Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Νυχτερινές Ικεσίες σε ένα σύμπαν εγκαταλελειμμένο από τον Θεό

feature_img__nixterines-ikesies-se-ena-simpan-egkataleleimmeno-apo-ton-theo
Νυχτερινές Ικεσίες σε μία πόλη φαντασμάτων, σε ένα λατρεμένο πρόσωπο που χάθηκε, σε έναν Θεό που δεν ανταποκρίνεται ποτέ.

Ένας μεσήλικας Κολομβιανός διπλωμάτης-συγγραφέας που εκτελεί καθήκοντα προξένου στο Νέο Δελχί, επιστρέφει στην Μπανγκόγκ, και στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, με την πιστή συντροφιά ενός τζιν, γυρεύει τα λόγια εκείνα που θα αναβιώσουν τις μνήμες μιας ιστορίας που εκτυλίχτηκε λίγα χρόνια πριν με πρωταγωνιστές τον ίδιο και δύο αδέλφια ναυαγούς μιας χώρας βυθισμένης στη διαφθορά, τη βία και τον τρόμο, στο αίμα και τα ναρκωτικά.

Δύο μισά της ίδιας ψυχής, μία ευτυχισμένη μικρή βασίλισσα και ένας δυστυχισμένος παρίας, δύο παιδιά γεννημένα και παραγκωνισμένα από την ίδια μήτρα, μεγαλώνουν σε ένα θλιβερό τοπίο βγαλμένο από τις ζοφερές αναπαραστάσεις του Μπος, και ονειρεύονται «μεγαλόπρεπες πολιτείες», μία άλλη «γη της επαγγελίας», έναν κόσμο που θα ζήσουν ξεχασμένοι, απομονωμένοι και ευτυχισμένοι, ένα σύμπαν που το χτίζουν καθημερινά με τα σαγηνευτικά υλικά της Λογοτεχνίας και του Κινηματογράφου, με τα πινέλα και τα χρώματα που τους προσφέρουν απλόχερα ο Arthur Rimbaud και ο John Cassavetes, ο David Foster Wallace και ο Γουόνγκ Καρ Γουάι, των οποίων τα έργα αποτελούν παράθυρα διαφυγής, το καταφύγιό τους από την πραγματικότητα, και οι ήρωές τους είναι συνταξιδιώτες στο δράμα της ζωής τους, άνθρωποι «μοναχικοί μέσα σε πόλεις φαντάσματα, άνθρωποι εύθραυστοι σε λεωφόρους και καφετέριες, με μια τεράστια ανάγκη να επινοούν κίνητρα για να συνεχίσουν να ζουν και με την αίσθηση πως έχουν χάσει πριν καν μπουν στο παιχνίδι, ότι κάτι πήγε λάθος ευθύς εξαρχής».

Ο Μανουέλ Μανρίκε, ένας φοιτητής φιλοσοφίας, αγιάτρευτα βασανιζόμενος από τη μοναχική και στερημένη αγάπης παιδική του ηλικία, γυρεύει τη γαλήνη και τη διέξοδο στους αδειανούς τοίχους μίας καταθλιπτικής πόλης όπου καταθέτει με σπρέι κομμάτια της ψυχής του, χαρίζοντάς τους το νόημα και την αξία που νιώθει ότι στερείται η δική του ύπαρξη που ευχαρίστως θα ξεφορτωνόταν. Φάρος ζωής και ασπίδα προστασίας του η μεγαλύτερη αδελφή του, η Χουάνα, φοιτήτρια κοινωνιολογίας, μία οργισμένη κοπέλα που είναι ικανή να συρθεί ως την κόλαση για να προσφέρει στον αδελφό της «όλα όσα χρειάζεται [η][…] εξευγενισμένη ψυχή» του, μία ατρόμητη επαναστάτρια που είναι αποφασισμένη να πάρει εκδίκηση για τη μοίρα των αδικοχαμένων συμπατριωτών της, θυμάτων μιας διαφθαρμένης κυβέρνησης και να καταστρέψει το παρασιτικό σύστημα της πατρίδας της εκ των έσω. Όταν η Χουάνα εξαφανίζεται, ο Μανουέλ αποφασίζει να ακολουθήσει τα χνάρια της· φτάνει ως την άλλη άκρη του κόσμου και βρίσκεται μπλεγμένος στα δίχτυα ενός δικτύου ναρκωτικών και σωματεμπορίας, κρατούμενος σε μία φυλακή της Μπανγόγκ όπου κινδυνεύει με την εσχάτη των ποινών. Ο πρόξενος θα γίνει ο ενδιάμεσός τους, ο εξομολογητής τους, ο άνθρωπος, που παρασυρόμενος από την αγάπη τους, θα αναλάβει να βρει τη Χουάνα και να σώσει τη ζωή του Μανουέλ.

