Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Διαφορά και επανάληψη: Εννοιογένεση και διαλεκτική των Ιδεών στη σκέψη του Gilles Deleuze

feature_img__diafora-kai-epanalipsi-ennoiogenesi-kai-dialektiki-ton-ideon-sti-skepsi-tou-gilles-deleuze
Με την ευχάριστη αφορμή της πρόσφατης έκδοσης στα ελληνικά του πλέον συστηματικού και προγραμματικού έργου του Gilles Deleuze, –ήτοι της κύριας διατριβής του, η οποία είχε εκπονηθεί υπό την επίβλεψη του Maurice de Gandillac και φέρει τον τίτλο «Διαφορά και επανάληψη» (1968)–, θα επιχειρήσουμε να καταθέσουμε ορισμένες προεισαγωγικές σκέψεις προς πιθανή διευκόλυνση του αναγνώστη. Ελπίζουμε μόνο ότι δεν θα επιφέρουμε μεγαλύτερη σύγχυση, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο κείμενο χαρακτηρίζεται από πλείστες δυσκολίες που το καθιστούν ίσως απροσπέλαστο στις επιδρομές του ανυποψίαστου ή ανεπαρκώς προετοιμασμένου μελετητή. 

Οι δυσκολίες προσπέλασης του έργου του Deleuze είναι γνωστές και σχετίζονται μεταξύ άλλων με το πλήθος των θεματικών, των πεδίων (επιστήμες, τέχνες, μεσαιωνική φιλοσοφία, «εσωτεριστική» παράδοση), των εννοιών –οι οποίες μάλιστα μεταβάλλονται κατά μήκος των διαφορετικών έργων ή αντικαθίστανται από άλλες, στις οποίες μπορεί ωστόσο ν’ ακουστεί η ηχώ των προηγούμενων–, των αναφορών (πχ. οι Maimon, Jung, Wronski, Saint-Hilaire, κτλ.), του συχνά υπαινικτικού και ελλειπτικού ύφους, το οποίο μοιάζει να προϋποθέτει πολλά από την πλευρά του αναγνώστη, κτλ. Οι ακόλουθες παρατηρήσεις και επισημάνσεις αποσπάστηκαν από ένα ευρύτερο κείμενο και θα πρέπει να λογίζονται ως επικουρικό υλικό, πρωτίστως απευθυνόμενο σε όσους τυχόν –όπως εμείς οι ίδιοι– έπιασαν κάποια στιγμή το παρουσιαζόμενο βιβλίο στα χέρια τους και στην πορεία αισθάνθηκαν αρκούντως εκνευρισμένοι, απογοητευμένοι ή αδαείς ώστε να το παρατήσουν. Οδηγός μας στην πορεία σύνταξης του παρόντος σημειώματος θα είναι η βέλτιστη δυνατή ισορροπία μεταξύ της σαφήνειας και της μεστότητας νοήματος (δεδομένου ότι η έκταση του κειμένου υπερέβη τους αρχικούς σχεδιασμούς, ελπίζουμε τουλάχιστον ότι αποτύχαμε με χάρη). 

Δίχως άλλες περιστροφές, ιδού μια προσπάθεια πλαισίωσης του εγχειρήματος που αναπτύσσεται στο «Διαφορά και επανάληψη», αρθρωμένη σε πέντε αλληλεξαρτώμενα σημεία:

