Ο Ταΰγετος και η Σιωπή, του Roger Milliex
[…Ξέρετε τον θρύλο του Προφήτη Ηλία, που είναι ένας αληθινός διάλογος ανάμεσα στην θάλασσα και στο βουνό; Ο Ηλίας, ένας βοσκός έκανε το σφάλμα να αφήσει την στεριά, για να περάσει μια φοβερή τρικυμία στην θάλασσα. Μπροστά στον μεγάλο κίνδυνο , έταξε να μην ξαναταξιδέψει στην θάλασσα και όταν η τρικυμία καταλάγιασε δεν είχε παρά μια σκέψη μόνο: να ξεμπαρκάρει το γρηγορότερο και να σκαλώσει στο πιο κοντινό βουνό. Βιάστηκε τόσο πολύ όμως που ξέχασε τα σανδάλια του! Να λοιπόν γιατί όταν ξανάγινε βοσκός στις κορυφές μαζεύει τόσο συχνά τα σύννεφα γύρω από την κορυφή του Ταϋγέτου; Για να μην βλέπει πια την θάλασσα που του ΄χε αφήσει πικρές αναμνήσεις…]*, γράφει ο Roger Milliex στο βιβλίο του Ο Ταΰγετος και η Σιωπή, έκδοση της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Σπάρτης, του 1998. Η αφήγηση που συνιστά κατ΄ουσίαν μια καταγραφή των αναμνήσεων από το οδοιπορικό του συγγραφέα και του επιστήθιου φίλου του, ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου, υμνεί την σκηνογραφία του βουνού, ανιχνεύει και εφευρίσκει από την αρχή το βαθύτερο νόημα κάθε βράχου, κάθε σχισμής, κάθε γκρεμού, κάθε δέντρου και κάθε ανέμου. Στον ίδιο μεταφυσικό βουνό που χρόνια αργότερο καθηγητής Δημήτρης Λιαντίνης θα επιλέξει ως τελευταία του κατοικία, ο Γάλλος Milliex και ο τελευταίος μιας τρομερής γενιάς Βρεττάκηδων, όπως γράφει στο οδοιπορικό, θα αντιληφθούν το μέγεθος του μεγαλείου. Η σιωπή, μια συνέπεια του σεβασμού που απαιτεί η μαρτυρία, θα παραχωρήσει τον χώρο στις φωνές που μιλούν μέσα από σύμβολα, τοπωνύμια, μικρούς και μεγάλους, βραχώδεις λόφους, όλα τους πια κοιμητήρια του Στράβωνα και απότομοι γκρεμοί, αποκυήματα μιας λακωνικής γεωμετρίας, διάσπαρτης με καθέτους και νεαρούς Σπαρτιάτες, πάντα δοσμένους στην αιώνια ανάβαση της φυλής. Ένα πανόραμα θαυμάτων που την εποχή του καλοκαιριού αποκαλύπτεται, ρίχνει με ένα σκίρτημα φτερά και καλύπτρες, μεταμορφώνεται σε μια αφαίρεση εξωτικού χαρακτήρα. Μόνον ο ήλιος παραμένει σκληρός, ίσως για να λειαίνει πέτρες και περάσματα, δίνοντας σχήματα στις πηγές και τα ριζοβούνια του επιβλητικού, λακωνικού ναού. […Είναι μία και μισή η ώρα – ο ήλιος καίει αν και ο αέρας φυσάει γεμάτος ζωή. Ξαπλώνουμε τα κουρασμένα μας κορμιά πάνω στους τοίχους του μοναστηριού σαν να θέλουμε να τα προσφέρουμε μια και δεν έχουμε άλογα, στον καταβροχθιστή ήλιο. Κάτω από το μικρό πλάτωμα της κορφής, έχουμε από την μια μεριά ολόκληρη την Λακωνία με τον μακρύ και στριφογυριστό δρόμο του Ευρώτα, με την αδελφική σειρά του Πάρνωνα αντίκρυ στο βάθος…], μεταφράζει ο Νικηφόρος Βρεττάκος, στην ποιητική απόδοση του Ταΰγετου και των μικρών ή μεγάλων θαυμάτων του. Ονειρικός, πιστός στην πέτρα και την αίσθηση, όπως ο Ρίτσος της Μονεμβασιάς, οδοιπόρος και ερευνητής αυτού του ξερότοπου που γέννησε το πιο ατόφιο πνεύμα ηρωισμού, ανδρείας και αυταπάρνησης, θεσπίζοντας ένα τιτάνιο παράδειγμα μες στους αιώνες, ο Ν. Βρεττάκος μεταφράζει μέσα από τους κόλπους μιας ηθικής που απαντάται μονάχα στην προαιώνια σχέση του γεωμέτρη ανθρώπου με τον ίδιο τον κόσμο του. Το βουνό μεταμορφώνεται σε μια κιβωτό, μέσα εκεί φυλάσσονται τα ιερά και τα όσια, τα ποτάμια, οι τριακόσιοι, ο τρομερός Καιάδας και η ανθρωπιά του λαού, το μέγα πλεονέκτημα αυτής της συγκεκριμένης αγωγής που ονομάσαμε ελληνικότητα.