Ο συγγραφέας Santiago Gamboa

Ο Κολομβιανός συγγραφέας Santiago Gamboa δύο χρόνια μετά το τέλος της οκταετούς θητείας (2002-2010) του ακροδεξιού προέδρου Álvaro Uribe Vélez στη γενέθλια χώρα του, κυκλοφορεί το 2012, ένα μυθιστόρημα που με κεντρικό αφηγηματικό του άξονα μία «ιστορία αγάπης» -βαθιάς, λυτρωτικής και σαρωτικής για τους πρωταγωνιστές της, ποιητικής, σπαρακτικής και εκκωφαντικής για όλους όσοι γίνονται θεατές στο δράμα της- ξετυλίγει ξανά το κουβάρι της περιόδου αυτής, χρωματίζοντάς την με τις πιο σκοτεινές αποχρώσεις. Εστιάζοντας στο ατομικό, σε μια μικροαστική, χτυπημένη από την κρίση, τετραμελή οικογένεια της Μπογκοτά και στην προσωπική ιστορία των δύο τέκνων της, στην καθημερινότητά τους στο σχολείο και αργότερα στο πανεπιστήμιο, στις κοινωνικές συναναστροφές τους, στις οικογενειακές μαζώξεις συγγενών και φίλων, και στους συνεχείς καυγάδες μεταξύ των μελών της οικογένειας για την πολιτική και το μέλλον της χώρας, φωτογραφίζει με απεριόριστες και εμβριθείς λήψεις το όλον: μία διχασμένη και κατατρεγμένη κοινωνία που έχει βυθιστεί στη μιζέρια και τη σύγχυση, που τυφλωμένη από την ανάγκη της για ένα καλύτερο αύριο έχει υποκύψει στις βουλές και τις επιταγές ενός σαθρού και βίαιου πολιτικού συστήματος όπου τόσο οι εκφραστές του όσο και οι πολέμιοί του είναι στην πλειονότητά τους άτομα από την ίδια πάστα –της βίας, της διαφθοράς, της κερδοσκοπίας, του ατομικού συμφέροντος- που φορούν διαφορετική μάσκα -του πολιτικού, του παραστρατιωτικού, του αντάρτη, του αστυνομικού- και επιδίδονται χωρίς κανέναν ηθικό φραγμό στο «παιχνίδι του να σκοτώνουν κόσμο». 

Ένας πρόεδρος μαφιόζος, ένας στρατός από δολοφόνους και βασανιστές, το μισό Κογκρέσο στη φυλακή λόγω συνέργειας στη δράση των παραστρατιωτικών, έχουμε περισσότερους εκτοπισμένους απ’ ό,τι η Λιβερία ή το Ζαΐρ, εκατομμύρια στρέμματα κλεμμένα με τη δύναμη των όπλων – θες κι άλλα; Αυτή η χώρα συντηρείται με σφαγές, πατάει σε ομαδικούς τάφους. Έτσι και κάνεις να ξύσεις το χώμα, από κάτω βγαίνουν κόκκαλα.

Ο συγγραφέας δεν περιορίζεται όμως εντός των συνόρων της πατρίδας του αλλά περιπλανιέται διαμέσου των ηρώων του από τη μία άκρη του κόσμου στην άλλη –Μπογκοτά, Δελχί, Μπανγκόγκ, Τόκυο, Τεχεράνη- φανερώνοντας έναν σκοτεινό κόσμο που δρα στο παρασκήνιο των μητροπόλεων και καταδεικνύει ίσως την αφοριστική αλήθεια που παραθέτει ο Gamboa στην αρχή του μυθιστορήματος μέσα από τους στίχους της Lou Andreas-Salomé ότι «αυτό που απέμενε τελικά, όσο και αν άλλαζε ο κόσμος και ζωή, ήταν η ακλόνητη βεβαιότητα ενός σύμπαντος εγκαταλελειμμένου απ’ τον Θεό». 