1. Η πρόθεση τελεσφόρας περάτωσης του κριτικού προγράμματος του Kant, ενός εγχειρήματος μεταρρύθμισης της Μεταφυσικής βάσει της αυτοκριτικής του Λόγου και της εμμενούς οριοθέτησης της εμβέλειας των αξιώσεών του. Σκοπός είναι επομένως η μετάβαση σε μια σκέψη δίχως εικόνα (η κριτική διάσταση) ή/και η πρόταξη μιας νέας, μη δογματικής εικόνας της σκέψης (η δημιουργική διάσταση). Σημειωτέον ότι η ακριβής σχέση μεταξύ των δύο επιμέρους διαστάσεων του φιλοσοφικού εγχειρήματος του Deleuze δεν είναι απαραίτητα δίχως εντάσεις, όπως μαρτυρά η δευτερεύουσα βιβλιογραφία. Η δογματική εικόνα της σκέψης διαθέτει ήδη μια προκαταβολική εννόηση του τι σημαίνει «σκέψη» και του πώς τούτη είναι σε θέση ν’ αντιστοιχηθεί απρόσκοπτα με κάποια ανεξάρτητη πραγματικότητα. Κατ’ ουσίαν, η σκέψη παραδοσιακά θεωρείται ως αυτενεργώς τείνουσα προς την αλήθεια και ως μιμητική αναπαράσταση της πραγματικότητας χάρη σ’ ένα υπερβατικό εχέγγυο (η πρόνοια του Δημιουργού, οι προσίδιες εργοστασιακές ρυθμίσεις της, η καλή προαίρεση του στοχαστή, κτλ). Αυτή η συστοιχία εγκαθιδρύει τη διάκριση και την ιεραρχική διάρθρωση των επιμέρους διαστάσεων του υπάρχοντος, όπως και των γνωστικών πεδίων και δυνάμεων που τους αντιστοιχούν (λχ. η «μεγάλη αλυσίδα του Είναι», το «δέντρο της γνώσης», κτλ.). Έτσι η τράπουλα είναι σημαδεμένη, αφού καταλήγει ξαναβρεί κανείς στην εμπειρία ό,τι είχε εκ των προτέρων βάλει εκεί, δηλαδή συναντά έναν πάντοτε ήδη εξημερωμένο κόσμο αναγνωρίσιμων αντικειμένων, αντικατοπτρισμό της δικής του αρραγούς ταυτότητας. Ο Deleuze πιστώνει στον Kant ότι αμφισβήτησε αυτές τις προϋποθέσεις, αλλά του προσάπτει ότι συμφιλιώθηκε εν τέλει μαζί τους και δεν προχώρησε παραπέρα (λ.χ. άσκησε κριτική σε μια ορισμένη χρήση της γνώσης, της ηθικής και της πίστης, αλλά συνθηκολόγησε με «την» ηθική, «τον» εαυτό «την» αλήθεια, «την» πίστη ως δομές συγκαλύπτοντας την ενδογενή στην εμπειρία [με την ευρύτερη έννοια, περιλαμβανομένης της σκέψης και της γνωστικής διαδικασίας] χρονική διαφοροποίηση – αντιθέτως, όσον αφορά αυτά τα ζητήματα ο ίδιος κινείται στην «οντοεθολογική παράδοση» των Spinoza και Nietzsche, σύμφωνα με την οποία η σκέψη διαπλάθεται μέσα από συναντήσεις και μαθαίνει να αναζητά εκείνες που προάγουν την απρόσκοπτη καλλιέργεια της ζωτικότητάς της εις βάρος των θλιβερών παθών, δεδομένου ότι «δεν γνωρίζουμε τι μπορεί ένα σώμα»).

Στο «Διαφορά και επανάληψη», ο Deleuze επωμίζεται ένα υπερβατολογικό εγχείρημα στην παράδοση των επιγόνων του Kant, με τις κύριες διαφορές από τον εισηγητή του κριτικισμού να αφορούν α) την πρωτοκαθεδρία των γίγνεσθαι και επομένως της γένεσης της αναπαράστασης, β) την απεμπλοκή από τις γενικές εργοστασιακές ρυθμίσεις του πεπερασμένου νου, οι οποίες δεν εκλαμβάνονται ως αφετηριακό σημείο ούτε ως πρότυπο, γ) τον πολλαπλασιασμό των Ιδεών και την εστίαση στον προβληματικό χαρακτήρα τους, καθώς και δ) τη στενή διαπλοκή, εάν όχι συγχώνευση, της λογικής με την αισθητική, τη γνωσιοθεωρία και την οντολογία υπό την πρωτοκαθεδρία της σύνθεσης, ε) καθ’ οδόν προς την αποδέσμευση της τελευταίας από τις ανθρωπολογικές της συνδηλώσεις, αφού ο Deleuze αγκυρώνει τις ενεργητικές συνθέσεις που επιτελεί το υποκείμενο σε πλέγματα επάλληλων οργανικών, ασύνειδων και παθητικών συνθέσεων ενόψει της κοινής συγκρότησης του υποκειμένου και του αντικειμένου. Έτσι, κάθε συγκροτημένος εαυτός αποδεικνύεται θραυσμένος, διχασμένος και σμηνώδης. Με κάπως διαφορετικούς όρους, θα λέγαμε πως ό,τι εμφανίζεται ως συστοιχία διακριτών υποκειμένων και αντικειμένων αποτελεί το οριακό και προσωρινό αποτέλεσμα οικοσυστημικών σχέσεων, οι οποίες εμπλέκουν επάλληλες διεργασίες διαφορετικής κλίμακας.

