Ανάλεκτα
Στ΄ αλώνια της ύπαρξης: στην κυρά -ζωή
Κι αν έχεις πλούτη και χρυσό,
αστάχια έχω ΄γω διαμάντια της ζωής μου.
Στρώνω στ’ αλώνι μου φλουριά
και ξεδιψάει η ψυχή μου
Ζητείται ζωή. Βορδονάρης έχεις κάμει; Καμτσίκι και βουκέντρα ξέρεις να χρησιμοποιείς; Όταν η βοστρυχωτή χαίτη καμαρώνει και η άσπρη φοράδα γεμίζει κάτουρα το αλώνι τον Ιούλιο; Τον άλλο Ιούλιο, εκείνον τον πυρωμένο με γλύκα αιωνιότητας και παραγινομένης σταφίδας από την επικαλούμενη Βοστίτσα. Βρήκες διάδοχο των ονείρων κατάσταση; Αν όχι ζήτησέ την στα καπούλια της υψηθωρούσας φοράδας-αστραπής και τρέξε στις αμαδρυάδες. Κάθε όνειρο γίνεται με την αστραπή χρυσός στη βάφτιση, κινίνο στη μοναξιά. Είναι γραφτό μας. Δεν είναι βαριά η ζωή, εμείς παραβαρύναμε και την βλέπουμε μαυροσκότεινη.
Στ΄ αλώνι λοιπόν η ζωή. Μαστίγωνε χρυσό και όνειρα με τις πνοές ανέμου κατεβατού, που σήκωσε παντιέρα από την πλευρά του βουνού, για να ξυπνήσει τα μεσάνυχτα τις θυγατέρες με τα ροδομάγουλα. Για να λιχνίσουν το κατουρημένο της άσπρης φοράδας αλώνισμα. Πάνε τότε, τι κρίμα- ή ευτυχώς-, κατά διαόλου και όνειρα και χρυσός και μοναξιά, καπνός έγιναν. Επέστρεψε από μεγάλο βάθος, επί τέλους, η σιωπή του χρυσόψαρου. Κάτι βελανίδια απέμειναν, κι αυτά οι αρουραίοι τα πήραν στις μασχάλες τους. Πάλι καλά που γλυτώσαμε, με την ψυχή στο στόμα, εμείς οι λιγόζωοι, σκνίπες κεκμηκότες. Αυτές τουλάχιστον συνεχώς χορεύουν, εμείς ούτε και σήμερα. Τι περιμένουμε; Φύγανε όλα, μα έμεινε η κυρά-ζωή. Φιλιώθηκε η νύχτα με την ημέρα.
Ακούγονται τώρα τον Ιούλιο σαν σε παραγγελία φωνές: Δεν είναι θολό το ποτάμι του ουρανού, αλλά χρειάζονται ανοιχτομάτες θυγατέρες που θα καβαλικέψουν άσπρη φοράδα, φορώντας άρωμα στις μασχάλες την καύτρα του ήλιου. Ξέρει η ύπαρξη να γυρίζει τον κόσμο στα καπούλια της ζωής και να τρυγάει ευτυχία. Θέλει ανοιχτομάτες θυγατέρες τις αισθήσεις, για να αλωνίσουν την σοδιά . Ήταν και φέτος ξανά ανοιχτοχέρης ο αλωνάρης. Μυριστήκαμε το φουρνισμένο άγιο ψωμί με ελιές και κρεμμύδι στ΄ αλώνι. Στο ψωμί βρήκαμε το υψηλό νόημα του παντός και δια πάντα. Γιατί ζωή και ψωμί δεν είναι ιδιωτική υπόθεση, είναι ομο-λογία. Μόνον η ηθική ευθύνη είναι δική μας.
Όχι, δε είναι επιβίωσης θέμα το ψωμί, Μ. Σαχτούρη, αυτό κι αν είναι «ουρανός»! Και να, καλή ώρα, τι μας μηνάει ο Κ. Παλαμάς: «Ζυμώνουμε του κόσμου το ψωμί», κι ακόμα ξαναλέει: «Εγώ δαγκώνω με θυμό της φτώχιας το ψωμί». Και ο Ελύτης παραλαμβάνει τη σκυτάλη της υπερβατικότητας: «Τὸ ψωμὶ ἀνοιχτὸ σὰν εὐαγγέλιο». Όχι δεν είναι μόνο θέμα επιβίωσης! Βέβαια, κάποτε «Τρώμε βρώμικο ψωμί» (Σαββόπουλος). Αλλά μήπως δεν είναι και φάρμακο; «Γλυκό ψωμί σου ζύμωνα, για να ξεχνάς τις λύπες» (Γκάτσος). Αχ αυτή η ποίηση, φτιάχνει εξ αρχής τα πάντα, αλλά ας κλείσω εδώ, η ποίηση δεν χορταίνει με τίποτα το ψωμί»! Ψωμί, λοιπόν, και ζωή. Μα πώς να κλείσω χωρίς τον P.Celan;
………………………………………..
