Στο τέλος νικάω εγώ, της Σοφίας Νικολαΐδου
Η Σοφία Νικολαΐδου πιστεύει πως «ιστορία δεν είναι οι απόψεις των ιστορικών, είναι οι ζωές των ανθρώπων», και αυτή την θεωρία της υποστηρίζει στο μυθιστόρημά της “Στο τέλος νικάω εγώ”. Μας παρουσιάζει τις ζωές των ηρώων της Θεσσαλονίκης του τότε και του σήμερα: ξεκινώντας από το 1885, στο 1912 και τον Μεγάλο Πόλεμο μέχρι την συγκαιρινή κατάσταση και τα capital controls. Μέχρι την Θεσσαλονίκη του σήμερα, λοιπόν, την εποχή που οι νέοι προσπαθούν να βρουν την ταυτότητά τους και να αποφασίσουν ανάμεσα στο μεγάλο δίλημμα: να μείνουν και να παλέψουν ενάντια στο δυσοίωνο μέλλον που τους περιμένει, ή να αφήσουν τα πάντα και να ξενιτευτούν, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον, μακριά όμως από την πατρίδα και την ταυτότητά τους; Έχοντας σαν βασικούς πρωταγωνιστές έναν ζαχαροπλάστη που φτιάχνει την καλύτερη κρέμα στην πόλη, έναν κρητικό χωροφύλακα πιστό στο βασιλιά, μια παρέα από φοιτητές γεμάτους όνειρα και φιλοδοξίες καθώς και τον δάσκαλό τους στο Λύκειο -πηγή έμπνευσης και παραδειγματισμού για την μετέπειτα ζωή τους-, έναν Γάλλο γιατρό που έχει ζήσει πολλά, έναν παρατηρητή της ιστορίας, μια αρτίστα που είχε το κουράγιο να δραπετεύσει από την ζοφερή σκιά του πεπρωμένου της, έναν καθηγητή με την ικανότητα να διαχειρίζεται τα ευρωπαϊκά κονδύλια προς όφελός του, έναν απότακτο πελοποννήσιο, κι ένα Παιδί, που συναντά το σκληρό πρόσωπο της ζωής, πριν καλά καλά καταλάβει το νόημά της. Κι όταν ένα φόνος ταράξει τα νερά του παρελθόντος, η ροή της καθημερινότητας διακόπτεται καθώς τα μυστικά βγαίνουν στο φως και η σύνδεση των γεγονότων δεν αργεί να ταξιδέψει μέχρι το μέλλον όπου τα κομμάτια του παζλ μπαίνουν πλέον στην θέση τους.
Η Σοφία Νικολαΐδου, μέσα σε 304 σελίδες, συνδέει το παρελθόν με το μέλλον και παρουσιάζει τις πιο καίριες εξελίξεις της εποχής μας, τις επιπτώσεις της στη ζωή των ανθρώπων της νέας αλλά και της παλιότερης γενιάς. Η αγωνία της μάνας Τέτας, όταν μαθαίνει ότι το παιδί της θα ξενιτευτεί, αντιπροσωπεύει την αγωνία όλων των μητρικών φιγούρων που βρίσκονται ή έχουν βρεθεί στην παρόμοια θέση. Ο καθηγητής Σουκιούρογλου, ή αλλιώς Σουκ, όπως τον αποκαλούν, είναι ο καθηγητής πιστός στις παραδόσεις που παλεύει να κρατήσει ζωντανό το παραδοσιακό σύστημα εκπαίδευσης: πρόκειται για εκείνον τον καθηγητή τον οποίο είχαμε όλοι στο σχολείο σαν παραδειγματικό πρότυπο και το αντιληφθήκαμε κατόπιν, αφού μεγαλώσαμε και αναλογιστήκαμε τα λόγια και τα μαθήματα ζωής που μας έδωσε. Η Κορίνα, η Εβελίνα, ο Μηνάς και ο Νικόλας συγκροτούν το πρόσωπο της σημερινής νεολαίας, που παλεύει να σταθεί στα πόδια της, παλεύει να επιβιώσει με ό,τι όπλα διαθέτει καθώς οι αμαρτίες του παρελθόντος πέφτουν πάνω στην γενιά τους. Μέσα από την επιμονή τους να υποστηρίξουν στην εργασία τους τον Εθνικό Διχασμό, μας παρουσιάζεται η ανάγκη της νέας γενιάς να ακουστεί. Και η Φανή αντιπροσωπεύει εκείνη τη μάνα, που προσπαθεί να προστατεύσει την υγεία της για χάρη του παιδιού της λέγοντας χαρακτηριστικά «Θα προσπαθήσω περισσότερο από όσο μπορώ, πιο πολύ από όσο αντέχω».
