Ερωτευμένος με τη Μασσαλία
Εν μέσω πανδημίας και εγκλεισμού διάλεξα το -εξαντλημένο πλέον σε αυτήν την έκδοση- μυθιστόρημα του Jean-Claude Izzo (20 Ιουνίου 1945 – 26 Ιανουαρίου 2000) «Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας», να μου κρατήσει συντροφιά, ξεχασμένο από χρόνια στη βιβλιοθήκη μου, μαζί με άλλα που περιμένουν τη σειρά τους. Στη Γαλλία κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1995 με τον τίτλο “Total Khéops” και είναι το πρώτο μυθιστόρημα που δημοσίευσε ο Izzo στην ηλικία των 50 ετών. Πρωταγωνιστής είναι ο Φαμπιό Μοντάλε, ένας 45άρης, αποστασιοποιημένος από τον κόσμο και τον εαυτό του μπάτσος, και από τους πιο γοητευτικούς νουάρ ήρωες που έχω συναντήσει. Μετά την μεγάλη επιτυχία του βιβλίου, ακολούθησε «Το τσούρμο» (1996) και τέλος το «Solea» (1998) -με τον ίδιο βασικό ήρωα-, έργα που μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και που στην Ελλάδα κυκλοφορούν πλέον όλα μαζί σε ένα τόμο με τίτλο «Η τριλογία της Μασσαλίας» από τις εκδόσεις Πόλις.
Ο Jean-Claude Izzo (1945-2000), δημοσιογράφος, ποιητής και συγγραφέας, γιος ιταλού μπάρμαν και ισπανίδας κομμώτριας, γεννήθηκε και πέθανε στη Μασσαλία, στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Γαλλίας, χαρακτηριστικό λιμάνι της Μεσογείου και της Ευρώπης. «Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας» (1995) μαζί με τα αδελφάκια του είχαν τεράστια απήχηση, και η «Τριλογία της Μασσαλίας» θεωρείται πλέον κλασικός εκπρόσωπος της ευρωπαϊκής αστυνομικής λογοτεχνίας που θέτει τα θεμέλια για μία νέα σχολή στη γαλλική αστυνομική λογοτεχνία, «γνωστή ως polar aïoli ή polar Marseillais, έναν ιδιαίτερο τύπο αστυνομικών μυθιστορημάτων γραμμένων από Μασσαλιώτες συγγραφείς, με την πλοκή τους να τοποθετείται σταθερά στη σύγχρονη Μασσαλία».
Η ζωή του Φαμπιό Μοντάλε παρουσιάζει αρκετά κοινά στοιχεία με τη ζωή του ίδιου του Izzo. Μετανάστης δεύτερης γενιάς και ο Φαμπιό, με καταγωγή από τη Νάπολη, υπηρέτησε στο Τζιμπουτί αλλά σε αντίθεση με τον δημιουργό του που ήταν πολυταξιδεμένος, ο Φαμπιό αρνείται να εγκαταλείψει τη Μασσαλία, «αυτή τη γη όπου η κάθε αυγή προσφέρει κι από μια ελπίδα στους ανθρώπους».
Ήμουνα μόνος. Όσο ποτέ. Κάθε χρόνο έσβηνα επιδεικτικά από το σημειωματάριό μου το όνομα κάποιου φίλου που το γύρισε ρατσιστής. [...] Μ' άρεσε το ψάρεμα και η σιγή. Να περπατάω στους γύρω λόφους. Να πίνω δροσερό Κασίς. Και αργά τη νύχτα Lagavulin ή Oban. Μιλούσα λίγο. Είχα όμως άποψη για όλα. Για τη ζωή, για το θάνατο. Για το Καλό, το Κακό. Ο κινηματογράφος ήταν το πάθος μου. Όσο και η μουσική. Μυθιστορήματα σύγχρονα δεν ήθελα πια να διαβάζω. Και οι όσοι χλιαροί, οι μαλθακοί, μου προκαλούσαν ναυτία.