ακούω πως αυτόν τον τόπο να τον ονομάσεις δεν μπορείς,
ακούω πως το ψωμί που τον κοιτάζει, γιατρεύει τον κρεμασμένο, ψωμί ψημένο για εκείνον από τη γυναίκα του,
ακούω πως το αποκαλούν ζωή το μόνο μας καταφύγιο
Εκεί ψηλά αλωνίζουμε όπου ιδιάζει η λάμψη του πρωινού φωτός- αλλά και ο «ίυγγος γογγυσμός»!- μα και εκείνη η μαγεία της νυχτερινής πνοής του ανέμου. Πρωϊ και μεσάνυχτα για το ψωμί, για τη ζωή όλοι αλωνίζουμε. Οι αισθήσεις μας, οι θυγατέρες της κυράς-ζωής νάναι καλά, και ας χάθηκαν τα πάντα. Ζητάς, ορέ, τα ρέστα από τον Clint Eastwood ακόμα κι αν ηττηθεί, αφού ξέρεις πως πάλεψε ο άνθρωπος;
Θνητοί είμαστε, αλλά κατοικούμε στα σπαρτά μας, τα χέρια μας είναι γεμάτα στάχυα. Μ΄ αυτά ανάβουμε καντήλι, μ΄ αυτά ραντίζουμε τις πλαγιές να ζωντανέψει ο Ιούλιος με τις πολλές γιορτές του. Θνητοί είμαστε, αλλά τα μάτια μας δωρίζουν τους αιώνες στα παιδιά μας με μυριάδες θημωνιές. Καβαλάρηδες είμαστε, αλαφροπατούν τα άλογά μας και πάμε ολοταχώς για νέες σοδιές. Τα σκυλιά με κρεμασμένη τη γλώσσα μας ακολουθούν, μήπως και κάτι απ΄ το παρελθόν μας παρασύρει σε λάθος δρόμο. Μόνο όποιος αρχίζει τη ζωή από τις θημωνιές μπορεί και να τη ζήσει. Τίποτα δεν υπάρχει πέρα απ΄ αυτές. Καμιά απόλυτη αφετηρία, μόνο αυθ-αίρετα σημεία φωλιάζουν στις θημωνιές. Αυτές είναι η εγγύηση της συνεκτικής όλων μας ζωής, όχι της ατομικής επιβίωσης. Ακόμα-ακόμα και οι λέξεις μας είναι από στάχυα. Και οι σκέψεις μας με σιδερένια πέταλα αλόγου βαδίζουν.
Τη θα πει ζωή; Αρχή του τέλους! Αυτή είναι η μοίρα μας, να ζούμε αιώνια το τέλος της κυράς-ζωή χωρίς ακηδία. Αυτή είναι η γνώση μας, να αλωνίζουμε και ν΄ αλέθουμε το ψωμί μας σαν να μην υπάρχει αρχή και τέλος. Εμείς τη δουλειά μας, να αλέθουμε. Μας γνέφει ο Hölderlin
«Το ψωμί είναι γέννημα-θρέμμα της Γης, μα ευλογημένη από το φως, Κι από τον βροντερό Θεό έρχεται η ευφροσύνη του κρασιού» («Άρτος και οίνος»).
Δεν θέλουμε άλλη σκόνη από μιζέρια, θέλουμε αγώνα και θυγατέρες που λιχνίζουν, προπάντων τη νύχτα, της κυράς-ζωής το ψωμί. Θέλουμε τη ζωή κάθε στιγμή χωρίς αρχή, και τέλος, μας φτάνει η σοδιά του Ιουλίου, δε θέλουμε άλλα μονοπάτια, έχουμε τόσους γύρους ακόμα να κάνουμε στο αλώνι της ζωής, έχουμε τόση ζύμωση ακόμα για το ψωμί των αγγέλων.
Στ΄ αλώνια της ζωής- κόντρα στην ευθεία- τρέφουμε το μυαλό με λαγωνικά τις αισθήσεις.
