνάδελφός τους από τη θεατρική ομάδα, ο οποίος θα τους νοικιάσει ένα δικό του διαμέρισμα. Μόνο που η προηγούμενη νοικάρισσα δεν έχει αδειάσει ακόμα το διαμέρισμα, δεν εμφανίζεται ποτέ κι έχει τη φήμη της ανήθικης γυναίκας. Το ζευγάρι αρχικά δεν δίνει σημασία στις φήμες. Ένα τραυματικό γεγονός, απότοκο της φήμης της συγκεκριμένης γυναίκας, όμως, θα αλλάξει τη ζωή τους για πάντα.

Τι παιχταράς είναι αυτός ο Φαραντί ρε παιδιά! Τι μεγάλος σκηνοθέτης! Τι τεράστιος σεναριογράφος! Τι σπουδαίος παρατηρητής της ανθρώπινης κατάστασης! Και τι μάστορας του σασπένς, ένα σασπένς όμως βγαλμένο από την καθημερινότητα, με έναν τρόπο που θα τον ζήλευε ακόμα και ο ίδιος ο Χίτσκοκ! Όλα φαίνονται και κυλούν απλά, όλα όμως είναι στην εντέλεια μελετημένα. Το διαμέρισμα του ζευγαριού γίνεται μη κατοικήσιμο προκειμένου να αναγκαστούν να βρουν καινούργιο διαμέρισμα. Μέσω ανθρώπου από τη θεατρική ομάδα βρίσκουν διαμέρισμα. Στο διαμέρισμα αυτό διέμενε μια πόρνη. Η πόρνη δεχόταν πολλούς άντρες στο διαμέρισμά της, προς μεγάλη δυσαρέσκεια των γειτόνων της. Πριν το ζευγάρι αποκτήσει πλήρη γνώση αυτού του γεγονότος, η γυναίκα δέχεται επίθεση ενώ κάνει μπάνιο από κάποιον που δεν γνώριζε για τη μετακόμιση και την περνάει για την πόρνη.

Αυτός ο κάποιος πανικοβάλλεται κι αφήνει τη γυναίκα τραυματισμένη αλλά κι ένα κινητό και τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, αλλά και αίμα στα σκαλοπάτια, μιας που κόβεται στο πόδι στην προσπάθειά του να ξεφύγει. Αφήνει, όμως, και χρήματα – αμοιβή! Η Ράνα παθαίνει σοκ. Αυτό, λογικά μέχρι ενός ορισμένου σημείου – δύσκολα κατανοητού από την απλή ανδρική λογική – κάνει τη συμπεριφορά της αλλοπρόσαλλη. Από τη μια ζητά από τον Εμάντ να μην πάει σχολείο και να μείνει μαζί της και από την άλλη δεν τον αφήνει να την πλησιάσει. Από τη μια είναι φοβισμένη από την άλλη είναι επιθετική. Ο Εμάντ δεν αντέχει. Και αποφασίζει να δώσει λύση, τη μόνη λύση που το ανδρικό μυαλό του μπορεί να δώσει. Θέλει να βρει τον υπεύθυνο, εκείνον που διατάραξε στα καλά καθούμενα την οικογενειακή του ευτυχία και να πάρει εκδίκηση. Μόνο που ο ένοχος δεν ταιριάζει καθόλου με τον ένοχο που είχε δημιουργήσει στο κεφάλι του.

Ο Φαραντί είναι τρομερός στο να στήνει ατμόσφαιρα. Προσέξτε πχ τη σκηνή της επίθεσης: εννοείται ότι είναι κινηματογραφημένη ελλειπτικά, εννοείται ότι ποτέ δεν μας δείχνει την επίθεση: απλά, η Ράνα, έτοιμη να κάνει μπάνιο, ανοίγει την εξώπορτα χωρίς να ρωτήσει ποιος είναι κι αφήνει την πόρτα του διαμερίσματος ανοιχτή θεωρώντας πως αυτός που χτύπησε το κουδούνι είναι ο σύζυγός της! Τόσο απλό και τόσο καταπληκτικό! Η δυναμική του ζευγαριού μετά την επίθεση αλλάζει. Να πάνε στην αστυνομία; 