Μοναχοπαίδι, μεγάλωσε στις φτωχικές συνοικίες της Μασσαλίας, μαζί με την οικογένειά του, δίπλα σε ξαδέλφια και θείους, σε ένα κλίμα ανθρώπινης εγγύτητας και αλληλουποστήριξης, σε αυτό το γνώριμο σε εμάς περιβάλλον μεσογειακής οικογενειακής ζωής. Στην εφηβεία του γνώρισε τον Μανού και τον Ουγκό – τρεις φτωχοί έφηβοι, χωρίς δυνατότητες εξέλιξης, περιθωριοποιημένοι γόνοι μεταναστών, βρίσκουν καταφύγιο στις ακτές της Μασσαλίας, όπου ανάμεσα σε βιβλία και μουσικές, ονειρεύονται ταξίδια μακρινά. Συνδετικός κρίκος των τριών φίλων, το πάθος τους για τη Λολ, μία πανέμορφη γοητευτική ρομά. Στο μεταίχμιο της ενηλικίωσης, απογοητευμένοι από τις μίζερες συνθήκες εργασίας που τους προσφέρονται, αποφασίζουν να αρχίσουν τις κλοπές για να αποκτήσουν λεφτά και ένα καλύτερο μέλλον, και, μεθυσμένοι από το εύκολο χρήμα, γίνονται κλεφτρόνια περιοπής, μέχρι τη στιγμή που θα χρειαστεί να πυροβολήσουν και να τραυματίσουν σοβαρά έναν φαρμακοποιό. Το παρεάκι σπάει, και ο Φαμπιό για να εξιλεωθεί αποφασίζει να γίνει μπάτσος ενώ οι άλλοι δύο συνεχίζουν, κατά μόνας πλέον, τον πρότερο βίο τους. Είκοσι χρόνια μετά, οι φίλοι του δολοφονούνται και μία κοπέλα αραβικής καταγωγής με την οποία ο Φαμπιό διατηρεί συναισθηματικούς δεσμούς εξαφανίζεται. Ο ήρωας αποφασίζει να ξυπνήσει από τη νάρκη στην οποία είχε περιέλθει, γυρεύοντας «να καταλάβει», όπως αναφέρει, να κατανοήσει το τι πραγματικά συνέβη στους αγαπημένους του, και πριν καλά καλά το συνειδητοποιήσει βρίσκεται μέσα σε ένα «απίθανο μπουρδέλο», «στο κέντρο του βούρκου», αντιμέτωπος με τα «σκατά της οικουμένης», με έναν συρφετό ανθρώπων -μπάτσοι, δικηγόροι, πολιτικοί, μαφιόζοι, νταβατζήδες- που καθοδηγούνται από τη λαχτάρα τους για χρήμα και εξουσία, ανθρώπους που τους κινητοποιεί το μίσος τους για τον κόσμο και για ό,τι διαφοροποιείται από τις εικόνες που οι ίδιοι θεωρούν οικείες.