Στα κύματα της ελευθερίας: στην κυρά-γυναίκα
Κι αν είσαι πευκοβέλονα
του ήλιου εγώ ΄μαι ακτίνα.
Σέρνω τα κύματα ψηλά
και δεν τα βρίσκει η πέτρα.
Ζητείται ελευθερία. Ψαράς έχεις κάμει; Τελευταία είδα γυναίκα να σηκώνει δίχτυα. Ιεροπρακτούσε με καμάκι ανατολικά της νύχτας. Ποια δικαιώματα και κουραφέξαλα, είπα. Μας δωρίζει η στόφα της τη βίαιη αλήθεια ενός ευλογημένου πόνου που μας παρασύρει και αιωνίζει τη ζωή. Πίνει αρμύρα πρωί, απόγευμα και βράδυ, τα δίχτυα της από αράχνη. Λασκάρει η γυναίκα, θυμήθηκα το Ζορμπά, τις βίδες του μυαλού μας. Λίγο φιλί από τα σωθικά της και θα κατεβούμε μεθυσμένοι σε βαθύ όνειρο. Καλό είναι στην ανάγκη και το απομεσήμερο, καμπή: σιμώνει γυναικείο παράπονο.
Τρέξτε ικέτιδες, «το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε» (Κ.Ουράνης). Ας μην πατήσουμε ποτέ ξανά στη γη. Μας αξίζει η πιο μεγάλη τρικυμία. Η πιο μεγάλη στιγμή της ύπαρξής μας είναι η σιγουριά την ώρα του κινδύνου. Ο Bollnow «ψάρεψε» επ΄ αυτού κάτι από τον αγαπημένο του Rilke: «Τολμηρό παιδί, τώρα δεν είσαι πουθενά αλλού σε ασφάλεια παρά όσο στον κίνδυνο» (Neue Geborgenheit). Η δέσμευση στη στεριά σου αποστερεί τις δυνατότητές να γίνεις ύπαρξη ναυαγώντας, βυθισμένος, βρεγμένος ως το κόκκαλο. Βουβά είναι τα βουνά. Η καρδιά μας μια στον αφρό του κυμάτου και μια στο βυθό που σφύζει από ζωή.
Ήθελε, μάλλον, η ψαρού να είναι ελεύθερη, αλλά από τι και από ποιόν; Ίσως από τον άντρα της, που θέλει μια νταμιζάνα ούζο στην καθισιά του. Αλλά εγώ πιστεύω ότι ήθελε να βρεθεί στον αιθέρα, ελεύθερη από τη στεριά που λίγο- πολύ όλοι επιζητούμε, στο συριγμό του ανέμου. Της πάνε κουτί τα κύματα και οι επιθυμίες. Βλέπω την ψαρού και τα επιθυμώ κι εγώ όλα, αν και απαράσκευος, διαφορετικά. Λαγωνικό στα βουνά δεν είναι και λίγο πράμα, αλλά μια μοιραία επιθυμία μας θέλει θαλασσοδαρμένο πετούμενο στις θάλασσες, ακόμα κι όταν δε σαλεύει αναμάμαλο. Γιατί αφήνουμε τα φτερά μας σε αχρηστία; Είμαστε πολεμιστές σε ασύνορες πατρίδες, αποσκιρτήσαμε, δε μερώνουμε με τίποτα. Δεν έχουμε εμπιστοσύνη στη στεριά. Είναι τόσο στενή και στατική, ποθούμε τη μακρινή, τη χαμένη μας χώρα. Αλλοίμονο σε όσους έχουν «μόνιμη κατοικία»! Από του Bollnow την προίκα: «Ο άνθρωπος πρέπει να φύγει μακριά εκθέτοντας τη ζωή του στους εχθρούς» θα πει ο Schiller. Γιατί πρέπει μέσα από ένα παράθυρο να φλερτάρει της την προσδοκία; Τη μόνη χώρα που έχουμε είναι αυτή των θαλασσόλυκων και θαλασσοδαρμένων. Χώρα τόσο «ανοικτή» σε προ-κλήσεις disponibilite με τα όλα της!
