Συζητήσεις με φίλους, της Sally Rooney
Πρωταγωνιστούν δύο φοιτήτριες, η Φράνσις και η Μπόμπι, οι οποίες είναι φίλες και κάνουν ως ντουέτο ποιητικές performances. Σε μία από αυτές τις προσέχει η δημοσιογράφος Μελίσσα και μπαίνουν στον δικό της κύκλο. Τα κορίτσια παρά τον αρχικό ενθουσιασμό θα συνειδητοποιήσουν σταδιακά το χάσμα που τα χωρίζει με τη Μελίσσα και τους δικούς της φίλους, το διαφορετικό κοινωνικό και οικονομικό στάτους που θα δημιουργήσει σχέσεις ανταγωνιστικές και θα φθείρει όλους τους πρωταγωνιστές.
Η δράση εκτυλίσσεται κατά κύριο λόγο σε μια σύγχρονη πόλη με πανεπιστήμιο και σε ένα εξοχικό στη Γαλλία. Ο χώρος είναι αστικός και μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε την προβληματική εικόνα της σύγχρονης ζωής που έχει χάσει τη σύνδεσή της με τον υπόλοιπο κόσμο. Ο τρόπος που οι χαρακτήρες οικειοποιούνται πολιτικούς «τόπους» είναι υποδειγματικός αυτής της κρίσης:
Η Μελίσσα μάς ρώτησε αν ήμασταν θρησκευόμενες και απαντήσαμε όχι. Είπε πως έβρισκε τις θρησκευτικές τελετές, όπως οι κηδείες ή οι γάμοι, “παρηγορητικές με έναν κατασταλτικό τρόπο”. Είναι κάτι κοινό για όλους, πρόσθεσε, κι αυτό είναι ωραίο για τον νευρωτικό ατομικιστή. Και μιας και πήγα σε σχολείο με καλόγριες, ξέρω ακόμα τις περισσότερες από τις προσευχές.
Κι εμείς πήγαμε σε σχολείο με καλόγριες, είπε η Μπόμπι. Αυτό δημιούργησε διάφορα ζητήματα. [...] Να, εγώ είμαι ομοφυλόφιλη, απάντησε η Μπόμπι. Και η Φράνσις κομμουνίστρια.
Ο αστικός τρόπος ζωής ισούται με την κατανάλωση πολιτισμού (βιβλιοπαρουσιάσεις, βραδιές slam poetry, εργασία σε περιοδικά) και τον αισθητισμό των όμορφων και ποθητών αντικειμένων, βλ. το σύγχρονο διαμέρισμα της Μελίσσα, με την κάβα κρασιών, το παλτό του Νικ που ζηλεύει η Φράνσις, ή τις διακοπές σε βίλα «καρτ-ποστάλ» της γαλλικής επαρχίας (!). Είναι τόσο διάχυτος ο ελιτισμός ώστε όλοι οι πρωταγωνιστές επιδεικνύουν ύφος και δεξιότητες. Η βασική αφηγήτρια, η Φράνσις, δίνει τον εγωκεντρικό τόνο του βιβλίου: «Άρχιζα να κουράζομαι και να μεθάω λιγάκι. Δε μου ερχόταν τίποτα πνευματώδες να πω, ενώ όποια έκφραση κι αν έπαιρνα δεν κατάφερνε να αποτυπώσει την αίσθηση του χιούμορ μου.» (σ. 15) Και αλλού: «Το εγώ μου ήταν πάντα ένα θέμα» (σ. 49). Εντέλει, οι συζητήσεις με τους φίλους εντείνουν το συναισθηματικό κενό και την αβεβαιότητα για το ασχημάτιστο εγώ των πρωταγωνιστών παρά ωφελούν την ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ τους. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι κάνουν κάτι σημαντικό αλλά κάποιοι από αυτούς ακόμη εξαρτώνται οικονομικά από τους γονείς τους. Η συγγραφέας θα μπορούσε να επενδύσει στις ταξικές σχέσεις που αναπόφευκτα δημιουργεί η οικονομική ανισότητα. Οι χαρακτήρες αναλίσκονται σε προβλήματα του πρώτου κόσμου ενώ, όποτε φέρνουν στο προσκήνιο άλλα θέματα, όπως ζητήματα φύλου, υπάρχει μια θεωρητικοποίηση με συζητήσεις του «σωλήνα». Δεν υπάρχει συζήτηση αλλά ένα διαλογικό μπρα ντε φερ (διά ζώσης, μέσω μηνυμάτων ή τηλεφωνικά) και το κυριότερο δεν υπάρχουν φίλοι. Είναι μια γενιά αβέβαιη που ακόμη παλεύει για βασικές ελευθερίες (τις οποίες νομίζει ότι έχει κατακτήσει π.χ. στη σεξουαλικότητα) σε ένα κόσμο ακραία καπιταλιστικό (υψηλό μορφωτικό επίπεδο μεν, οικονομική εξάρτηση από τρίτους, ημιαπασχόληση δε).