Ο Izzo ήταν ενεργό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας και για 20 χρόνια εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα της τοπικής οργάνωσης (“La Marseillaise”), πριν τα εγκαταλείψει όλα και στραφεί στη συγγραφή, ήταν με άλλα λόγια ένας βαθιά πολιτικοποιημένος άνθρωπος. Το βιβλίο το έγραψε τη δεκαετία του '90, και σε αυτά τα χρόνια τοποθετεί χρονικά και την ιστορία που αφηγείται. Πρόκειται για μια περίοδο οικονομικής κρίσης και ανεργίας, μια εποχή που το εθνικό όνειρο είναι μηδέν μετανάστευση και μία «λευκή Γαλλία», μια περίοδο κοινωνικής και πολιτικής σήψης που το ακροδεξιό κόμμα του Εθνικού Μετώπου σημειώνει άνοδο σε διάφορες περιοχές της Γαλλίας. Το «Μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας», πέραν της απόλαυσης που προσφέρει η ατμοσφαιρική και δυνατή αστυνομική του πλοκή, χαρίζει στον αναγνώστη και μία ολοκληρωμένη εικόνα του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι στην ευρωπαϊκή μητρόπολη. Ο Izzo διαλέγει τη λογοτεχνία ως το πλέον πρόσφορο όχημα για να προβάλλει και να σχολιάσει τις αλλαγές που βλέπει να συντελούνται, για να στοχαστεί πάνω στα θέματα που τον απασχολούν -ρατσισμός, φτώχεια, εγκληματικότητα-, για να εκφράσει τη θλίψη που νιώθει, βλέποντας τη γενέθλια γη, ένα ιστορικά φιλόξενο αστικό κέντρο όπου έβρισκαν αγκυροβόλι άνθρωποι άπο κάθε σπιθαμή της γης, «ένα σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών», να μεταμορφώνεται σε άξενη και επικίνδυνη πόλη για όσους δεν ανταποκρίνονται στο πορτρέτο του γνήσιου Γάλλου αστού. Το «Μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας», αν και διαδραματίζεται στη Μασσαλία, αποκτάει χαρακτήρα οικουμενικό, αφού ακτινογραφεί ορισμένα από τα μείζονα προβλήματα της ανθρωπότητας, καταδεικνύοντας ένα ντόμινο καταστάσεων που αποκτάει, μάλλον, νομοτελειακό χαρακτήρα σε μια κοινωνία: η οικονομική κρίση που οδηγεί στη φτώχεια, που, σε συνάρτηση με τη μετανάστευση, οδηγεί σε ξενοφοβία και ρατσισμό.
Ήδη τότε δεν έλειπαν οι Άραβες. Μήτε οι μαύροι. Μήτε οι Βιετναμέζοι, οι Έλληνες, οι Αρμένιοι, οι Πορτογάλοι. Χωρίς πρόβλημα όμως. Η οικονομική κρίση το δημιούργησε το πρόβλημα. Η ανεργία. Όσο ανέβαινε η ανεργία τόσο πιο πολλούς τους βλέπαμε τους μετανάστες. Νόμιζες ότι ο αριθμός των Αράβων αυξανόταν σε αναλογία με τις στατιστικές της ανεργίας!
Η πραγματικότητα που αποκρυσταλλώνεται στο μυθιστόρημα, θα θυμίσει στον Έλληνα αναγνώστη όλο και περισσότερο τη σήψη της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, την κατάρρευση των δικών μας ηθικών αξιών ύστερα από μια δεκαετή οικονομική κρίση που, σε συνάρτηση με τις πρόσφατες έντονες μεταναστευτικές ροές, πυροδοτεί ξενοφοβικές αντιδράσεις, καταθλιπτικές εικόνες ρατσισμού που παρατηρούμε καθημερινά πλέον στην Ελλάδα του Ξένιου Δία, σε μία χώρα παραδοσιακά ταυτόσημη της φιλίας και της φιλοξενίας.
Στο μυθιστόρημα, το μίσος και η εμπάθεια για τους μετανάστες έχουν διαποτίσει την καθημερινότητα της Μασσαλίας, που μεταμορφώνεται σταδιακά σε μια πόλη όπου «κρίση, ανεργία, ανασφάλεια, ναρκωτικά, οργανωμένο έγκλημα με ευρωπαϊκές πλέον προεκτάσεις (Μαφίες…)» μαστίζουν την καθημερινότητα των κατοίκων. Εικόνες μιζέριας, εγκατάλειψης και απόγνωσης σκιαγραφεί στο «Μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας» ο Izzo, και μέσα από τη φωνή του ήρωά του, εκφράζει την πίκρα και τη δυσαρέσκειά του για τις σκηνές ξενοφοβίας και ρατσισμού που γίνονται όλο και πιο συχνές, όλο και πιο σκληρές και καταπλακώνουν με το ζόφο τους την καρδιά της πόλης, τους ανθρώπους που ακόμα τους αρέσει «να ζουν και να γλεντάνε» και την μακρόχρονη ιστορία της.