Μια φωνή μας καλεί: το άριστο είναι η θάλασσά μας. Όποιος το αποφεύγει, λιποτακτεί από τη ζωή. Τι περιμένουμε στη γη; Γιατί λιβανίζουμε τους απαισιόδοξους; Λέμε όχι στη στεριά. Αγριογούρουνα λεηλατούν τα χωράφια μας, δελφίνια μας καλούν με δελεαστικές κλήσεις. Παραφράζουμε εδώ τον Schiller – με την ευλογία και πάλι του Bollnow-: Η θάλασσα μας βγάζει στην άκρη του κόσμου. Αχ αυτή η ψαρού, η θάλασσα. Συνταξιδεύει μαζί μας, στον αχανή ορίζοντα της ύπαρξής μας, στην απόλυτη υπερβατικότητα. Δεν έχει πόρτες να σε αποκλείουν ή να σε φυλακίζουν, στο εικοσιτετράωρο όλα μένουν ανοιχτά. Είσαι παντού! Γιατί η θάλασσα, η μυστική ζωή μας, ο μυστικός μας έσω κόσμος και δρόμος, είναι πόθος μακρινής διαδρομής και εσωτερικής απεραντοσύνης, όχι απλής επιβίωσης της ψαρούς.
Στέρεο έδαφος δεν είναι πάντα και το καλύτερο στην ανθρωπινότητά μας. Και τα χρυσά μας αστέρια θα μένουν εσαεί μακριά. Όλα του πολιτισμού παίζονται στο νερό και σε «απορρώγους ακτάς» (Παπαδιαμάντης). Ζητάει αρμύρα το κορμί μας, αρκεί να μην μεταπεισθεί από όνειρα, ούχ ήττον ψευδή και πενιχρά. Σαν εκείνα που στοίχισαν χιλιάδες ανθρώπινες ζωές μεταναστών και προσφύγων. «Μνημόσυνο» τους κάνει ο Βρετανός ζωγράφος Banksy με τον πίνακα «Mediterranean Sea View 2017». Πωλήθηκε από τους Sotheby΄s 2.4 εκατομμύρια Ευρώ, τα οποία διατίθενται σε νοσοκομείο της Παλαιστίνης. Η θάλασσα της ζωής και του τέλους, μέσα μας και παντού.
Στα μελίγγια μας τρέχει ενάλιος μυρωδιά μελωμένου στο βυθό της ύπαρξής μας σύκου. «Φτύνεις» τον ξιφία επειδή γυρεύει θαλασσόχορτα και δεν έγινε λιποτάχτης γοβιός, που βρήκε στο μόλο ενδιαίτημα και τον διέγραψε η ψαρού από τα κιτάπια της; Φωνάζεις σκρόφα την πέστροφα που «έβγαλε τα μάτια της» με τον περαστικό σολομό και αναπηδάει για να ξεφύγει από τα μάγια του ποταμού; Όχι δεν θηρεύεται με πίτουρα το μελανούρι, είναι λιτοδίαιτο, δόλωμα παραγεμισμένο με ιδρώτα της ψαρούς προτιμάει. Της θάλασσας η ηθική από αρμύρα.
Είδα, λοιπόν, την ψαρού, να ρίχνει αγκίστρι πολύ μακριά, σε κόσμο ελεύθερο από στεριές- για να μπορεί, όντας ελεύθερη, να πιάνει στη σιωπή της συζήτηση με το Θεό. Στην αφιλότιμη τη φουρτούνα την είδα και στα παραγάδια, μεθυσμένη, αλλά με αρμύρα. Με μόνο πλήρωμα τη δική της θέληση. Από το σώμα της έσταζε πρυμναία αβεβαιότητα, ανύπαρκτη σε βουνά. Δεν ήταν μόνο γυναίκα, ήταν θαλασσοπούλι που δεν ενδίδει στη λάβα της εκβολής του ποταμού. Την είδα την ψαρού να περιφρονεί το φτηνό κέρδος, ζητούσε αξιότερο εχθρό, δεν της αρκούσαν τα ζυγιάσματα.
