Όπου και να ταξιδέψω: Περπατώντας σε 24 πόλεις, του Νίκου Βατόπουλου
Κόρινθος, Βόλος, Τρίπολη, Πάτρα, Καλαμάτα, Κομοτηνή, Φλώρινα, Δράμα. Όλες οι ψηφίδες της ελληνικής γεωγραφίας αποτελούν σταθμούς του Νίκου Βατόπουλου. Συντάκτης στα κυριακάτικα φύλλα, αιώνιος οδοιπόρος της Αθήνας που υπεραγαπά, εμπνευστής πολλών φωτογραφικών και κειμενογραφικών έργων για την Ελλάδα του ΄60 με τους συγκεκριμένους συμβολισμούς και την κοινωνική της ατμόσφαιρα. Χρόνια ελπιδοφόρα που μεταφράστηκαν σε καρυάτιδες και μεσοαστικά σπίτια και σε όσα επιδέξια συλλαμβάνει ο φακός του Νίκου Βατόπουλου. Συνοδοιπόρος οι εκδόσεις Μεταίχμιο που συνιστούν μια σταθερή συνεργασία για αυτόν τον οξυδερκή παρατηρητή του κοινόχρηστου χώρου. Μεταβολές, αλλοιώσεις, προσόψεις, αετώματα, γείσα, μαρμάρινα ανάγλυφα, εραλδικά σύμβολα στις σιδερένιες πόρτες. Ακόμη και τα ξύλα που σφραγίζουν την ερημιά πίσω από το κλειστό παράθυρο διαμορφώνουν ένα ορισμένο λεξιλόγιο που καταγράφει τις μεταβάσεις της πόλης, από στρώμα σε στρώμα ως την εποχή της δικής μας μαρτυρίας.
Η συγγραφική ικανότητα του Νίκου Βατόπουλου αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό που προσαυξάνει την γοητεία των μικρών, αστικών μονογραφιών του. Το σημείωμα αυτό φαντάζεται πως ο περιφραστικός αυτός όρος δεν είναι δόκιμος μα ο Νίκος Βατόπουλος και οι εκδόσεις Μεταίχμιο μας επιτρέπουν να αναλογιστούμε την αξία της καταγραφής μιας άλλης δεύτερης ζωής κάτω από την σύνθεση του αφάνταστου και της πραγματικότητας. Υπόκειται και εκείνη στις απαιτήσεις του χρόνου, μα συναλλάσσεται μαζί του με όρους αιωνιότητας. Πρόκειται για την βιογραφία των σπιτιών που γκρεμίζονται ή αντέχουν στα βάθη του εξωτικού Κολωνού ή στους τροπικούς του Πειραιά, που ακόμη μιλούν μια άλλη γλώσσα. Ο Νίκος Βατόπουλος αποκωδικοποιεί αυτά ακριβώς τα μηνύματα, μεταδίδει την αίσθηση και το περιεχόμενο των φωτογραφικών του λήψεων στα κείμενα που υπογράφει. Μικρά μυθιστορήματα, χρονογραφήματα ή απλά μια πρόσοψη που διηγείται πολλά περισσότερα από όσα έζησαν κάποτε οι χαμένοι της ένοικοι, αρνητικά σε μια παλιά λήψη. Η Ελλάδα ανθεί και όλα μεταφράζονται στην αισιοδοξία πως η ζωή μετά τον πόλεμο θα μας ανταμείψει για όσα χάθηκαν. Μες σε αυτήν την πρόσκαιρη ευτυχία οι ελληνικές πόλεις ενηλικιώνονται, τακτοποιούν τους νεκρούς, την ιστορία, το ήθος τους, υπακούν στις συνθήκες μιας άλλης εποχής. Οι αναφορές του Νίκου Βατόπουλου διαβάζουν ξανά την ιστορία των πόλεων, όπως τις κατοικεί στα αδιόρατα σημεία της, σε αγορές και σε παζάρια, εκεί που εκφράστηκε και συνεχίζει να το πράττει, η λαϊκή ζωή. Εκεί τριγυρνά ο συγγραφέας αποθανατίζοντας αυτό που σύντομα θα χαθεί. Ένα κομμάτι της πόλης χρωστά ευγνωμοσύνη στον Νίκο Βατόπουλο που καταγράφει τους ύστατους σπασμούς της πριν για πάντα καταδικαστεί στο μέλλον της. Τα ειδικά, υφολογικά χαρακτηριστικά αυτής της δεύτερης ζωής αποτελούνται από υλικά οικοδομικά, χρώματα σε σοβατεπιά και τοιχοποιίες, θραύσματα ζωής πάνω στα σκαλοπάτια μιας κλίμακας που έχει χάσει εδώ και καιρό τον προορισμό της. Τίποτε δεν είναι συνηθισμένο για το ευφυές βλέμμα του Βατόπουλου. Διαβλέπει μέσα από τις έρημες σκηνογραφίες ενός κάποιου καιρού, τις οικογένειες που μεγαλώνουν, πληθαίνουν, γερνούν, χάνονται, επανέρχονται μες στα παλιά σαλόνια, ακολουθώντας τα ανοιξιάτικα χνάρια ενός άλλου καιρού, μιας άλλη ύπαρξης που τώρα φαντάζει άγγελος αιφνίδιος, σήμα μοναχικό ενός παράξενου κώδικα από τα βάθη των κόλπων της μνήμης.
