Δράκουλας, του Bram Stoker
Ωστόσο, είναι λογικό να αναρωτηθεί κανείς, γιατί αξίζει τον κόπο η ανάγνωση του κλασικού αυτού έργου, σε μια εποχή που τα βαμπίρ και η σχέση τους με τους κοινούς θνητούς έχουν απασχολήσει τόσο εκτεταμένα την ποπ κουλτούρα. Αιμοδιψή πλάσματα πρωταγωνιστούν σε δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές, όπως στο “The Vampire Diaries” και το πολύ πρόσφατο “Dracula” του BBC, σε αμέτρητες ταινίες όπως στο κλασικό πλέον “Interview With The Vampire” (1994) του Neil Jordan, ή στην ιδιαιτέρως δημοφιλή στις νεανικές ηλικίες σειρά ταινιών “The Twilight Saga” (βασισμένη στα βιβλία της αμερικανίδας Stephenie Meyer) και φυσικά σε άπειρα βιβλία, όπως στο “Salem’s Lot” του Stephen King ή το πολυεπίπεδο “Agyar” του Steven Brust.
Κι όμως, υπάρχουν δεκάδες λόγοι για να διαβάσεις την ορίτζιναλ ιστορία του τρομακτικού κόμη που συγκινεί τόσο τους αναγνώστες ακόμη και σήμερα. Ο πρώτος λόγος που θα μπορούσε κάποιος να αναφέρει είναι καθαρά βιβλιοφιλικός. Οι λάτρεις τις λογοτεχνίας αγαπούν να γυρίζουν στις απαρχές της κάθε λογοτεχνικής ιστορίας και στις ρίζες της δημιουργίας δημοφιλών χαρακτήρων. Ο Δράκουλας του Bram Stoker είναι το αρχετυπικό βαμπίρ, ο πρώτος και ανυπέρβλητος, διψασμένος για αίμα ήρωας, που σημάδεψε όλους τους επόμενους ανάλογους χαρακτήρες που εμφανίστηκαν στη ιστορία της λογοτεχνίας. Ο ίδιος ανακαλύφθηκε ξανά, αναπροσαρμόστηκε και εφευρέθηκε εκ νέου πολλές φορές ως το κεντρικό πρόσωπο άλλων λογοτεχνικών (κινηματογραφικών, τηλεοπτικών) προσπαθειών ως η απεικόνιση του απόλυτου κακού.
Ο δεύτερος λόγος, εξίσου βιβλιοφιλικός, είναι η μορφή στην οποία είναι γραμμένο το μυθιστόρημα του Stoker. Πρόκειται για ένα επιστολικό μυθιστόρημα – όλη δηλαδή η πλοκή του εκτυλίσσεται μέσα από τις επιστολές που ανταλλάσουν οι ήρωές του, τις ημερολογιακές καταγραφές τους ή, σπανιότερα, μέσα από τηλεγραφήματα και αποκόμματα εφημερίδων που παρατίθενται αυτούσια. Αυτό το είδος μυθιστορήματος, τόσο σημαντικό για το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα έχει πάψει από καιρό να είναι δημοφιλής λογοτεχνική τεχνοτροπία κι αξίζει, ίσως, τον κόπο να γνωρίσει κανείς έναν καθαρόαιμο εκπρόσωπό του όπως είναι ο «Δράκουλας». Η επιλογή βέβαια του συγγραφέα δεν ήταν καθόλου τυχαία, καθώς η επιστολική γραφή δίνει στα παράδοξα γεγονότα που εξιστορούνται ένα πλαίσιο ρεαλισμού και μια αίσθηση αληθοφάνειας που είναι απολύτως απαραίτητη για να απολαύσει ο αναγνώστης την απόκοσμη, εφιαλτική αύρα και τη συνεχώς υφέρπουσα απειλή που διαποτίζουν την αφήγηση.