Ποιό είναι «είδος» ανώτερο από αυτή; Δεν είναι απ΄ το δικό μας γένος των αρπακτικών! Την συμπαρασύρουν τα κύματα, την πληρούν με ένα μεθυστικό βίωμα του κόσμου, δεν ζει η ύπαρξή της μακριά τους. Γυναίκα όμως είναι, ο έρωτας της πρέπει, να θυμηθώ λοιπόν τον Hölderlin:
Αν τους φίλους ξεχάσεις, αν τον καλλιτέχνη
χλευάσεις, και το βαθύτερο πνεύμα μικρό και τιποτένιοτ
ο περάσεις, ο Θεός το συγχωρεί, μόνο μην ταράξεις
ποτέ σου την ειρήνη των εραστών
Αβέβαια και ψηλά τα πόδια μας στο χορό – χορεύουμε και δε φοβόμαστε, μα ούτε και ελπίζουμε- ,όσο αβέβαια και τα πόδια της ψαρούς που λικνίζονται στη βάρκα. Ακόμα και στις επιθυμίες μας την βρίσκουμε «στο ύψος της», πάμπλουτη από θαλάσσια μυστικά, μακράν του όχλου. Στο ύψος της ιδιαιτερότητάς της, μακριά από το βλέμμα της γης. Και της χελώνας. Μας καλεί η ψαρού να δούμε τη ζωή στο φόντο εκείνης της ελευθερίας που γίνεται υπόθεση και της τέχνης. Ο ζωγράφος Κ.Η.Hödike, έργα του οποίου αυτή την εποχή εκτίθενται στην Πινακοθήκη σύγχρονης τέχνης του Μονάχου, εκπέμπει το σήμα : «Βάζεις το χρώμα στον πίνακα και τότε αυτό καθορίζει ποια θα είναι η συνέχεια», δεν το σταματάς αυτό το γεγονός, το αφήνεις να «τρέξει» (FAZ 23.07.2020). Παρεμβαίνεις, θαλασσάκι μου, στων δελφινιών τη χαρίεσασ ρότα;
Μας καλεί η ψαρού στην ελευθερία, στην απαλλαγή από την καθήλωση σε παγιωμένες θεωρήσεις -εξορκίζοντας κάθε υποψία μεταφυσικής- στον αστερισμό της καταύγασης της ύπαρξής μας που καμιά επιστήμη δεν πετυχαίνει. Μας καλεί να ζήσουμε τις οριακές καταστάσεις (Grenzsituationen), αυτές που «θέσπισε» ο Jaspers: το θάνατο, τον πόνο, τον αγώνα, την τυχαιότητα, την ενοχή, όχι φιλοσοφώντας, αλλά αφυπνίζοντας μέσα από ριζικό συγκλονισμό του Dasein μας την ύπαρξή μας. «Ανέστιος, εδώ στα βουνά της καρδιάς», θα πει ο Rilke (Bollnow NG,20)! Θέλουμε Ωκεανό.
Δεν θέλουμε δικαιώματα για τις γυναίκες μας, θέλουμε το ταπεραμέντο της υψηλοβλεπούσας γυναίκας, που γεννά ποιητικά τα πάντα και μας οδηγεί από την άβυσσο της χωμaτίλας στην τρικυμία της ελευθερίας, στη λαχτάρα και στο θάρρος, για το οποίο διψά η ευτυχία μας, προπάντων όμως θέλουμε την ταραχώδη ρεμβασμό των αισθημάτων της, τα ανοιχτά της μάτια και το γρήγορο βλέμμα της απέναντι στο κακό.
Κόντρα στη σιγουριά κατοικούμε στα κύματα- μακριά απ΄ την ξεραϊλα της στεριάς-,η αρμύρα μας διψάει ελευθερία και «θηλυκό μυαλό».
Στα κάτεργα της διάνοιας: στην κυρά-λογική
Κι αν γράμματα σπουδάματα σημαία σου έχουν γίνει,
βυζαίνω εγώ το πέλαγος στης αίσθησης το στήθος.
Κι έρχονται αλήθειες μέλισσες, κλωσσόπουλα, αστέρια,
και στη ζωή μου ρίχνουνε της τέχνης παραγάδια.
Ζητείται η κυρά -λογική. Ψευταράς έχεις κάμει; Ακούγεται το ανήκουστο: καθένας έχει τη δική του λογική και την βαφτίζει «άποψη»! Λογικές να φάνε και οι κότες. Τελικά πόσες δύσμοιρες υπάρχουν; Φωτιά στα μπατζάκια μας! Ποιος μας πιάνει! Βέβαια εμείς δεν πιανόμαστε, μόνον αέρα κοπανιστό πιάνουμε και νομίζουμε πως πιάσαμε πουλιά. Trampismus της σήμερον! Προηγείται η μάσα, έπεται η αντι-λογική, ακολουθεί η αντι-ηθική. Λείπει η αλήθεια που ενώνει, δεν θέλουμε να διακρίνουμε ορθό και ψέμα. Δεν φαίνεται να πήραμε είδηση το μήνυμα του Goethe για δέος στο κατώτερο και στο εύθραυστο, μας μεθάει- πάσει κομματική προπαγάνδα Γκαιμπελικής κοπής- η «βούληση για δύναμη».