2. Η πρόταση ενός προτύπου συγκρότησης του νοήματος και δη της ανάδυσης νέων νοημάτων. Πρόκειται για το πρόβλημα της παραγωγής του νοήματος, της οντογένεσης και της ατομίκευσης των εννοιών ως δημιουργικών επιλύσεων ή εκφράσεων των ιδεατών διαφορικών δομών σε διαφορετικά πεδία και επίπεδα (ζητήματα με τα οποία σχετίζεται η στρατηγική εμβέλεια της δίδυμης θεματικής της «εμμένειας» και της «μονοσημαντότητας του είναι», τις οποίες ο φιλόσοφος επιστρατεύει στις «εδραίες κατανομές», ήτοι στις οντολογικές ιεραρχήσεις επιπέδων και οντοτήτων και του άνωθεν ανισόμετρου επιμερισμού «αξιοπρέπειας»). Στην καντιανή θεωρία της σχηματοποίησης, όπου η φαντασία διαμεσολαβεί τα δεδομένα της κατ’ αίσθησιν αντίληψης και τις καθαρές έννοιες της διάνοιας, οδηγώντας στη διαμόρφωση χωροχρονικά προσδιορισμένων παραστάσεων, ο Deleuze αντιπαραθέτει την εν πολλοίς ασύνειδη εκδραμάτιση των Ιδεών διαμέσου χωροχρονικών δυναμισμών στους οποίους αυτές ενεργοποιούνται με απρόσμενο τρόπο. Οι Ιδέες δεν είναι απλώς ενοποιητικοί κανονιστικοί οδοδείκτες για την αποτελεσματική λειτουργία του γνωσιακού μηχανισμού πεπερασμένων νόων, αλλά λειτουργούν ως γενετικές συνθήκες κάθε συντελούμενης διεργασίας, ως πολυδιάστατες τοπολογικές δομές που ενεργοποιούνται κατά μήκος των πλέον διαφορετικών πεδίων σε έννοιες με ορισμένη έκταση και αναφορά σε χωροχρονικές συντεταγμένες (έτσι θα κάνει λόγο φερειπείν για τα προβλήματα του οργανισμού, της όρασης, της επανάστασης, οι ποικίλες γραμμές επίλυσης των οποίων προφανώς αποκλίνουν, για μαθηματικές, φυσικές, βιολογικές, κοινωνιολογικές, γλωσσολογικές Ιδέες, κτλ.).

Μολονότι μάλλον αναμενόμενα ο Deleuze εστιάζει στους εν πολλοίς ασύνειδους δυναμισμούς της βιοψυχικής δομής του ανθρώπινου όντος, ένας προσεκτικός ή υποψιασμένος αναγνώστης είναι σε θέση να διακρίνει φυσιοκρατικές τάσεις μιας ορισμένης μεταφυσικής ή οντολογικής υφής. Πρόκειται για ιδιόρρυθμα «νεοβιταλιστικές» ή «παμψυχιστικές» αντιλήψεις, οι οποίες, μαζί με τις κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις του έργου, θα εμφανιστούν περισσότερο ανάγλυφα στα έργα που συνέγραψε με τον Félix Guattari με αποκορύφωμα τα «Χίλια πλατώματα» (1980). Ορθώς κατά τη γνώμη μας ο Κωνσταντίνος Μπουντάς στην εκτενή εισαγωγή του υπερασπίζεται μια ορισμένη υποβόσκουσα συνέχεια του «Διαφορά και επανάληψη» με τα κατοπινά έργα, έναντι της υπόθεσης περί μιας γενικότερης «στροφής» από τη φιλοσοφία της διαφοράς «προς την αισθητικοποίηση της πολιτικής και την αποθέωση του ορμέμφυτου» (επ’ ευκαιρία, να δηλώσουμε την ευγνωμοσύνη μας για το μεγάλης δυσκολίας μεταφραστικό εγχείρημα που έφερε σε πέρας, ακόμη και αν δεν προσυπογράφουμε όλες τις επιλογές του στην απόδοση των όρων). Αυτό που δείχνει να αλλάζει στα εν λόγω έργα είναι ο περισσότερο πειραματικός χαρακτήρας και ασφαλώς το περαιτέρω άνοιγμα σε διαφορετικά πεδία και θεματικές (το οποίο πάντως κάθε άλλο παρά απουσιάζει στο «Διαφορά και επανάληψη»). Εξυπακούεται βέβαια ότι παρατηρούνται επιμέρους διαφοροποιήσεις, όμως το παράξενο θα ήταν αυτό να μη συνέβαινε και δεν αποτελεί επαρκή ένδειξη «ρήξης» (τωόντι, η εμφάνιση μιας ορισμένης μονοτονίας στην πληθωρική εννοιακή παραγωγή του Deleuze δεν έχει διαφύγει την προσοχή των μελετητών).

