Η ανάγκη του να είναι κανείς βάρβαρος, του Δημήτρη Τανούδη
Στο βιβλίο του «Η ανάγκη να είναι κανείς βάρβαρος», ο συγγραφέας αναλαμβάνει μια πρόκληση: να φέρει σε πέρας το έργο της συγγραφής ενός σύγχρονου νεοελληνικού λογοτεχνήματος που θα αντλεί από την παράδοση των μετα-αποκαλυπτικών ιστοριών (για την κατάρρευση του πολιτισμού και την οικολογική κατάρρευση), αλλά και από την παράδοση της «ουτοπικής» γραφής. Ταυτόχρονα, επιδιώκει να εντάξει εντέχνως στο κείμενό του εκείνο τον τρόπο γραφής που εξυπηρετεί έργα ιδεών, παραπέμποντας στα μεγάλα μυθιστορήματα που ήθελαν τις εμπνευσμένες ιδέες και τους διαλόγους με σύνθετα και φιλοσοφικά επιχειρήματα να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην αφήγηση. Ο Τανούδης επιτυγχάνει εν μέρει σε αυτό το συνδυασμό. Χτίζει μια καινούργια, περίκλειστη κοινωνία ενός μικρού σχετικά πληθυσμού, ο οποίος έχει οργανωθεί με συγκεκριμένη διαστρωμάτωση και συγκεκριμένο μηχανισμό καταμερισμού εργασίας και ρόλων (οι απόηχοι από την πλατωνική «Πολιτεία», αλλά και από πιο σύγχρονα έργα όπως ο «Θαυμαστός καινούργιος κόσμος» του Huxley, είναι εμφανείς). Ο στόχος είναι σαφής: να κατορθώσει να επιβιώσει η ανθρωπότητα εν μέσω ενός αφιλόξενου περιβάλλοντος, και να πετύχει επιπλέον να δημιουργήσει έναν πολιτισμό που θα ξεπεράσει κατά πολύ το παρελθόν και –κυρίως– τον πολιτισμό που είχαν αφήσει οι άνθρωποι πριν συμβεί το καταστροφικό Συμβάν (με άλλα λόγια, μια προκλητική χειρονομία-υπαινιγμό δια χειρός του συγγραφέα προς προβληματισμό του αναγνώστη του έργου πάνω στον οικείο σε όλους μας -δυτικό- πολιτισμό).
Σε αυτό το περίτεχνα οικοδομημένο σύστημα της νέας κοινωνίας, το τόσο καλά σχεδιασμένο ώστε να επιτυγχάνει όχι μόνο την επιβίωση αλλά και την «αναπαραγωγή» ενός ανώτερου «σύμπαντος» αξιών, κανόνων και προτύπων με στόχο την εξασφάλιση του αγαθού της αυτάρκειας αλλά και της ευδαιμονίας, ο Τανούδης εισαγάγει έναν πειρασμό: αυτό των «βαρβάρων». Οι βάρβαροι είναι το Άλλο: το εξωτικό, το ξένο, το διαφορετικό. Και αυτή η καινούργια παρέμβαση στο κοινωνικό πείραμα του νέου κόσμου είναι που αποσταθεροποιεί τα πράγματα – πρόκειται για τον παράγοντα που δημιουργεί, τρόπον τινά, την «πλοκή». Γιατί, παρ’ όλη την εικονική ευτυχία της καινούργιας κοινωνίας, παρά τη φαινομενική σταθερότητα και ομαλότητα της ζωής και το προβλέψιμο μέλλον της, υπάρχει ένα υπόστρωμα που παραμένει ανήσυχο και σε μεγάλο βαθμό ανικανοποίητο. Αυτοί οι βάρβαροι, που στο κείμενο αναφέρονται στους ανθρώπους που πιθανώς υπάρχουν κάπου στη Γη, έξω από την περίκλειστη πόλη του μυθιστορήματος, και που προφανώς έχουν ένα διαφορετικό τρόπο ζωής –πιθανότατα συνεχίζοντας τον πολιτισμό της ανθρωπότητας πριν το Συμβάν–, αποτελούν ακριβώς έναν πειρασμό του υψίστου είδους. Κι αυτό, διότι είναι εξωτικοί, είναι διαφορετικοί, και έχουν ίσως αναπτύξει τρόπους που ανταποκρίνονται σε πλευρές της ανθρώπινης ζωής και σε ανάγκες και επιθυμίες που παραμένουν χωρίς ανταπόκριση ή ακόμη και απωθημένες και καταπιεσμένες σ’ αυτόν τον νέο τύπο πολιτισμού που έχει δημιουργηθεί. