Ο κήπος στις φλόγες, του Δημήτρη Νόλλα
Το βιβλίο ξεκινάει (και τελειώνει) με την εντυπωσιακή περιγραφή μιας πυρκαγιάς που κατατρώει ένα παλιό σπίτι, χώρο φιλοξενίας για έναν ερασιτεχνικό θίασο και τη φωτιά να μαίνεται κατά δικαίων και αδίκων, ανθρώπων ντόπιων και ξένων που ζουν στο περιθώριο μιας κοινωνίας που δεν τους «χωράει». Τα άτομα αυτά προσπαθούν να επιβιώσουν με αλληλεγγύη αλλά και ανταγωνισμούς, δουλειές του ποδαριού και μικρά όνειρα (μια επιχορήγηση, την αγάπη μιας όμορφης γυναίκας, μια άδεια παραμονής, το δικαίωμα να μην μιλάς σε κανέναν). Όπως συμβαίνει και στην πραγματική ζωή, τα όνειρα συχνά δεν ευοδώνονται, ωστόσο μέσα από τις ματαιώσεις και τις καταστροφές της ζωής πάντα κάτι διασώζεται και προσφέρει ελπίδα – έτσι και από την πυρκαγιά σώζεται ένα παιδί και οι προστάτες του, και είναι σαν να σώζεται ο ίδιος ο Άνθρωπος.
Ο κεντρικός (αντί)ήρωας, ο Μιχάλης, με μια μικρή αναπηρία στο χέρι του, loser και αντικείμενο χλευασμού στο σχολείο, μεγαλωμένος χωρίς να το ξέρει από έναν άνθρωπο που δεν είναι ο βιολογικός του πατέρας, αποτυχημένος σπουδαστής και πλανόδιος διασκεδαστής, περιμένει κάτι αδιευκρίνιστο για να αλλάξει η ζωή του και μέχρι τότε ποντάρει στους ανθρώπους και στη στήριξή τους. Περιστοιχίζεται από άλλους αποτυχημένους που ζουν στο περιθώριο και φαίνεται να νιώθει άνετα με τη συντροφιά του, καθώς ο μέσος ανταγωνιστικός, φιλοτομαριστής Έλληνας φαντάζει στα μάτια του σαν εξωτικό πουλί, είδος που δυσκολεύεται να κατανοήσει. Ωστόσο, όταν του δοθεί η ευκαιρία να φερθεί σαν τέτοιος, παραβιάζοντας ηθικούς κανόνες και οικογενειακούς δεσμούς για ίδιον συμφέρον, πώς άραγε θα αντιδράσει μπροστά στον πειρασμό;
Η πλοκή της ιστορίας είναι απλή και γνώριμη, πλεγμένη με ιστορίες ζωής που όλοι λίγο πολύ έχουμε δει ή έχουμε ακούσει στο περιβάλλον μας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια (μετανάστες που αναζητούν μια θέση στον ήλιο, αλληλέγγυοι που βοηθούν και επικριτές που θεωρούν πως το ανθρώπινο ποτάμι των μεταναστών δεν θα έπρεπε να μας αφορά, λαμόγια που ελίσσονται δίνοντας υποσχέσεις σε ανθρώπους που μόνο η ελπίδα τους κρατά ζωντανούς). Το τέλος δε της ιστορίας φαίνεται, ίσως, να υπηρετεί ένα κλισέ: αυτό της ευτυχούς έκβασης που πολλοί αναζητούν, ώστε να νιώσει ο αναγνώστης μια μικρή κάθαρση και μια ψυχική ανάταση, όταν ολοκληρωθεί το μυθιστόρημα. Όμως, ακόμα κι αν συμμεριστούμε την άποψη αυτή, είναι ελάσσονος σημασίας όταν υπάρχουν τόσα στοιχεία που θα σε αποζημιώσουν ως αναγνώστη: πρώτον, η ανάγλυφη αναπαράσταση της ελληνικής κοινωνίας όπως αυτή έχει μεταλλαχθεί μέσα στην κρίση και το καθρέφτισμα μιας ελληνικής ταυτότητας που οι κάτοικοι αυτής της χώρας αναζητούν