Όλα ρήμαζαν. Τα τελευταία χρόνια τα είχα ζήσει ήσυχα, αδιάφορος. Σαν να ήμουν εκτός κόσμου. Τίποτα δεν ήταν ικανό να με συγκινήσει πραγματικά [...] Μεσίστια ήταν τα όνειρα και οι θυμοί μου. Γερνούσα χωρίς καμιάν επιθυμία. Μήτε πάθος. Γαμούσα πουτάνες. Την ευτυχία την έβρισκα στην άκρη της πετονιάς μου.
Ο πρωταγωνιστής ζει μια πραγματικότητα που δεν του αρέσει, μια ζωή που δεν του αρέσει, έχει ενδυθεί έναν ρόλο που δεν τον εκφράζει, αυτόν του μπάτσου, είναι μία μάλλον αντιφατική προσωπικότητα με στοιχεία που καθρεφτίζονται με πολύ μεστό τρόπο στη γλώσσα του μυθιστορήματος: ιδεαλιστής και ρεαλιστής, κυνικός και ευαίσθητος, ρομαντικός και χυδαίος, προσγειωμένος και ονειροπόλος, ένας μελαγχολικός νουάρ τύπος με ένα πανέμορφο χαμόγελο που νοσταλγεί στιγμές του παρελθόντος, ένας άνδρας που αγαπάει τη μουσική και την ποίηση, τη θάλασσα και τα καράβια, τις γυναίκες και τη γενέθλια πόλη του· και όπως συναντούμε γοητευτικές θηλυκές υπάρξεις σε όλα τα έργα με νουάρ αποχρώσεις που σέβονται τον εαυτό τους, έτσι και στο μυθιστόρημα του Izzo οι γυναίκες έχουν ισχυρή παρουσία και επηρεάζουν έντονα τον Φαμπιό. Το μοιραία θηλυκό του έργου, όμως, ο πραγματικός έρωτας του Φαμπιό δεν είναι άλλος από την ίδια την πόλη της Μασσαλίας. Το «Μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας», όπως υποδεικνύει και ο ελληνικός τίτλος -που δεν έχει καμία σχέση με τον γαλλικό, ορθώς κατά τη γνώμη μου-, είναι στην ουσία ένα πένθιμο, ελεγειακό μυθιστορηματικό άσμα για τη Μασσαλία, που σαν άλλη γοητευτική σειρήνα προσελκύει κατατρεγμένες ψυχές στους κόλπους της, ανθρώπους με «τσέπες αδειανές» και «καρδιά γεμάτη όνειρα» για να τους «καταπιεί» στη συνέχεια. Ο Izzo, σαν άλλος ψηφιδογράφος, σελίδα τη σελίδα, ψηφίδα τη ψηφίδα, δημιουργεί το μωσαικό της πόλης που τόσο αγαπάει, αναπαριστώντας δρόμους και σοκάκια, σπίτια και μαγαζιά, γειτονιές και πλατείες, το κέντρο και τα περίχωρα, με ιδιαίτερες μνείες σε ποιητές, μουσικούς και συγγραφείς, εστιάζοντας φυσικά στην καρδιά της Μασσαλίας που τη βλέπει να αιμορραγεί, σε αυτό το δυσλειτουργικό και εκρηκτικό πλέον ανακάτεμα ανθρώπων από διαφορετικές φυλές, θρησκείες, και κοινωνικά στρώματα.