Η «κοινή» βέβαια λογική που χρειαζόμαστε δεν χωράει σε τέτοια έργα. Είναι, βλέπεις, Imitation κακόγουστη, Αριστοτέλεια sui generis. Εύκολα την συναντάς σε πολιτικές και κομματικές συνάξεις. Υπερφίαλη, κοσμείται με μανιακό κομματικό πάθος. Την άκουσα να συγχέει τον πλουραλισμό με τον παραλογισμό. Λέτε να έχει σχέση με την Gerede («φλυαρία») του Heidegger; Κολυμπάει στις απάτες της, γνωρίζει το αληθές, αλλά επιλέγει την απατηλότητα. «Ψώνιο» και ψωνίζει από κομματικά περίπτερα.
Ντυμένη σωστή κοκότα, είναι ξετσίπωτη και ισχυρογνώμων. Mισεί την ελίτ-υποδόριος ρατσισμός- όσο ο προλετάριος τον αστό και όσο, πάλαι ποτέ, οι εργάτες τους κουλάκους. Υποστηρίζει με περίσσιο πάθος (θράσος καλύτερα να το έλεγα!) ό,τι της κατέβει εν ονόματι της διαφορετικότητας, όσο για την αντικειμενικότητα «ας πάει και το παλιάμπελο»! Την λιμπίζονται όλων των ηλικιών αδούληδες «γαμπροί», είναι το ίνδαλμά τους. Πραγματική μυλωνού της παράδοσής μας, τρέχουν ακόμα και μαθητές από πίσω της να μάθουν «έκθεση ιδεών»: Μάθε παιδί μου γράμματα από τον πισινό της μυλωνούς. Στο πρόσωπό της εντοπίζει ο πομπώδης κομματικός ορθολογισμός τη θεά του. Συχνάζει, ως γνωστόν, στα καφενεία και μεταποιείται σε αυτόκλητο ελεγκτή και υβριστή των πάντων. Κατά διαόλου η λαμπράδα που διαθέτει κάθε θηλυκό πυρωμένης καρδιάς. Στα πανεπιστημιακά δρώμενα τη φάγανε, τη στενοκέφαλη, τα γιατί και τα επειδή, το «παίζει» μεγάλη διάνοια και μαντρώνει σε λέξεις τον παλμό του νου. Εμποτισμένη είναι με μεγαλόπρεπη πνευματίλα. Να είναι αυτή καλά, η τρέλα μας μάρανε τώρα;
Τον επιτήδειο που πούλαγε πνεύμα οι παππούδες μας τον έλεγαν «τομάρι». Δεν έχομε τίποτα κάτω από αυτό; Η «κυρία» πουλάει τοξικό πνεύμα με άνεση μεγαλύτερη από εκείνη που διαθέτουν βαποράκια της διακίνησης των ναρκωτικών. Πνεύμα, δε, γαρνιταρισμένο με εμφύλιο-πολεμικά απόβλητα. Στρεβλό πόδι ναι, ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, μα να που έγινε τόσο ανθρώπινη και η στρεβλή συνείδησή της. Δεν γίνεται πίστη στο Θεό και αντιεπιστημονική θολούρα ! Δεν γίνεται και αθάνατη και ψηφοθήρας ψοφίμι, διακοπές στη Μύκονο και λαϊκότητα, «προοδευτικιά» και ανέραστη ιδεολήπτρια, «συντηρητική» με σκουριά και μούχλα τύπου Ντομστρόϊ, κομμουνίστρια των Σοβιέτ και ανθρώπινα δικαιώματα, Foucault, Derrida και Heidegger από τη μια και από την άλλη κυβερνητική αγκαλιά με αστοιχείωτους και παλαιοημερολογίτες της πολιτικής. Άδικο έχει ο Dare Egges που μιλάει για βαρβαρική «Idiotokratie»; (εφ.Die Zeit 27.07.2020).
