Jean-Paul Sartre: Ζώντας με πάθος
Ο πατέρας του, στρατιωτικός στο επάγγελμα, πεθαίνει από κίτρινο πυρετό λίγο μετά τη γέννησή του κι ο μικρός Jean-Paul επιστρέφει με τη μητέρα του στο σπίτι των παππούδων του όπου ζει τα πρώτα χρόνια, περίπου ως ένας μικρός θεός - η μητέρα του κατέχει περισσότερο τον ρόλο της μεγαλύτερης αδελφής, ενώ οι υπόλοιποι ένοικοι του σπιτιού του συμπεριφέρονται σαν να είναι μια μικρή ιδιοφυΐα, πεποίθηση που καλλιεργεί κι ο ίδιος για τον εαυτό του (και μάλλον θα τη διατηρήσει και για την υπόλοιπη ζωή του). Ο ίδιος αναφέρεται στον θάνατο του πατέρα του ως ένα γεγονός απελευθερωτικό (καθώς πίστευε πως αν ο πατέρας του ζούσε θα είχε ξαπλώσει επάνω του και θα τον είχε λιώσει) και στα παιδικά του χρόνια στο Παρίσι ως απόλυτα ευτυχή. Κι εκεί που όλα βαίνουν καλώς, η ατυχία χτυπάει την πόρτα του μικρού Jean Paul. Μια ημερήσια εξόρμηση στην παραλία κι ένα κρύωμα καταλήγουν να έχουν φοβερές επιπτώσεις: παθαίνει λεύκωμα στο δεξί του μάτι, αναπτύσσει στραβισμό και χάνει μερικώς την όρασή του. Αλλά αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στην άλλη, μεγαλύτερη τραγωδία που πλησιάζει. Ξαφνικά η μητέρα του έχει την φρικτή ιδέα να ξαναπαντρευτεί. Ο μικρός Sartre είναι απαρηγόρητος· δε θα είναι πια το κέντρο του κόσμου της και επιπλέον πρέπει να αφήσει το σπίτι των παππούδων του στα περίχωρα του Παρισιού και να ξενιτευτεί σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη.
Ο «κακός πατριός» είναι η επιτομή του μεγαλοαστισμού: πλούσιος, επιχειρηματίας, ζει σε έπαυλη και είναι επιφανής πολίτης της επαρχιακής του πόλης. Όταν τα απογεύματα γυρίζει σπίτι νωρίς, φροντίζει την εκπαίδευση του θετού του γιου με έξτρα μαθήματα και παιδαγωγικές προσεγγίσεις παλαιού τύπου - όταν η επανάληψη δεν πιάνει τόπο, ίσως ένα χαστούκι επιταχύνει τη γνωστική διαδικασία. Τα πράγματα είναι σκούρα και στο σχολείο: οι συμμαθητές δεν εκστασιάζονται με την άφιξη του μπασμένου, βατραχομούρη, αλλήθωρου και με ματομπούκαλα νεοφερμένου - γιατί δε φτάνουν όλα τα παραπάνω, ο μικρός Sartre έχει κι έναν εκλεπτυσμένο παρισινό αέρα που δεν τους αρέσει καθόλου. Και επιπλέον είναι και καταπληκτικός μαθητής αφού φαίνεται να τα ξέρει όλα, επιδεικνύοντας τις γνώσεις του. Ο Sartre αντιμετωπίζει την εχθρότητα των συμμαθητών του, κάνοντας ασκήσεις ανεξαρτησίας και αυτάρκειας: διαβάζει ασταμάτητα, ακόμα και πράγματα που δεν καταλαβαίνει κι αρχίζει να γράφει - στην ηλικία των 14 έχει ήδη ολοκληρώσει το δεύτερό του μυθιστόρημα. Ο καλός θεός της φιλοσοφίας τελικά θα τον σώσει από όλα τα βάσανα, αφού με αφορμή τις σπουδές του θα γυρίσει στον παππού του και στο Παρίσι για να φοιτήσει στην École Normale Supérieure, όπου θα συναναστραφεί με άλλους σπουδαίους της γαλλικής διανόησης: τον Raymond Aron, τον Paul Nizan, τη Simon Weil και τη σύντροφο της ζωής του Simon de Beauvoir.
Στο Παρίσι, το αστέρι του Sartre ανακτά τη χαμένη του λάμψη. Ο ιδιοφυής νέος ανακαλύπτει πως η ασχήμια του δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία όταν μιλάει, τα κορίτσια τον ορέγονται κι οι φίλοι ακούν έκθαμβοι αυτά που έχει να πει στα τραπέζια των καφέ που συχνάζουν. Και κάπου εκεί γεννιέται ένα pop είδωλο, διαφορετικό από τα άλλα, αφιερωμένο στη διανόηση και τη φιλοσοφία, αλλά παρόλα αυτά pop είδωλο. Συνεχίζει να διαβάζει τα πάντα – καλά, όχι ακριβώς τα πάντα, πχ. δε διαβάζει τα μαθήματα του σχολείου και ως αποτέλεσμα αποτυγχάνει στις απολυτήριες εξετάσεις και χρειάζεται να τις ξαναδώσει με μεγάλη, τη δεύτερη φορά, επιτυχία – έρχεται πρώτος στη βαθμολογία με τον Κάστορα (παρατσούκλι της Simon de Beauvoir) δεύτερο.