Επιπλέον, ένα πολύ ελκυστικό επιχείρημα είναι το γεγονός ότι ο «Δράκουλας» μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους πέρα από τον προφανή, ως ένα δηλαδή ακόμη γοτθικό μυθιστόρημα. Μπορεί να διαβαστεί ως αναφορά για τη θέση της γυναίκας στη Βικτωριανή Εποχή, αμφισβητώντας (ή κατά άλλους ενισχύοντας) τα στερεότυπα της εποχής για τη θηλυκότητα και παρουσιάζοντας (μέσω του χαρακτήρα της Μίνα) ένα άλλο γυναικείο πρότυπο, αυτό με το «αντρικό μυαλό» και με σεξουαλικές επιθυμίες. Μπορεί επίσης να διαβαστεί σαν queer μυθιστόρημα, αφού βρίθει από έμμεσες αναφορές σεξουαλικού πόθου ανάμεσα σε άτομα του ιδίου φύλου: απόδειξη τα γράμματα που ανταλλάσσουν οι φίλες Λούση και Μίνα, συχνά ποτισμένα με «ωκεανούς από αγάπη και εκατομμύρια φιλιά» αλλά και η εμμονική προσκόλληση του Τζόναθαν στον Κόμη, που δείχνει ότι τον θαυμάζει όσο ακριβώς και τον φοβάται. Τέλος μπορεί να διαβαστεί σαν αντικατοπτρισμός των φόβων της Βικτωριανής κοινωνίας: η μετάβαση του Κόμη Δράκουλα και η εγκατάστασή του σε αγγλικό έδαφος αποτελούν ένα είδος αντίστροφου αποικισμού, η άνοδος της τεχνολογίας και της επιστήμης (μέσα από το πρόσωπο του Βαν Χέλσινγκ) σηματοδοτεί την απομάκρυνση από τις προλήψεις αλλά πιθανόν και από τη θρησκεία, η θέση των φύλων είναι πιο ρευστή και η λεπτή γραμμή μεταξύ λογικής και τρέλας (όπως αυτή αποτυπώνεται με τον χαρακτήρα του Ρένφιλντ) φαίνεται να γίνεται ακόμη πιο θολή. ‘Ετσι, λοιπόν, ο «Δράκουλας» προβάλει ως έργο πολύπλευρο, ακόμη κι αν συχνά οι χαρακτήρες του μοιάζουν απελπιστικά μονόπλευροι. Ο Κόμης Δράκουλας, για παράδειγμα, παρουσιάζεται ως η ενσάρκωση του απόλυτου Κακού. Πόσο ενδιαφέρον, όμως, θα είχε να βλέπαμε τα πράγματα από τη δική του πλευρά: πώς είναι να ζεις σε ένα συνεχές καθεστώς λαχτάρας, να ανέχεσαι μια αιωνιότητα χωρίς τέλος και να βασανίζεσαι με μια δίψα που δεν καταλαγιάζει ποτέ;
Και αν όλα τα παραπάνω επιχειρήματα δεν σας άγγιξαν, ένα τελευταίο ίσως σας πείσει. Σκεφτείτε τον μικρό Abraham (Bram), τρίτο στη σειρά από τα επτά παιδιά μιας οικογένειας, καθηλωμένο στο κρεβάτι από μια άγνωστη ασθένεια. Κάνει κρύο μέσα στο δωμάτιο, αλλά δεν είναι αυτός ο μοναδικός λόγος που είναι κουκουλωμένος και τρέμει κάτω από τα σκεπάσματα. Η μητέρα του, όπως κάνει συχνά για να τον απασχολήσει και να τον διασκεδάσει, του έχει μόλις πει μια τρομακτική ιστορία που δεν μπορεί με τίποτα να ξεχάσει. Υπάρχει κάτι συγκινητικό στη διαδρομή που έκανε η ιστορία του «Δράκουλα» για να έρθει να μας «συναντήσει»: από τα σποράκια του τρόμου που φύτεψε η μητέρα του Stoker στην παιδική του καρδιά μέχρι τις σλαβικές παραδόσεις που έχουν τις ρίζες τους πίσω στον 11ο αιώνα, από τα προηγούμενα λογοτεχνικά έργα που ασχολούνται με τη δίψα για αίμα (όπως το «Καρμίλλα» του Sheridan Le Fanu) ως την περιπέτεια του βιβλίου μέχρι να γίνει έργο στο Broadway και να γνωρίσει την παγκόσμια αναγνώριση. Λες και ήταν μοιραίο να φτάσει κάποτε σε μας για να μας δείξει τι θα πει τρόμος. Δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ σε τέτοιες υπερφυσικές διαδρομές δεν αντιστέκομαι.
Δράκουλας, του Bram Stoker
Μετάφραση: Βασίλης Κιμούλης
Εκδόσεις Μεταίχμιο
σελ. 569
- O Bram Stoker ήταν κλινήρης από μια άγνωστη αρρώστια μέχρι τα επτά του χρόνια.
- O Oscar Wilde υπήρξε φίλος του Stoker. Όταν το 1876 σαγηνεύτηκε από την Florence Anne Lemon Balcombe δεν περίμενε ποτέ ότι ο Stoker θα της έκανε πρόταση γάμου (και θα την παντρευόταν) δύο χρόνια αργότερα. Σε αντίθεση με τον Wilde ο Stoker δεν παραδέχτηκε ποτέ την έλξη του για τους άντρες και ήταν ομοφοβικός.
- Ο Παπαδιαμάντης μεταφράζει τον «Δράκουλα» το 1901- το μυθιστόρημα δημοσιεύεται σε συνέχειες στην εφημερίδα Νέον ‘Αστυ το πρώτο εξάμηνο του 1903 με τίτλο «Ο πύργος του Δράκουλα».
- Η πρώτη μεταφορά του βιβλίου σε ταινία ήταν το “Nosferatu” του F.W. Murnau. Η χήρα του Stoker έσυρε τους δημιουργούς στα δικαστήρια λόγω πνευματικών δικαιωμάτων και πέτυχε να καταστραφούν τα αντίγραφα της ταινίας – ευτυχώς για μας, μια κόπια διασώθηκε.