Γιος μετανάστη και ο ίδιος, όπως και ο δημιουργός του, ο Φαμπιό αντιμετωπίζει τα παιδιά των μεταναστών με ιδιαίτερη ευαισθησία αφού έχει νιώσει στο πετσί του την αδικία που στοιχειώνει τη ζωή τους. Άνθρωποι «δευτέρας διαλογής» μόνο και μόνο επειδή η όψη τους έχει διαφορετική απόχρωση, αφού το «έγκλημα του να έχεις μούτρα διαφορετικά, και συνεπώς βρωμόμουτρα, αποτελεί εδώ νόμο της φύσης». «[Π]αιδιά μεταναστών, χωρίς δουλειά, χωρίς μέλλον, χωρίς ελπίδα», ζωές γκρεμισμένες γιατί θεμελιώθηκαν πάνω σε όνειρα και αυταπάτες, άνθρωποι που έχουν την ψευδαίσθηση ότι θα αλλάξουν με τη ψήφο τους τον κόσμο, ότι θα εργαστούν, θα σπουδάσουν, και θα αποκτήσουν μια καλύτερη τύχη, αλλά το αδιέξοδο ορθώνεται εμπρός τους επιβλητικό από τις μέρες που είναι ακόμα στην κοιλιά της μάνας τους, και αν δεν καταφέρουν να το υπερπηδήσουν, το αδιέξοδο αυτό τους στρέφει στο έγκλημα, στη βία, στα ναρκωτικά, και πολλές φορές ένας άδικος και πολύ πρόωρος θάνατος τους περιμένει με την παραμικρή αβλεψία.
Και να μην ξεχνάς ποτέ να λες «μάλιστα κύριε, όχι κύριε». Και να το κλείνεις συστηματικά, διότι, γαμώτο, βρωμοστραβάραπας είσαι.
Ο Φαμπιό αγαπάει το φαγητό και τη μαγειρική, τις ωραίες γεύσεις και μυρωδιές, και στο μυθιστόρημα, ο συγγραφέας δεν παραλείπει τις αναφορές σε συνταγές μαγειρικής που τις σερβίρει με πολύ θελκτικό τρόπο. Με αφορμή τις συνταγές αυτές, μου έρχονται στο νου οι μετρ της γαστρονομίας, αυτοί με τα αστέρια Michelin, που τα πιάτα τους ξεχωρίζουν για την αρμονία των υλικών, των γεύσεων και μυρωδιών. Αρμονία, ισορροπία και συνοχή χαρακτηρίζουν το «Μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας», όπου ο συγγραφέας, δια στόματος του Φαμπιό (με εξαίρεση το εισαγωγικό κεφάλαιο που κάνει χρήση της τριτοπρόσωπης αφήγησης), μεταφέρει ενδόμυχες σκέψεις, συναισθήματα, αναμνήσεις, κάνει συλλογισμούς και συνειρμούς, αναπαριστά πρόσωπα, γεγονότα, τοπόσημα, παραθέτει στίχους, διαλόγους και συνταγές, βουτάει στο παρελθόν, αναδύεται ξανά στο παρόν, και στρέφει με επιφύλαξη το βλέμμα του στο μέλλον, με απόλυτη και αφοπλιστική εκφραστική άνεση. Κάθε λέξη, κάθε πρόταση, κάθε παράγραφος, κάθε ενότητα, βρίσκει στην επόμενη τη «φυσική» συνέχειά της, από τη γλαφυρή εισαγωγή μέχρι την ποιητική κατακλείδα· και αν ο Izzo ήταν σεφ, τα τρία αστέρια Michelin θα τα κέρδιζε με το σπαθί του: «Εξαιρετική κουζίνα, άξιζε το ταξίδι».
Η ευτυχία είναι η συσσώρευση πολλών ασήμαντων μικρών τίποτε. Μια ηλιαχτίδα, ένα χαμόγελο, ρούχα που στεγνώνουν σ' ένα παράθυρο, ένας πιτσιρικάς που ντιρπλάρει μ΄ένα κονσερβοκούτι, μια μελωδία του Vincent Scotto, ένα ελαφρύ αεράκι στο φουστάνι μιας γυναίκας.
Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας, του Jean-Claude Izzo
Μετάφραση: Ριχάρδος Σωμερίτης
Εκδόσεις Πόλις
σελ. 188