Ναι, αλλά πως θα εξηγήσουν ότι η πόρτα δεν παραβιάστηκε; Θα βρούνε μπελά. Οκ, συμφωνούν. Αλλά η Ράνα κατηγορεί τον Εμάντ ότι δεν κάνει τίποτε! Ο ανδρισμός του θίγεται. Η θέση του ως άνδρα στην ιρανική κοινωνία κλονίζεται. Οπότε, οδηγείται σε πράξεις, δεν μένει στα λόγια. Και βρίσκει τον ένοχο. Κι εδώ πλέον έχουμε μια εντελώς διαφορετική συνέχιση του δράματος. Ο… ένοχος είναι ένας κακομοίρης. Ο… εμποράκος του τίτλου, με χίλια δυο προβλήματα υγείας, που κινδυνεύει να πεθάνει. Η κακιά η ώρα και μια σειρά παρεξηγήσεων τον οδήγησε εκεί που τον οδήγησε.

Τα 20 περίπου λεπτά όπου ο Εμάντ, ο ένοχος, η Ράνα και αργότερα η οικογένεια του ενόχου βρίσκονται στο υπό κατάρρευση πρώην διαμέρισμα του ζευγαριού, είναι αριστουργηματικά! Σε μια χολιγουντιανή ταινία τα πράγματα θα ήταν απλά: ο Εμάντ θα τον πλάκωνε στο ξύλο τον άθλιο, κακό, μη μετανιωμένο για την πράξη του τύπο και όλοι θα ζούσαν ευτυχισμένοι. Εδώ όμως; Εδώ που τα πράγματα δεν είναι άσπρο – μαύρο; Εδώ πώς μπορείς να μπαλαντζάρεις την εντελώς ανθρώπινη ανάγκη για εκδίκηση με το γεγονός ότι στην πραγματικότητα είσαι ένας καλός άνθρωπος; 

Απίστευτη, σπουδαία ταινία, αριστούργημα. Και στο τελευταίο πλάνο, μια αντιστροφή του πλάνου με το οποίο έκλεινε ένα άλλο αριστούργημα: οι «Επικίνδυνες σχέσεις» του Στίβεν Φρίαρς. Εκεί, αν θυμάστε όσοι έχετε δει την ταινία, η Γκλεν Κλόουζ, νιώθοντας – πολύ αργά – ενοχές για ότι κακό έχει πράξει, προσπαθεί με μανία να βγάλει από το πρόσωπό της το βαρύ μέικ-απ της. Εδώ, το ζευγάρι, με διαταραγμένες πλέον τις σχέσεις του, το παρακολουθούμε καθώς μακιγιάρεται κι ετοιμάζεται για άλλη μία παράσταση. Το είπαμε έτσι; Ο άνθρωπος είναι παιχταράς!

Ένα άγνωστο κορίτσι

Άλλη μία από τις ταινίες στο τμήμα «Ειδικές Προβολές» του ΦΚΘ είναι και το «Ένα άγνωστο κορίτσι» των Βέλγων αδερφών Νταρντέν, των οποίων κάθε ταινία είναι και μια μικρή ή μεγάλη αποκάλυψη. Η ταινία έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ των Καννών. Είναι η 10η μεγάλου μήκους ταινία τους και είναι μια πάρα πολύ καλή ταινία σε σχέση με τις ταινίες που κυριαρχούν στις μέρες μας. Με βάση, όμως, τα υψηλά στάνταρ στα οποία μας έχουν συνηθίσει, εντέλει αποτελεί μία από τις πιο μέτριές τους. Να σημειώσουμε ότι οι αδελφοί Νταρντέν μετά την προβολή της ταινίας στις Κάννες αποφάσισαν να την μοντάρουν εκ νέου και η κόπια που προέκυψε είναι κατά 7 λεπτά μικρότερη.

Η Τζενί Νταβίν είναι γιατρός. Εδώ και τρεις μήνες έχει αναλάβει το κοινωνικό ιατρείο ενός ηλικιωμένου συναδέλφου της στη Λιέγη ενώ θα μπορούσε να βγάζει περισσότερα χρήματα ως μέλος του stuff μιας γυαλισμένης πολυκλινικής. Είναι πολύ καλή στη δουλειά της. Μαζί της είναι κι ένας εκπαιδευόμενος στον οποίο συνεχώς τονίζει πως δεν πρέπει να δένεται συναισθηματικά με τους ασθενείς, καθώς κάτι τέτοιο επηρεάζει την κρίση και μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένη διάγνωση. Ένα βράδυ, αργά, πολύ κοντά στο κλείσιμο του ιατρείου, το κουδούνι χτυπάει μια φορά.