«Όπου και να Ταξιδέψω: Περπατώντας σε 24 Πόλεις» τιτλοφορείται το νοσταλγικό έργο των εκδόσεων Μεταίχμιο. Ο Νίκος Βατόπουλος ακολουθεί τις διαδρομές αυτής της φλέβας που διατρέχει προς όλες τις κατευθύνσεις τον νέο ελληνισμό. Βαδίζει στα χνάρια της ανθρώπινης παρουσίας που αποτυπώνεται στις εναλλαγές του αστικού τοπίου. Ο Νίκος Βατόπουλος μελετά μια μη καταγεγραμμένη μικροϊστορία, η αυθεντική, ανεπίσημη πόλη αποκαλύπτει όλες της τις πιθανότητες σε μια έκδοση καλειδοσκόπιο. Εκείνο που σώζεται από τον φακό και τις λέξεις του συγγραφέα αντιπροσωπεύει κατά κάποιον τρόπο το κοίταγμα ενός Ορφέα, κυριευμένου από τ΄αχνάρι της ιστορίας και την αίσθηση της στιγμής, στοιχεία αναλλοίωτα και δηλωτικά του χαρακτήρα που συνοψίζει μοναδικά ένα μακρύ και παρατεταμένο μέλλον.
Αυτό το κείμενο γράφεται την στιγμή που η εθνική μας νοσταλγία ξυπνά πληγωμένη. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ένας άνθρωπος που μας συστήθηκε με την ενωτική δύναμη του συμβόλου και υπηρέτησε με πάθος την τέχνη του, εγκαταλείπει τα εγκόσμια. Με μια γεμάτη βιογραφία, διάσπαρτη με πίκρες αλλά και ύμνους ολοκληρώνει την παρουσία μισού και βάλε αιώνα, όσο δηλαδή γράφεται ο κορμός της νεότερης, ελληνικής ιστορίας. Η απώλεια ενός τέτοιου μεγέθους λειτουργεί ως υπενθύμιση, αφού ακόμη και κατά την ύστατη θυσία ο Θεοδωράκης προσφέρει στον ελληνισμό μια ευκαιρία για αναδίπλωση και στοχασμό πάνω στο ζήτημα της ταυτότητάς του. Στο τέλος του τριήμερου εθνικού πένθους ο Μίκης θα σφαλίσει πόρτες και παράθυρα, θα μπει στον περίκλειστο κήπο των θαυμάτων. Εφεξής θα τον αναγνωρίζεις στα αγωνιώδη κτίσματα της Αθήνας που πεθαίνει αργά μες στην θλιμμένη δόξα της, στα κλειστά παράθυρα και τα αρχαία βημόθυρα, τις καμάρες που κάποτε συγκράτησαν την ευτυχία ενός κόσμου, την ελπίδα του προτού τα αγοράσει όλα ο χρόνος στο βάθος του μαγαζιού καθώς το συνηθίζει. Η διαχρονικότητα των κτισμάτων που διασώζει ο φακός του Νίκου Βατόπουλου, με την αξιοπρέπεια και την εμπειρία τους συνιστά ένα ισοδύναμο του κλέους του άφθιτου, εκείνου του περιγράμματος που άφησε για πάντα στα πράγματα η προσωπικότητα του αποψινού, του σπουδαίου μας νεκρού. Ο περιπλανώμενος Νίκος Βατόπουλος πλανάται μες στις πόλεις του, σαν μελωδία μιας τζαζ μουσικής. Θραύσματα και λοξοί φωτισμοί δεν επηρεάζουν σε τίποτε την εκλέπτυνση που οδηγεί τελικά στις ευτυχείς αφαιρέσεις του. Έτσι, ότι απομένει συνιστά το απόσταγμα της Φλώρινας καθώς νυχτώνει σταλάζοντας μολύβι ή την θυροποιία της μεσσηνιακής πρωτεύουσας που μια φορά και έναν καιρό εξέφρασε, με ή χωρίς υπερβολή, ποιος το ξέρει – μια βιενέζικη δυναμική.
Όπου και να ταξιδέψω: Περπατώντας σε 24 πόλεις, του Νίκου Βατόπουλου
Εκδόσεις Μεταίχμιο
σελ. 352