3. Η υπεράσπιση μιας ανανεωμένης εκδοχής της Αρχής του αποχρώντος λόγου, λιγότερο ντετερμινιστικής και περισσότερο πλουραλιστικής. Η θεωρία της εκδραμάτισης και ενεργοποίησης των δυνητικών δομών ή διαλεκτικών προβλημάτων εκτείνεται σε τουλάχιστον δύο στάδια, για τα οποία ο Deleuze επιστρατεύει με ευρηματικό τρόπο εξωφιλοσοφικούς πόρους προς φιλοσοφική όμως χρήση. Συγκεκριμένα, καταφεύγει σ’ ένα εν γένει «δομιστικό» (μαθηματικό και σημειωτικό) και σ’ ένα ενεργειακό (θερμοδυναμικό και βιολογικό) μοντέλο. Το μεν πρώτο τον βοηθά να εκδιπλώσει τη διαλεκτική των Ιδεών, δηλαδή την επώαση, διαμόρφωση και αλληλεξάρτησή τους (εμπνεόμενος μεταξύ άλλων από τον μεταμαθηματικό «διαλεκτικό πλατωνισμό» του Albert Lautman), το δε δεύτερο τη διαδικασία ενεργοποίησής τους σε χωροχρονικά προσδιορίσιμες καταστάσεις πραγμάτων και ταυτοποιήσιμες εκτατές οντότητες –ήτοι σε πλαίσια πρόσφορα στη γνώριμη από την καθημερινή εμπειρία εκφορά κρίσεων και την υπαγωγή σε γενικές κατηγορίες και τύπους (αναπαράσταση ενός δοσμένου αντικειμένου από ένα υποκείμενο)– διαμέσου εντασιακών πεδίων ατομίκευσης, τα οποία εμπλέκουν τη διαφοροποίηση από ένα υπόβαθρο συνυπαρχουσών και ετερογενών τάσεων, σχέσεων και δυνάμεων διαμέσου χωροχρονικών δυναμισμών (η βασική αναφορά είναι εν προκειμένω το έργο του Gilbert Simondon). Η θέση του Deleuze φέρει το όνομα «υπερβατολογικός εμπειρισμός» αντιδιαστελλόμενη έτσι προς τον «υπερβατολογικό ιδεαλισμό» του «ηθικιστή του Königsberg» (ενώ θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αποτελεί μια ακόμη εκδοχή «Real-Idealismus» ή «Ideal-Realismus» ανταγωνιστική προς εκείνες των άμεσων επιγόνων του Kant), αναδεικνύοντας τις εμμενείς γενετικές συνθήκες της εμπειρίας (περιλαμβανομένης της εμπειρίας της σκέψης, αφού φαίνεται να υπάρχει κάτι σαν ομοχρονία ή αναστρεψιμότητα μεταξύ της αισθητικότητας και της σκέψης, η οποία δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον συνειδησιοκεντρικό αναστοχασμό). Η πλήρης διαδικασία περιλαμβάνει δύο γραμμές διαφοροποίησης που δεν στερούνται θυμικού και συγκινησιακού φορτίου, ένα διαρκές πηγαινέλα από τις διαφορές έντασης στη στρωματογραφική υπέρθεση των Ιδεών εντός του προβληματικού πεδίου και την εκ νέου ενεργοποίησή των τελευταίων σε νέα περιβάλλοντα.