Σπέρνει πάντα λουλούδια η κυρία στα μυαλά ανώριμων και ημιμαθών που σέρνονται από κοντά της στα τυφλά. Η ιδεοληπτική της πάστα είναι αυτή της πεντάρας. Σπέρνει λουλούδια και θερίζει με δρεπάνι χάρου δηώσεις του πολιτισμού και ανθρώπινες υπάρξεις. Και να σύχναζε μόνο στην πλατεία του Πεκίνου, σ΄ εκείνο το «πολιτιστικό σφαγείο». Γοητεύει καθημερινά τους αχυράνθρωπους , τους σέρνει από τη μύτη και νάτη σε πρώτη θέση, η κυρία σε γρυσμούς διαδηλώσεων και σε ωρυγμούς «δημοκρατικούς». Δεν μπορούσε να ήταν Olivie de Harilland;
Παραστράτησε η κυρά-λογική, άρχοντας και Καραγκιόζης. Ψιττακίζει. Σκύλιασε η ιδεολογική της πανουργία και φούρκισε τη σύννοια συλλογικοτήτων. Ο «προσωπικός» ορθολογισμός, αυτός ο βαθύφωνος άνδρακλας, ο μερακλής, που αποτεφρώνει τα πάντα, είναι μόνιμος συνοδός της. Θηλυκό είναι η λογική, μα δεν διαθέτει αντικλείδι για τα αισθήματα. Άγαν χρήσιμη εκφυλισμένη, οι νοήμονες, ευτυχώς, την σνομπάρουν. Θα μου πείτε: σουσουράδες και ανήλιαγοι κολλητοί της, αεριτζήδες, πάντα υπήρχαν. Όλοι οι απεγνωσμένοι την κακοποιούν, οικτρά «πτώματα» οι θαυμαστές της, με σάπιες δαγκάνες οι «φορείς» της υλακτούν. Ασύστολοι ψηφοθήρες ψευταράδες της πεντάρας υπήρχαν ανέκαθεν και την λιβάνιζαν. Με τόσο χοντροκομμένες αισθήσεις χάνει η κυρά-λογική τη γη από τα μάτια της.
Μούλιασε και η σκέψη των «δήθεν» λογικών επιστημόνων και ιδίως των ορθολόγων θεολόγων, γέμισε σκουληκάκια, παραφούσκωσε το κρανίο, δεν το χωράει η σκούφια. Αδυνατεί η κούφια επιστημοσύνη να νοήσει ότι υπάρχει το αναίτιο και απροσδόκητο. Φιλιώθηκε παραχρήμα με καλούπια και μπήκε σε γύψο ο νους της. Για να μην ξεχνάμε την Παπαδιαμάντειο ορολογία της «Γυφτοπούλας»: οι συνήθεις λόγιοι των Μέσων «Ελάτρευσεν φαιδράς θεότητας», «οικτρόν πτώμα», «nihil fecimus». Με έναν άλλο όρο, από τον Ρ.Celan, «Totesfuge» του πνεύματος.
Τι να μας πει, τυλιγμένη στα σάβανά της, η ταλαίπωρη η λογική για την λαχτάρα μιας αγκαλιάς, για δυο νέους που αγαπιούνται τρελά, για τη μητρική αγάπη, για την αιωνιότητα της στιγμής, για τον έρωτα; Τι να μας πει για πίστη η μάταιη και νερόβραστη λογική της παρλαπίπας και της παραφοράς, η αναγούλα της αριθμητικής; Πως θα κατανοήσουμε εν τέλει ότι «είμαστε η γλώσσα μας», που την χρειάζεται η λογική για να παράξει πολιτισμό;
Αναζήτησα την κυρά- λογική – είναι θηλυκό, βλέπεις- στον πρόσφατα πωληθέντα πίνακα της γνωστής σειράς του Picasso “Les femmis d‘ Alger“ (FAZ,13.07.2020 ). Αυτό είναι, είπα λογική με τα όλα της. Σε ψαύει εκείνη, δεν την αγγίζεις εσύ. Μα δεν μου αρκούσε. Πήγα πίσω πολύ, μέχρι την «Αιώνια Άνοιξη» του Auguste Rodin. Τέλεια φιγουράρει εκεί η λογική του εναγκαλισμού. Σε προκαλεί, ερωτική, συγκερασμένη εκατό τοις εκατό στα ανθρώπινα σώματα. Βέβαια, για να μη θεωρηθώ ιστορικιστής και θυμώσει μαζί μου ο Nietzsche έριξα μια ματιά, στον ερωτικό Derrida. Προβληματίστηκα: μα είναι δυνατόν, είπα, ένας γυναικάς να μην τα πηγαίνει καλά με τη θηλυκότητα της λογικής; Οπότε αναγκάστηκα να