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, οι βάρβαροι χρησιμοποιούνται πειραματικά από τους επί κεφαλής της πολιτείας ως ένα δόλωμα, ένα δέλεαρ για τον πληθυσμό, με στόχο την ίδια την ανανέωση του κοινωνικού ιστού: επιδιώκουν να εμφανίσουν τους βάρβαρους (αυτούς που μέχρι τώρα αποτελούσαν για τους περισσότερους έναν μύθο) ως κάτι το εντελώς πραγματικό και εξαιρετικά κοντινό, ως κάτι που είναι παρόν δίπλα τους και τους πλησιάζει. Οι βάρβαροι παύουν να εμφανίζονται ως όνειρο, και γίνονται απτοί στα μυαλό των ανθρώπων, με αποτέλεσμα σε άλλους να μοιάζουν σα μια πρόκληση και πρόσκληση για εξερεύνηση και ανακάλυψη μιας νέας ζωής που θα τους ανανεώσει, και σε άλλους να είναι μια καινούργια απειλή, η οποία θα συσπειρώσει την ίδια την κοινότητα, θα την συσφίξει και θα επιτρέψει την επινόηση και επιβολή καινούργιων μέτρων και θεσμών (Σ’ αυτήν την περίπτωση, οι βάρβαροι –όπως άρχισαν να διαφαίνονται ήδη από το «Περιμένοντας τους βαρβάρους» του Καβάφη, αλλά και το ομώνυμο μυθιστόρημα του Coetzee– αποτελούν την πρόφαση για μια κοινωνία να διατηρηθεί αναμορφούμενη, και ακόμη και να υιοθετήσει μορφές πράξης που άλλοτε της ήταν αδιανόητες και ίσως καταδικαστέες ή/και εγκληματικές.).
Νομίζω πως το «Η ανάγκη να είναι κανείς βάρβαρος» λειτουργεί πολύ καλά σαν ένα ερέθισμα και μία «πρόκληση» προς τον αναγνώστη. Είναι ένα έργο που φιλοδοξεί να μας προκαλέσει να σκεφτούμε τη ζωή και τον πολιτισμό, να εξετάσουμε τη σκοπιμότητα του πολιτισμού μας, τους στόχους δηλαδή και τα όνειρα που θέτει η κοινωνία μας, και να συλλογιστούμε ταυτόχρονα εκείνα τα κομμάτια της ζωής που μένουν διαρκώς ενεργά και γεννούν συγκεκριμένες επιθυμίες και ανάγκες. Το μυθιστόρημα είναι ένα έργο που επιχειρεί να πειράξει και να αποσταθεροποιήσει εκείνο το είδος σκέψης που προσπαθεί να καταπιέσει το «βαρβαρικό» στοιχείο μέσα μας. Επίσης, ο Τανούδης πλαγίως εισαγάγει κι ένα μικρό σχόλιο για την ίδια την πορεία της ανθρωπότητας σήμερα και τους κινδύνους που υπάρχουν. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, εκεί που το μυθιστόρημα υστερεί σε έναν βαθμό είναι το βάθος του. Όχι ότι το έργο δεν έχει να πει κάτι (ενέχει πολύτιμα μηνύματα)… Στην ουσία εκείνο που λείπει κάπως κατ’ εμέ και που θα έδινε ακόμη μεγαλύτερη ένταση και αιχμή είναι αυτό που αποτελεί σταθερό χαρακτηριστικό της μετα-αποκαλυπτικής –κυρίως– λογοτεχνίας: πρόκειται για το world-building, για την συστηματική κατασκευή και περιγραφή δηλαδή ενός ολόκληρου σύμπαντος εντός του οποίου κινούνται οι χαρακτήρες. Πολύ εύστοχα ο Τανούδης πλάθει καίριους ήρωες· ωστόσο, απουσιάζει η λεπτομέρεια στη σύνθεση του σκηνικού και του υποβάθρου, που θα έδινε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για τον κόσμο και τα διακυβεύματα αυτής της ιδιαίτερης κοινωνίας.
Συμπερασματικά, το «Η ανάγκη να είναι κανείς βάρβαρος» λειτουργεί σαν ένα λογοτεχνικό εγχείρημα που, μολονότι περιορισμένο, είναι δεόντως ερεθιστικό, θέτοντας τα καίρια ερωτήματα που γεννώνται μέσα στα άτομα, και μόνο στη σκέψη αυτού του άλλου, συμβολικού Βαρβάρου.
Η ανάγκη του να είναι κανείς βάρβαρος, του Δημήτρη Τανούδη
Εκδόσεις Μωβ Σκίουρος
σελ. 152