Στέκομαι σε μία σκηνή που θα έπρεπε να κλιμακώνει την ένταση. Η δράση εκτυλίσσεται γύρω από ένα γεύμα με αφορμή μια ξαφνική επίσκεψη. Η αφήγηση αποτυγχάνει να μεταφέρει την τεταμένη ένταση και την ψυχολογική πίεση των ηρώων γύρω από το τραπέζι. Οι πράξεις και τα λόγια τους φαίνονται ασύνδετα και σπασμωδικά. Υπάρχει μια θεατρικότητα στον τρόπο συμπεριφοράς η οποία απέχει από την αληθοφάνεια διότι δεν είναι εμφανή τα αίτια που κορυφώνουν την ένταση. Αντίστοιχα, και όχι συγκριτικά, μπορεί κανείς να ανακαλέσει σκηνές τραπεζιού που έχει γράψει η Virginia Woolf (π.χ. στο «Μέχρι τον Φάρο» ή στην «Κυρία Ντάλογουεϊ») όπου η ένταση κατά τη διάρκεια ενός γεύματος μεταξύ των συνδαιτυμόνων βγαίνει σιγά σιγά από μέσα προς τα έξω μέχρι την σύγκρουση. Το βιβλίο της Rooney μου φέρνει ακόμη στο μυαλό την «Τυφλόμυγα» της Siri Hustvedt, με το οποίο βρίσκεται εγγύτερα λόγω θεματικής και υποβάθρου. Στην «Τυφλόμυγα» όμως η επίσης φοιτήτρια ηρωίδα, ήταν συνειδησιακά περιπλοκότερη δίνοντας ένα σκοτεινό ενδιαφέρον στην καθημερινότητά της.
Θέλω να πω ότι κλείνοντας το βιβλίο ο αναγνώστης μένει αμήχανος ως προς τις προθέσεις της αφήγησης. Εάν αυτό είναι το ζητούμενο, τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε για τη μετανεωτερική συνθήκη όπου η ασάφεια, οι ανολοκλήρωτοι χαρακτήρες και η υποτυπώδης πλοκή δεν συμπληρώνονται από αξιοπρόσεκτα φιλοσοφικά-στοχαστικά αποσπάσματα. Μήπως όμως είναι όντως έτσι η γενιά των millennials και post-millennials πρωταγωνιστών; Μορφωμένη και επικριτική, κυνική, συναισθηματικά ασταθής και χωρίς βεβαιότητες; Το βιβλίο πήρε κάποιες διακρίσεις ως ντεμπούτο, σκέφτομαι όμως, ότι ίσως μια σκηνοθετική μεταφορά (έχει ήδη προγραμματιστεί για το δεύτερο βιβλίο της Rooney, το “Normal People”) θα μπορούσε να αναδείξει τα κενά που αδυνατεί να συμπληρώσει ικανοποιητικά ο αναγνώστης, αλλά η κινηματογραφική γλώσσα μπορεί να τα μετουσιώσει σε μία δυνατή αφήγηση, σε μια ιστορία που θα θέλει κανείς να ακολουθήσει για λίγο τη ζωή των χαρακτήρων.
Συζητήσεις με φίλους, της Sally Rooney
Μετάφραση: Μαρία Φακίνου
Εκδόσεις Πατάκης
σελ. 382