Πώς να σκεφτούμε την πραγματικότητα –περιλαμβανομένης της σκέψης–, εάν αυτή θεμελιωδώς γίνεται, δίχως να προϋποθέσουμε κάποιο σταθερό θεμέλιο; Η απάντηση του Deleuze στη χουσερλιανή διαπίστωση πως «η Γη, η πρωταρχική Κιβωτός, δεν κινείται», είναι ότι «όχι μόνο κινείται, αλλά βράζει στον κρατήρα της, δονούμενη από δυναμισμούς». Αν η φαινομενολογία θέλησε να γεφυρώσει την προ-αναστοχαστική εμπειρία του κόσμου με το επιστημονικό κοσμοείδωλο εκκινώντας από την πρώτη, ο Deleuze επιχειρεί να σκάψει κάτω κι από τα δύο, φέρνοντας στην επιφάνεια το τεκτονικό τους υπόβαθρο. Αμφότερες οι στάσεις αποτελούν προϊόντα σεισμογενών και ηφαιστειογενών δραστηριοτήτων (το οποίο δεν σημαίνει καθόλου ότι είναι αβάσιμες ή εντελώς έωλες, μονάχα ότι είναι υπό άρση και ότι πρέπει να αξιολογούνται κάθε φορά με τοπικά κριτήρια). Το ερώτημα θα ήταν μάλλον πώς κατορθώνει το γεωσύστημα να συγκρατείται, ποια είναι η διάρκειά του, οι ρυθμοί των συνθέσεων που το καθορίζουν, κτλ. Τον τελευταίο λόγο έχει η καθολική εκθεμελίωση και το έργο του Deleuze δείχνει προς μια υπερβατολογική γεωδυναμική.

4. Η κατάφαση της επικαιρότητας και του διακριτού ρόλου της φιλοσοφίας, χάρη ακριβώς –μεταξύ άλλων– στην αναμφισβήτητη έδρασή της στο προ-, εξω- ή μη- φιλοσοφικό. Όχι μόνο δεν είμαστε προδιατεθειμένοι να σκεφτούμε, αλλά αντιστεκόμαστε, αφού σκεφτόμαστε υπό καθεστώς πίεσης, όταν λαμβάνει χώρα κάποια «τραυματική» και εν πάση περιπτώσει αναπάντεχη συνάντηση, η οποία εκθέτει τις εκάστοτε εδραιωμένες δομές σκέψης και συνεπιφέρει την αποτυχία συντονισμού των γνωσιακών ικανοτήτων και των μηχανισμών ταξινόμησης και διάκρισης. Πρόκειται για ένα επώδυνο και λυτρωτικό συνάμα αίσθημα ανημπόριας και υπαρξιακής ανοικείωσης, εφόσον οι υπο-αναπαραστατικές, μη-εννοιολογικές διαφορές γίνονται αισθητές, αλλά ανθίστανται στην προκαταβολική εξουδετέρωσή τους και καθιστούν επιτακτική τη δημιουργική απόκριση της σκέψης.

Όπως είδαμε, η θέση του Deleuze μπορεί να αντιδιασταλεί τόσο προς την παραδοσιακή φαινομενολογία (στην οποία δεσπόζει η πρωτοκαθεδρία του βιώματος και των προ-αναστοχαστικών δομών της καθημερινής εμπειρίας έναντι του υστερογενούς επιστημονικού κοσμοειδώλου) όσο και προς την επιστημονική φυσιοκρατία (όπου προτάσσεται η προκύπτουσα από τις κρατούσες επιστημονικές θεωρίες κοσμοεικόνα και το σύστοιχο λεξιλόγιο, έναντι εκείνων του κοινού νου, τα οποία ενδείκνυται να εγκαταλειφθούν ή να τροποποιηθούν ώστε να καταστούν συμβατά με τα τρέχοντα πορίσματα των βέλτιστων ερευνητικών προγραμμάτων). Ο Deleuze δεν είναι ούτε φαινομενολόγος ούτε επιστημονικός νατουραλιστής, αφού υποστηρίζει ότι η καθημερινή κοινή αίσθηση, η φαινομενολογική επανακάλυψη της βιωματικής ροής, αλλά και η «λειτουργική» επιστημονική πρακτική υποτείνουν μια αυτοεικόνα της σκέψης και μια κοσμοεικόνα, οι οποίες συνιστούν δευτερογενή προϊόντα της αναπαράστασης, ενώ είναι κατεξοχήν η φιλοσοφία –στις καλύτερες στιγμές της– εκείνη που τείνει να αμφισβητεί και να προβληματοποιεί τις παγιωμένες αντιλήψεις, τις σιωπηρές παραδοχές και τα ανεπίγνωστα δογματικά κατάλοιπα (στη δημιουργική διάσταση του εγχειρήματός της έχει για συνοδοιπόρους τις τέχνες και τις επιστήμες, αλλά καθεμιά συνεισφέρει με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό επίπεδο, όπως θα επιχειρήσει να δείξει στο τελευταίο βιβλίο που συνέγραψε με τον Guattari). Το επιχείρημα του Deleuze μοιάζει να είναι πως η καθημερινή εμπειρία και η «κανονική» επιστήμη έχουν ευκολότερα τη ροπή να συγκαλύπτουν το υπερβατολογικό (τη δυνητική συνιστώσα του πραγματικού) ή να το συγχέουν με το εμπειρικό (το ενεργώς υπάρχον ή πραγματωμένο).