Μέσα από απλή και ρέουσα αφήγηση, λιτές εκφράσεις και γλώσσα καθημερινή, ο αναγνώστης ταυτίζεται με τους ήρωες, διαβάζοντας για καταστάσεις που βίωσε ο ίδιος πριν από λίγα χρόνια, την εποχή του δημοψηφίσματος και των capital controls. Δημιουργεί ένα déjà vu της εποχής που πιστεύαμε ότι με μια λέξη, ένα «ναι» ή ένα «όχι», θα αλλάξουμε μια απόφαση ήδη προτετελεσμένη, της εποχής, που περιμέναμε με υπομονή σε μια τεράστια ουρά πίσω από ένα ΑΤΜ της τράπεζας που όριζε τη ζωή και την καθημερινότητά μας. Τότε που η παραπληροφόρηση είχε εκτοξευτεί στα ύψη και ο σχέσεις των ανθρώπων χαλούσαν καθώς χωρίζονταν σε αντίπαλα στρατόπεδα.
Μας ταξιδεύει στο παρελθόν, μέσα από την ζωή των μέσων όρων της εποχής του 1912. Παρατηρούμε την γνωστή ιστορική διαμάχη ανάμεσα σε βενιζελικούς και βασιλικούς και γινόμαστε μάρτυρες της οριστικής ρήξης της σχέσης τους. Παρουσιάζει τα ηθικά διλήμματα που προκύπτουν όταν πρέπει να ληφθεί μια σημαντική απόφαση: να πεις την αλήθεια καταστρέψεις την ζωή ενός νέου ανθρώπου που ακόμα δεν βγήκε στη ζωή, που δεν έχει συνειδητοποιήσει την πράξη του, ή να αφήσεις να κυλήσουν τα πράγματα όπως ξεκίνησαν; Μας δείχνει το κακό που μπορεί να κάνει ο φανατισμός μέσα από καθημερινές ιστορίες ηρώων της διπλανής πόρτας που περιμένουν με αγωνία να τελειώσει ο πόλεμος. Άλλωστε, όπως αναφέρει μέσα από τα λόγια του σκωτσέζου ΜακΝτούγκαλ, «όλα τελειώνουν κάποτε. Και τα καλά και τα κακά τελειώνουν». Μας διδάσκει πως ακόμα και σε στιγμές καταστροφής, σε στιγμές που ο κόσμος γύρω σου καταρρέει και όλοι βγαίνουν πανικόβλητοι στους δρόμους, εσύ πρέπει να παλεύεις με όλα όσα έχεις. Όπως ο Γιωργάκης, ο καλύτερος ζαχαροπλάστης της πόλης: «Έβγαλε ένα κασόνι στη μέση του δρόμου και άρχισε να πουλάει τις κρέμες του. Τέσσερις κρέμες. Τόσο γάλα βρήκε, τόσες μπόρεσε να φτιάξει.»
Και στο τέλος, το παρελθόν με το παρόν γίνονται ένα, η ιστορία ενώνεται και οι πρωταγωνιστές του τότε έρχονται να συναντήσουν τους πρωταγωνιστές του τώρα. Η Σοφία Νικολαΐδου μας δίνει ένα πολύ σημαντικό μάθημα: όταν όλα πάνε στραβά, όταν η ζωή μας γκρεμίζεται, αρκεί να κλείσουμε τα μάτια μας και να φανταστούμε ότι χτίζουμε τον κόσμο μας και πάλι από την αρχή, κι αυτή τη φορά, καλύτερο από ό,τι ήταν. Έτσι, στο τέλος θα νικάμε πάντα εμείς. Και στο τέλος θα τα καταφέρουμε στα αλήθεια.
Όπως ανέφερε η ίδια η συγγραφέας και σε μια συνέντευξη που έδωσε για το βιβλίο: «επανέρχεται και κάτι πιο δυνατό: η φόρα που έχει η ζωή να φεύγει μπροστά, να ξεπερνά εμπόδια. Η δύναμη που έχουν οι άνθρωποι να αφήνουν πίσω τους τις στάχτες και να συνεχίζουν. Ας νικήσουν, λοιπόν για μια φορά οι καλοί. Έστω και στη λογοτεχνία. Είναι καιρός τους επιτέλους, δεν νομίζετε;»
Στο τέλος νικάω εγώ, της Σοφίας Νικολαΐδου
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2017
Σελίδες 304