ψάξω για λογική και στην αρχιτεκτονική. «Πετάχτηκα», που λέτε, μέχρι τη νέα βιβλιοθήκη-θαύμα του Όσλο. Να, μονολόγησα, έτσι θέλουμε τη λογική, να μας ξεπερνάει, να μην την ξεπερνάμε εμείς. Στάθηκα επίσης στην έκθεση έργων της τέχνης της αφαίρεσης του Otto Freundlich, για να απολαύσω την πολυεπίπεδη παράθεση των χρωμάτων(FAZ, 16.07.2020)*. Η «λογική», όσο κι αν αυτό ακούγεται αιρετικό, είναι έγχρωμη και σώζεται πρωτίστως στην τέχνη διασώζοντας έτσι την διάνοια. Με την τέχνη θα πει: με ό,τι δεν λέγεται με λόγια, αλλά μόνον «δείχνεται» από φτασμένους καλλιτέχνες. Όπως, καλή ώρα, στο Lauffen εκείνη η περίφημη σύνθεση του Peter Lenk, η «ακροβατική», για του Hölderlin τη «ζωή»! Σε άλλο επίπεδο τώρα: Ο Χιλιανός σκηνοθέτης Patricio Guzmán πασχίζει με το φιλμ “Die Kordillere der Träume” να κατανοήσει τη χώρα του. Εμείς;
Ας διαβάζουμε τουλάχιστον άρθρα σαν αυτό της Σοφίας Κροκιδά «Στην τέχνη υπάρχει λογική», στο οποίο παρουσιάζει το βιβλίο του Enrique Vila- Matas «Στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική». Επίσης, ας διαβάσουμε τα δυο νέα βιβλία για τον Nietzsche, της Sue Prideaux και του Heinrich Meier, που αναφέρονται, σ΄ αυτόν τον «δυναμίτη» και αντιρρησία πασών αντιρρήσεων και ενός νέου τρόπου σκέψης και ζωής που δεν συλλογίστηκε με τις γνωστές «λογικές κατηγορίες» (FAZ 19.07.2020). Μα γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο, εκτιμώ, ότι είναι πρωτίστως «λογικό» το όλο έργο του!
Στα θέλγητρα, λοιπόν, της λογικής σφάζονται παλληκάρια. Στα κάτεργα της διάνοιας και στη λάμψη των αριθμών καρατομούνται εγκάρδιος νους και αλήθεια. Που θα χωρέσει ο Θεός, που θα βρουν τόπο τα πόδια για χορό, που θα βρεθεί χρόνος για μυστήριο και μυρωδικά; Ποιος θ΄ ακούσει την καρδιά μας και θα μας ανοίξει; Υπάρχει εξάλλου πέρα από τα υποκειμενικά συναισθήματα και την όποια λογική διαδικασία μια εμπειρία έσχατης πραγματικότητας που δεν την αποκτάς με μαθησιακές διαδικασίες και με κανέναν άλλο τρόπο, παρά μόνο με την υπαρξιακή σου φαρέτρα. Υπάρχει η υπαρξιακή λογική του καλλιτέχνη στην αντι-Heidegger ρότα: η έκφρασή του είναι καθαρά ανθρώπινη εσωτερική ανάγκη, μακράν κάθε περιπετειώδη και πλάνητα υπαρξιακού ηρωισμού (Bollnow NG.51).
Δεν θέλουμε νερόβραστη, νηφάλια και κατεργάρα λογική, ούτε φρόνιμο μυαλό, δεν θέλουμε νέα ιδανικά και νέα δόγματα, διψάει η ύπαρξή μας για λίγη Γενναιοδωρία, για το Αβέβαιο και Αόρατο, θέλουμε ρωμαλέα αισθήματα, θέλουμε να κρατήσουμε τη λάμψη της γρανιτένιας αδημονίας μας, μ΄ εκείνη την ελπίδα και την υπομονή που αγνοεί η λογική.
Κόντρα στην συμπλεγματική φλυαρία, σ΄ αυτό το Finsternis που έχει πέραση, υπάρχει η όντως χώρα της λογικής παραδειγματικά στον αντιρρησία πασών των αντιρρήσεων που λέγεται τέχνη.
Αναγνώστες, σύγγνωτε για την μη ευκρίνειά μου!
ΥΓ. Σύμπτωση ότι η ζωή, η ψαρού και η λογική είναι θηλυκού γένους; Όπως και η ωραιότης;
*FAZ είναι η γνωστή εφημερίδα της Φραγκφούρτης
Εικόνα Εξωφύλλου: P.Klee “Frauenpavillon”