Η φιλοσοφία λοιπόν επωμίζεται ένα κριτικό και δημιουργικό εγχείρημα οντογένεσης του νοήματος, επιμένοντας στον προβληματικό χαρακτήρα των Ιδεών προκειμένου να υπονομεύσει την απώθηση και προκαταβολική εξουδετέρωσή των εντασιακών διαφορών, η οποία οδηγεί στην –και επιτείνεται από– την εδραίωση αναλλοίωτων ουσιών και γενικών τύπων διαμέσου της δογματικής υπόθεσης περί συστοιχίας της κατ’ αρχήν προτασιακής δομής της σκέψης και της αντιληπτικής εμπειρίας (μια εκδοχή κριτικής στον «μύθο του δεδομένου»). Απεναντίας, οι αστάθμητες συναντήσεις αποδιοργανώνουν την προϋποτιθέμενη αρμονική και συντονισμένη δράση των γνωστικών ικανοτήτων, μεταδίδοντας ένα σοκ που τις συμπαρασύρει, προσφέροντας όμως τη συνθήκη της δημιουργίας διαμέσου της επιτακτικής τους δραστηριοποίησης – όχι προς αναστοχασμό του αληθούς, του όμορφου και του δέοντος εν γένει, αλλά μέσω του κατεπείγοντος ενός αινιγματικού αισθητέου, μνημονητέου, νοητέου, κτλ. Έργο της φιλοσοφίας είναι επομένως να φανεί αντάξια της συνάντησης που της παρείχε την αφορμή, αποδεικνυόμενη αγωγός και μετασχηματιστής των εντασιακών διαφορών, αλλά εξίσου να επιτείνει τη δημιουργικότητα, αποτρέποντας την εκάστοτε απόκρισή της από το να καταστεί τετριμμένη γενίκευση, η οποία θα τείνει να προφυλάσσει από την περαιτέρω έκθεση σε ενδεχομενικές συναντήσεις.

Τούτη η θεώρηση προφανώς υποδεικνύει ένα μεταφιλοσοφικό ρυθμιστικό ιδεώδες, το οποίο προσεγγίζεται στις καλύτερες στιγμές του φιλοσοφείν και χρειάζεται εκ νέου περιφρούρηση και ενεργοποίηση, μολονότι η συνειδητή προσπάθεια και η εκούσια συμβολή των φιλοσοφούντων σ’ αυτό το εγχείρημα είναι μέρος μόνο της σύνολης διαδικασίας. Με τους όρους που παραπέμπουν στο «Τι είναι φιλοσοφία;» (1991) –έργο με βαθμούς συνέχειας αλλά και διαφοράς σε σχέση με τις μεταφιλοσοφικές παραδοχές του «Διαφορά και επανάληψη»–, η πρόκληση για τη φιλοσοφία είναι ν’ αποδειχτεί αντάξια των γίγνεσθαι διαμέσου της προσέγγισης του χάους και της εγκατάστασης πλησίον του, δίχως να εγκλωβιστεί σ’ αυτό ή να οχυρωθεί πίσω από τα κλισέ του κοινού νου ή μιας οποιασδήποτε γνώμης. Στην προσπάθεια αυτή οι φιλόσοφοι δημιουργούν νέες έννοιες και εκδραματίζουν τις παλαιότερες, ενεργοποιώντας τες σε διαφορετικά πλαίσια, επεκτείνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις συνδέσεις και τις διαστάσεις τους, ενώ παράλληλα υποτυπώνουν το επίπεδο ενδοσυνέπειάς τους (και τούτοι οι δύο πόλοι συναπαρτίζουν κάθε φορά ένα ανοιχτό σύστημα σ’ ένα μοναδολογικό σύμπαν ασύμμετρων τέτοιων προοπτικών – αφού δεν υπάρχει ανώτερο σημείο θέασης, μια απόλυτη μετα-θεωρία ή ένα μετα-σύστημα για την άπαξ αξιολόγηση των διαφορετικών συστημάτων – κάθε συγκεκριμένη μεταφιλοσοφία είναι ενδημική σε μια φιλοσοφική χειρονομία και αυτή του Deleuze προτάσσει ως κύριο κριτήριο τη γονιμότητα των δημιουργούμενων εννοιών). Εξυπακούεται ότι από μια παραδοσιακότερη σκοπιά, αυστηρά προσανατολισμένη στα διυποκειμενικά κριτήρια ελέγχου και την επιστημική κανονιστικότητα των εννοιών, ο εν λόγω κονστρουκτιβισμός ενδέχεται να φανεί ως συνηγορία μιας ριζικής πλαισιοκρατίας, σύμπτωμα της υποκατάστασης του επιστημονικού μεθοδολογικού ιδεώδους από εκείνο της αχαλίνωτης καλλιτεχνικής δημιουργίας ως αρμόζοντος φιλοσοφικού προτύπου.