Πριν την μετάφραση του Βρεττάκου η εισαγωγή της Γεωργίας Κακούρου – Χρόνη παρέχει τις απαιτούμενες πληροφορίες, τόσο για το αχανές αρχειακό υλικό που άφησε το ζεύγος Milliex, όσο και τις χρονικές συνθήκες μες στις οποίες η μαρτυρία αυτή γεννήθηκε για να δει το φως της δημοσιότητας αρκετά χρόνια μετά, όταν πια οι συγκλονιστικοί σεισμοί είχαν ισοπεδώσει τα Επτάνησα και την Κόρινθο, των επτά χαμένων πόλεων. Η κυρία Κακούρου – Χρόνη συντονίστρια της καταγραφής του αθησαύριστου υλικού που άφησαν πίσω τους οι φιλέλληνες Τατιάνα Γκρίτση – Milliex και ο σύζυγός της Roger επισημαίνει την έκπληξη που φωτίζει την ιστορία της Σιωπής. Το κείμενο εντοπίζεται στα χαρτιά, σαν ένα απόσταγμα οφειλής του σπουδαίου αυτού ανθρώπου απέναντι στον Βρεττάκο και ολόκληρο τον ελληνισμό, ιδίωμα ενός ολόκληρου και διαχρονικού σύμπαντος. Η συγγραφέας της Εισαγωγής μας δίνει μια επισκόπηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες οι δυο εγκάρδιοι φίλοι αποφασίζουν να ανέβουν στον Ταΰγετο προκειμένου να επισημάνουν τις δοκιμασίες του ελληνικού λαού μετά τις φοβερές, φυσικές καταστροφές. Και όμως, κατορθώνουν κάτι περισσότερο, αυθεντικοί στο κοίταγμά τους, δεόμενοι αληθινοί.
Στο κείμενο μαρτυρία του Roger Milliex υπάρχει μια μικρή παράγραφος. Η αλήθεια είναι πως δεν πρόκειται για μια από τις εξαιρετικές ψηφίδες που συνθέτουν τις περιγραφές του τοπίου, αλλά για μια παράγραφο που μπορεί να λειτουργήσει ως υπενθύμιση του αληθινού σκοπού που υπηρέτησε αυτό το μικρό, ταξιδιωτικό λεύκωμα. Ο Roger Milliex αναφέρεται στον γιο του που καθώς μελετά τον Ξενοφώντα συγκρατεί λέξεις ελληνικές και νιώθει μονάχα ως μες στην καρδιά του ενστίκτου την απόσταση που μπορεί να χτίσει η ελληνική λέξη θάλαττα. Έτσι την προφέρει ξανά, χιλιάδες χρόνια μετά από κάποια πλαγιά της Πελοποννήσου, συντρίβοντας με την νεανική του αφέλεια το οικοδόμημα του χρόνου. Ετούτο το τελευταίο δεν έχει σε τίποτε να κάνει με τον ελληνισμό που διαχέεται ως ακέραιο αίσθημα μέσα από το μικρό εγχειρίδιο αγάπης του R. Milliex. Άνθρωποι που πέρασαν από αυτές τις ντάπιες, ο Σολωμός, οι Αργοναύτες, η άβυσσος η ίδια της ανθρώπινης τραγωδίας που μαίνεται ανεξάντλητη εκεί έξω, **ψυχές αφοσιωμένες στην γενικότητα, που αγκαλιάζουν πλαίσια πλατύτερα και αληθινά, όλα ετούτα συνοψίζονται στην μικρή θάλαττα, στα μάτια μας που διδάσκονται την ποίηση του κόσμου μέσα από την μαρτυρία του Roger Milliex και την φορτισμένη μετάφραση. Αυτή είναι η αξία ετούτου του μικρού μεγάλου αναγνώσματος που δικαιώνει απόλυτα το ελληνικό καλοκαίρι και επιβάλλεται με την βαρύτητα του τίτλου του. Ο Ταύγετος και η Σιωπή του γεννιούνται μες στην ειρήνη του οροπεδίου, ανάμεσα σε φυτά και πηγές, νύμφες και οξύφωνα πλάσματα. Γεννιούνται πρωτίστως στην καρδιά του αναγνώστη που γνωρίζει εκ νέου την πατρίδα του, μέσα από τα μάτια του Roger Milliex.
*Απόσπασμα από το βιβλίο
**Σχόλιο του καθηγητή Εμμανουήλ Κριαρά για το έργο του Διονυσίου Σολωμού
Ο Ταΰγετος και η Σιωπή, του Roger Milliex
Μετάφραση: Νικηφόρου Βρεττάκου