The Ninth Wave, του Ivan Aivazovsky (1850)

Μία νουάρ κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα διαπνέει τις «Νυχτερινές Ικεσίες», ένα πολυφωνικό έργο μεταμοντέρνας απόχρωσης που δεν περιορίζεται σε αφηγηματικά στεγανά. Ο Gamboa προσδίδει στο έργο του έντονη ιστορική και πολιτική χροιά, σκιαγραφόντας και σχολιάζοντας ενδελεχώς την κολομβιανή κοινωνία επί καθεστώς Uribe, χωρίς το χαρακτηριστικό αυτό να επισκιάζει τα ψυχολογικά πορτρέτα των ηρώων, που οι φωνές και τα λόγια τους κρύβουν τόση ένταση που άλλοτε ηχούν σαν καμτσικιές και άλλοτε σαν αντίλαλος ακολουθούν τον αναγνώστη που αφουγκράζεται τις κραυγές τους και συναισθάνεται τον πόνο τους.

Οι ήρωές του είναι άνθρωποι βαθιά καλλιεργημένοι, η ύπαρξή τους είναι αδιάρρηκτα δεμένη με την Τέχνη και οι συζητήσεις, οι προβληματισμοί, ακόμα και τα παιχνίδια τους περιστρέφονται γύρω από βιβλία και ταινίες, έτσι ώστε ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό και κινηματογραφικό οδοιπορικό ενσωματώνεται αρμονικά στην αφήγηση με πολυάριθμες αναφορές που χαρτογραφούν τίνι τρόπω την προσωπικότητα των ηρώων και υποκινούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη που σίγουρα θα βρεθεί να ψαχουλεύει έργα και δημιουργούς ανάμεσα στις σημειώσεις της μεταφράστριας Βασιλικής Κνήτου στο τέλος του μυθιστορήματος.

Η μία φωνή εναλλάσσεται της άλλης -όπως και το τέμπο της αφήγησης- με έναν εξαιρετικά έντεχνο τρόπο που καταλύει την αίσθηση του χρόνου –παρόν, παρελθόν, μέλλον συγκλίνουν στη μη γραμμική αυτή αφήγηση-, εξομολογούμενες τη δική τους πλευρά της ιστορίας, ενώ παρεμβάλλονται ενδοκειμενικές αφηγήσεις που διακόπτουν τη ροή της πλοκής δια στόματος της «διαδικτυακής», μίας άγνωστης φωνής, για την οποία δεν μας δίνεται καμία πληροφορία (και κατά την υποφαινόμενη θα μπορούσε να είναι η φωνή της Χουάνα από το μέλλον;) που σχολιάζει ή προοικονομεί τα γεγονότα. Η δυνατή αυτή αφήγηση εμπλουτίζεται από την περιγραφική ικανότητα του συγγραφέα που αποθανατίζει το τοπίο και την κουλτούρα της κάθε πόλης, μετουσιώνοντας τη «λογοτεχνία […] [σε έναν όμορφο ταξιδιωτικό] οδηγό», και ζωγραφίζει με την πένα του λυρικές εικόνες που μαγεύουν τον αναγνώστη: 

Τι είναι εκείνο το κιτρινωπό φωτάκι, που δεν θα το έλεγες και χρυσό, στη δεξιά πλευρά του χάρτη μου; Πώς λέγεται αυτό το αστέρι που έχει εξοκείλει στην ακρογιαλιά, στην αρχή ενός μεγάλου βραχίονα, όμοιου με το αδρανές άκρο ενός νεογέννητου; 

Ένα πολυπρισματικό έργο που επιβεβαιώνει αναμφισβήτητα τη συγγραφική δεινότητα του δημιουργού του, ο οποίος τολμάει να θέσει τους συμπατριώτες του αντιμέτωπους με το πρόσφατο παρελθόν τους, ξύνοντας πληγές που ακόμα δεν έχουν επουλωθεί, και κατορθώνει να μεταφέρει εμάς, το ξένο αναγνωστικό κοινό, στην καρδιά της Κολομβίας, θέτοντας παράλληλα διάφορα ερωτήματα για το μέλλον αυτού του κόσμου με τρόπο που δεν γίνεται στο τέλος να μην αναρωτηθούμε και για τους χρωματισμούς της δικής μας πραγματικότητας. 

*Φωτογραφία εξωφύλλου: The Great Wave off Kanagawa, του Katsushika Hokusai (1829–1832)
**Η επιλογή των πινάκων βασίζεται σε αναφορές του συγγραφέα στο μυθιστόρημα.

Νυχτερινές Ικεσίες, του Santiago Gamboa
Μετάφραση: Βασιλική Κνήτου
Εκδόσεις Πόλις
σελ. 400

1
Μοιράσου το