Εν κατακλείδι, σκοπός του Deleuze με το «Διαφορά και επανάληψη» αποτελεί α) η κατάφαση μεν της αυταξίας της φιλοσοφίας, συναρτήσει όμως β) της διατηρούμενης συνάφειας προς το ιδιοπεριβάλλον της (επιστήμες, τέχνες, ιστορία της φιλοσοφίας, εμπειρία με την ευρύτερη έννοια) και κυρίως γ) της ανάληψης του δημιουργικού της ρόλου στην κατεύθυνση θεωρητικών και ηθικοπρακτικών πειραματισμών με εν ευρεία εννοία χειραφετικό πρόσημο (κριτική των κατεστημένων εξουσιών εκτός και πρωτίστως εντός μας, εξερεύνηση των δυνατοτήτων της σκέψης –άφευκτη μαθητεία με διαφορετικό κάθε φορά τίμημα– και αύξηση της ατομικής και συλλογικής δύναμής μας).

5. Αφήσαμε για το τέλος την πραγμάτευση ενός ερωτήματος που μοιάζει να έχει διχάσει τους μελετητές: Κάνει μεταφυσική ο Deleuze και, εφόσον το ερώτημα απαντηθεί καταφατικά, τι είδους ακριβώς; Ο τρόπος δόμησης του κειμένου μας είχε εξαρχής κατά νου αυτό το ζήτημα, το οποίο εν πολλοίς αφορά την αποτίμηση των σχέσεων του φιλοσόφου με το καντιανό πρόγραμμα. Χοντρικά, ορισμένοι διαβάζουν το «Διαφορά και επανάληψη» ως απόπειρα σκιαγράφησης μιας νέας λογικής των συμβάντων ή ως μια φαινομενολογική προσέγγιση της συγκρότησης του νοήματος (δηλαδή ως αναδιατύπωση του υπερβατολογικού προγράμματος με την ευρύτερη έννοια), ενώ κάποιοι άλλοι αναδεικνύουν την επιστροφή του Deleuze σε μια κλασική, προ-κριτική μεταφυσική στην παράδοση των στοχαστών του 17ου αι. (ό,τι από μια γνωσιολογικά προσανατολισμένη κριτική σκοπιά θα φάνταζε ως επαναφορά στον «δογματισμό» και παράδοση στις αχαλίνωτες θεωρησιακές ονειροπολήσεις). Αμφότερες οι προσεγγίσεις βρίσκουν ερείσματα στα κείμενα και φωτίζουν επιμέρους όψεις, «στιγμές» ή «ροπές» της κίνησης που τα διαπερνά. Ισχυριζόμαστε ότι στο περί ου ο λόγος βιβλίο ο Deleuze επιδίδεται πράγματι σε μια ανανέωση της μεταφυσικής, η οποία εντούτοις αποδέχεται και τροποποιεί συνάμα της κριτικές προδιαγραφές, αφού η μεταφυσική συντελείται παράλληλα με την κριτική της (και αντίστροφα). Ότι πρόκειται για «Real-Idealismus» σημαίνει ότι αναγνωρίζεται η επιστημική προτεραιότητα της έννοιας (το απαράκαμπτο και ανυπέρβλητό της, όπως όμως και τα όριά της) από κοινού με τον οντολογικά αντικειμενικό χαρακτήρα των διαλεκτικών προβλημάτων και της εννοιογένεσης. Άλλως ειπείν, ο Deleuze φτιάχνει ένα κύκλωμα μεταξύ ενός πειραματικού αυτοαναφορικού κονστρουκτιβισμού και ενός ρεαλισμού των μορφογενετικών διεργασιών, «το κέντρο του οποίου είναι παντού και η περιφέρειά του πουθενά». Σε τούτο το κέντρο ανευρίσκεται η ανυπόθετη παραγωγικότητα της φύσης ως τρόπον τινά υπερβατολογική μετα-Ιδέα. Σημείο α-διαφορίας και αδιόρατο νήμα εκφραστικής επικοινωνίας μεταξύ της «εσωτερικής» και της «εξωτερικής» αβύσσου –ήτοι του χιάσματος και της «βαθειάς συνέργειας» ανάμεσα στη φύση και τη σκέψη– αποτελεί η σύλληψη του είναι ως απαραμείωτης εκφραστικότητας, ως εμπλουτιστικής επίτασης και παραγωγής περαιτέρω διαφοροποίησης ή –με τα λόγια του προσφιλούς στον φιλόσοφο Henri Bergson– ως «ακατάπαυστης ανάδυσης απρόβλεπτης καινοτομίας» (στο «Διαφορά και επανάληψη» η εν λόγω ιδέα αρθρώνεται ως επί το πλείστον μέσα από την ιδιόρρυθμη μεθερμηνεία της νιτσεϊκής «αιώνιας επιστροφής» και την αναγόρευση της υπερβατολογικής Διαφοράς ως «του εγγύτερου στο νοούμενο φαινομένου» και ως όρου της εμπειρικά διαπιστώσιμης ποικιλομορφίας). 