Η σχέση του με την επίσης μεγαλοαστικής ανατροφής Simon έχει πολύ ενδιαφέρον ως αντισυμβατικό love story. Όταν την πρωτογνώρισε τη βρήκε γοητευτική, όμορφη και με απαίσιο ντύσιμο (αν και δεινή αντίπαλο στις φιλοσοφικές συζητήσεις). Πήρε λοιπόν αμέσως τη θέση του μέντορα και του συμβουλάτορα μόδας. Αυτή από την πλευρά της πήρε λίγο τη θέση της μητέρας του – του πρότεινε να κάνει πιο συχνά μπάνιο (κάτι που ο Sartre θεωρούσε άσκοπο, αφού ο καπνός της πίπας που κάπνιζε σκέπαζε τις ανεπιθύμητες οσμές), να αλλάζει πιο συχνά πουκάμισο και να βάζει κρέμα για τα σπυράκια. Κι οι δυο συμφωνούσαν πως δε θα μπορούσαν να έχουν μια σχέση συμβατική, μονογαμική και κτητική. Όχι, αυτοί θα είχαν μια σχέση ανοιχτή, πέρα από τις συμβάσεις, όπου όλα θα ήταν ειλικρινή και τίποτε δε θα έμενε κρυφό. Κατά τη διάρκεια της μακράς τους πορείας με όλα τα σκαμπανεβάσματα και τις παράλληλες ερωτικές τους περιπέτειες τήρησαν τη μεταξύ τους συμφωνία αφιερώνοντας τις ζωές τους στη φιλοσοφική αναζήτηση και στον πολιτικό ακτιβισμό.
Μόλις τελείωσαν τις σπουδές τους στη φιλοσοφία στράφηκαν –που αλλού;- στη διδασκαλία, όμως ο Sartre σύντομα λαμβάνει μια επιχορήγηση για να μελετήσει τον Husserl και τη φαινομενολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο στο Βερολίνο. Όσο καιρό ζει εκεί, υπνοβατεί απορροφημένος από τη μελέτη και την εσωτερική αναζήτηση αδιαφορώντας για το τέρας του ναζισμού που έχει ήδη αρχίζει να σηκώνει το άσχημο κεφάλι του. Επιστρέφοντας στη Γαλλία γράφει το μυθιστόρημα «Η ναυτία». Τον Ιούνιο του ‘40, ανήμερα των γενεθλίων του, συλλαμβάνεται από τους Ναζί και στέλνεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία. Μετά την αποφυλάκισή του, αποφασίζει να γίνει μέλος της στρατευμένης διανόησης. Το ‘43 δημοσιεύει «Το Είναι και το μηδέν» (“L'Être et le Néant”) και λίγο αργότερα ιδρύει το λογοτεχνικό περιοδικό «Μοντέρνοι καιροί» (“Les Temps modernes”). Οταν το ‘45 κάνει μια διάλεξη με τίτλο «Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός» (“L'existentialisme est un humanisme”) επικρατεί ένα μικρό χάος. Το είδωλο στερεώνεται γερά στα μάτια του κόσμου. And the rest is history…
Tα επόμενα χρόνια τάσσεται ανοιχτά υπέρ του κομμουνισμού και υποστηρίζει τον Κάστρο στην Κούβα, τον Μάο στην Κίνα και τους Ερυθρούς Χμερ στην Καμπότζη. «Τα σπάει» με τον φίλο του Camus γιατί δηλώνει ότι τα σταλινικά εγκλήματα δεν είναι αρκετά σοβαρός λόγος για να σταματήσει την επαναστατική του στράτευση, μελετά με πάθος τον Flaubert, το ‘64 αρνείται το Nobel Λογοτεχνίας, το ‘68 συμμετέχει ενεργά στα γεγονότα του Μάη, ενώ περνά διάφορες φάσεις αγάπης και μίσους με τους φορείς του κομμουνισμού στη Γαλλία· πίνει, καπνίζει και παίρνει ναρκωτικά, και το ‘72 αναγκάζεται να εγκαταλείψει το παραγωγικό του έργο λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας που οδηγούν μετά από λίγα χρόνια στον θάνατό του. Στις 19 Απριλίου του ’80, στην κηδεία του, έρχονται να τον αποχαιρετήσουν 50.000 άτομα – όπως πραγματικά αρμόζει σε ένα pop είδωλο.
Η προσφορά του Jean Paul Sartre στην παγκόσμια φιλοσοφία και λογοτεχνία είναι ανεκτίμητη και, πιθανόν, μια ανθρώπινη ζωή δε φτάνει για να τη μελετήσεις. Μα πέρα από το παραγωγικό του έργο, ο Sartre αξίζει να μνημονεύεται για τον τρόπο που επέλεξε να ζήσει: αυθεντικά και ακέραια απέναντι στις ιδέες του που συχνά αναθεώρησε αλλά ποτέ δεν πρόδωσε ούτε διαστρέβλωσε σε πιο βολικά σχήματα. Σε έναν κόσμο όπου «όλα έχουν γίνει κατανοητά εκτός από το πώς να ζούμε», αυτός φαίνεται να είχε κατανοήσει κατά πολύ το πώς οφείλει κανείς να ζει. Mε πάθος.
Content Sources
- Sartre in 90 minutes, Paul Strathern
- www.nobelprize.org
- https://plato.stanford.edu