παραπαίοντας ανάμεσα στην παράδοσή τους, τα νέα ήθη της προσωπικής επιβίωσης και ευδαιμονίας (αδιάφορο αν δίπλα σου καίγεται το σύμπαν και βασιλεύει η αδικία και η δυστυχία) και την αβεβαιότητα ενός μέλλοντος που διαγράφεται στο βάθος ως θολό τοπίο· δεύτερον, το «μέτρο» του συγγραφέα που καταφέρνει -μέσα σε λιγότερο από 150 σελίδες- με ακρίβεια, αβίαστα, χωρίς εκπτώσεις στην πλοκή του αλλά και σε όσα ο ίδιος θέλει να επικοινωνήσει μέσα από αυτήν, να μας μεταφέρει μέσα στις ζωές των ηρώων του, στα κίνητρα και τα συναισθήματά τους· τέλος, μεγάλο προσόν, η γλώσσα του Δημήτρη Νόλλα, ακριβή και κοφτερή σαν διαμάντι, απόλαυση για τον γλωσσολάτρη αναγνώστη που αναγνωρίζει στον συγγραφέα έναν ομοϊδεάτη. Η γλώσσα του συγγραφέα και η αριστοτεχνική της χρήση γοητεύει και αγγίζει όποιον γίνεται κοινωνός της, πρόζα σαν ποίηση:
Έτσι κι εκείνοι είχαν περάσει τη ζωή τους στημένοι μπροστά στις ηλεκτρονικές οθόνες,
περιμένοντας πότε θα γίνει κάποιο θαύμα να πάψουν να αισθάνονται παρείσακτο
υπεράριθμοι, και να πάρουν οι ίδιοι στα χέρια τους τις σκούπες και να το σκουπίσουν,
εντέλει όμως ξοδεύοντας τη ζωή τους από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός με κρεμασμέ-
νες τις ψυχές τους στους δείχτες του ρολογιού της μεγάλης αίθουσας συναλλαγών, που
μετρούσε όπως γαλέρας το ταμπούρλο χτύπο στον χτύπο τις ώρες κάθε μέρας και κάθε
νυκτός μιας μίζερης ζωής,κουράγιο κωπηλάτες
υπομονή κωπηλάτεςκάθε μέρας και κάθε νυκτός της δικιάς τους μίζερης ζωής, ζωής με ξίδια και με σκόνες
ποτισμένη για να την αντέξουν,μέχρι να σχολάσουν και να σπεύσουν να τρυπώσουν
στα μικρά τους διαμερίσματα για να παραδοθούν στο όνειρο της νοσταλγίας ο καθένας
τους, μιας δικιάς του,άλλης ζωής που τώρα διάβαινε μπροστά στα μάτια τους τα καρφω-
μένα στις οθόνες τους, σαν να ‘ταν αυτή του πεπρωμένου η νύχτα, από τον σκηνοθέτη
της σημαδεμένη να καταλήξει σε αυτήν ακριβώς εδώ την ώρα, πολύ αργά για σκέψεις
τώρα, νύχτα με την οποία έμοιαζε να ‘χει κλειστεί κάποιο μυστικό ραντεβού [...]
«Ο κήπος στις φλόγες», αξιοπρόσεκτο και ως ανεξάρτητο ανάγνωσμα, αν κινητοποιήσει τον αναγνώστη να ανατρέξει στα δυο πρώτα βιβλία της τριλογίας, θα του προσφέρει μια τοιχογραφία της ελληνικής κοινωνίας από τη λήξη του Εμφυλίου μέχρι τις μέρες μας, αναδεικνύοντας μια ενδιαφέρουσα άποψη για το τι σημαίνει να είσαι Έλληνας τις τελευταίες δεκαετίες, θέτοντας ταυτόχρονα το διαχρονικό ερώτημα «τί είναι η πατρίδα μας». Κι ασφαλώς, την απάντηση αυτή καλείται να τη δώσει ξεχωριστά ο καθένας μας.
Ο κήπος στις φλόγες, του Δημήτρη Νόλλα
Εκδόσεις Ίκαρος
σελ. 160
Photo Sources
www.lifo.gr
www.ianos.gr
superiorbooks.gr
www.haiw.us
thegallopinggardener.blogspot.gr
www.zarpanews.gr