Το πρόβλημα είναι να αποδεικνύεται αντάξια η σκέψη στα διάφορα γίγνεσθαι που την περιβάλλουν και τη διαπερνούν, να συνέρχεται από τις κατραπακιές και να παραμένει δημιουργική, υπονομεύοντας εκ νέου την αναπόδραστη ροπή της εννοιακής παραγωγής προς την καθίζηση (την «κανονικοποίησή» της). Η φύση-σκέψη (τα δυο κεφάλια του Ιανού) προχωρά μόνο δουλεύοντας διαμέσου του εαυτού της και εναντίον του. Να παραμένει λοιπόν η φιλοσοφία σε «μετασταθή κατάσταση ισορροπίας» ή να διατηρείται «μακράν της ισορροπίας»· να απωθεί, στον βαθμό που το επιτρέπουν οι δυνάμεις της, τον πειρασμό των διαφόρων «–ισμών» (του «ντελεζισμού» προφανώς περιλαμβανομένου), των προκαταβολικών απαντήσεων και εγγυήσεων, των καθησυχαστικών ψευδαισθήσεων ενός αεροστεγούς κλεισίματος· να εμβολιάζεται περιοδικά με λίγο χάος για να επιβιώσει από τη Σκύλλα της παράδοσής της στο άφατο και τη Χάρυβδη μιας επανάπαυσης στο κοινότοπο, το στομφώδες και το σοβαροφανές των γνωμών· να ανησυχεί όταν καμώνεται ότι υπερνίκησε τη βλακεία άπαξ διαπαντός (διότι αυτή η κομπορρημοσύνη συνιστά την κύρια ένδειξη βλακείας)· να επωμίζεται το παιγνιώδες και το τυχαίο· να απέχει όσο χρειάζεται από τις τυπικές αβρότητες και τις δουλοπρεπείς κολακείες, ενδείξεις συχνά της ήττας της έναντι των μικρών και μεγάλων, ορατών και αόρατων εξουσιών· να δίνει εκ νέου τον καλό αγώνα απέναντι στη χαμέρπεια – έτσι αντιπαλεύει τον δικό της εντροπικό θάνατο. Μένει να φανεί –όπως το διατύπωσε ένας αδόκητα χαμένος μελετητής, του οποίου τις ερμηνευτικές υποδείξεις εν μέρει μόνο είμαστε διατεθειμένοι ν’ ακολουθήσουμε– κατά πόσον και με ποιους τρόπους «η φιλοσοφία δεν θα αναδυθεί αλώβητη από τη ντελεζιανή περιπέτεια».

Διαφορά και επανάληψη, του Gilles Deleuze
Εισαγωγή μετάφραση: Κωνσταντίνος Β. Μπουντάς
Εκδόσεις Εκκρεμές
σελ. 434

1
Μοιράσου το