Η Τζενί, κουρασμένη, δεν ανοίγει την πόρτα. «Αν ήταν κάτι σοβαρό, θα χτυπούσαν και δεύτερη φορά» λέει στον εκπαιδευόμενό της. Την άλλη μέρα την επισκέπτεται η αστυνομία. Το πτώμα μιας νεαρής αφρικανικής καταγωγής γυναίκας αγνώστων στοιχείων ταυτότητας, βρέθηκε στις όχθες του ποταμού, πολύ κοντά στο ιατρείο. Η Τζενί γεμίζει ενοχές: είναι η γυναίκα στην οποία αρνήθηκε να ανοίξει την πόρτα. Αν την άνοιγε ίσως να ήταν ζωντανή. Για να ημερέψει τη συνείδησή της αρχίζει μια έρευνα προκειμένου να μάθει πώς και γιατί σκοτώθηκε η κοπέλα (η αστυνομία της εξηγεί πως πρόκειται για δολοφονία) αλλά κυρίως να βρει την ταυτότητα της νεαρής έτσι ώστε ο τάφος της να μην μείνει χωρίς όνομα…

Πάντα κοινωνικά ευαίσθητοι, πάντα με την κάμερά τους στοχευμένη στον άνθρωπο και τα βάσανά του, πάντα με πολύ δυνατές γυναικείες ερμηνείες στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Και αυτήν τη φορά τα αδέλφια δίνουν στον εαυτό τους τη δυνατότητα να ασχοληθούν κατά μία έννοια με σινεμά είδους. Αυτή η ταινία λοιπόν είναι ένα φιλμ νουάρ αλά Νταρντέν! Ο τίτλος παραπέμπει στο είδος, οι έρευνες που διεξάγει η γιατρός παραπέμπουν στο είδος, η επαφή με τον υπόκοσμο της Λιέγης παραπέμπουν στο είδος, τα πώς και τα γιατί παραπέμπουν στο είδος. Με το ξεκάθαρο σενάριο, με την έλλειψη μουσικής, με τη μη χρήση femme fatale, και με το βλέμμα στην κοινωνία, όπως συνηθίζουν τα δύο αδέρφια από το Βέλγιο.

Ο κάθε άνθρωπος ανά πάσα στιγμή της ζωής του μπορεί να κάνει κάτι ηθικά μεμπτό. Αυτό που ξεχωρίζει τους «καλούς» από τους «κακούς» είναι ότι οι «κακοί» μπορεί να εντοπίσουν το σφάλμα τους αλλά θα προχωρήσουν στο παρασύνθημα χωρίς να επηρεαστεί η ζωή τους ενώ οι «καλοί» δεν θα ησυχάσουν καθώς σαν αγκάθι το φάουλ τους θα τους πληγώνει τη συνείδηση έως ότου φτάσουν με κάποιον τρόπο στην απαραίτητη και τόσο λυτρωτική κάθαρση.

Δυστυχώς, μας λένε εμμέσως πλην σαφώς οι Νταρτνέν , οι κοινωνίες έχουν φτάσει σε σημείο απάθειας. Κάθε μέρα η δυστυχία πλημμυρίζει τους δρόμους. Κι εμείς ως άνθρωποι αδιαφορούμε. Εκεί μας κατάντησαν. Πόσα άραγε κορίτσια αγνώστου ταυτότητας βρίσκονται νεκρά σε όλες τις πολιτισμένες κοινωνίες του δυτικού κόσμου; Πόσοι ενδιαφέρονται για το πως ζουν, ποια είναι, ποια είναι τα όνειρά τους, πως βρέθηκαν εκεί που βρέθηκαν;

Οι Νταρντέν προσπαθούν μέσω της γιατρού να μας αφυπνίσουν, να μας τσιγκλίσουν, να βγάλουμε τις παρωπίδες και να κοιτάξουμε λίγο παραέξω από τον εαυτούλη μας. Το… κακό είναι πως το κάνουν με το πιο μέτριο σενάριο της φιλμογραφίας τους. Ας είναι. Και πάλι αυτό που κάνουν είναι πολύ πιο σημαντικό από ένα παραφουσκωμένο χολιγουντιανό τίποτα.

*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine

1
Μοιράσου το