Βερολίνο, Γεια: Ο θαυμαστός κόσμος της εφηβείας
Πρόκειται για το μυθιστόρημα του σκιτσογράφου και συγγραφέα Wolfgang Herrndorf, βραβευμένου το 2008 με το Γερμανικό Βραβείο Διηγήματος, ο οποίος αυτοκτόνησε σε ηλικία μόλις 48 ετών, γνωρίζοντας ότι είναι βαριά άρρωστος και αποφασισμένος να «φύγει» πριν τον καταβάλλει τελείως η ασθένειά του. Το «Βερολίνο Γεια» έχει κερδίσει τα βραβεία Deutscher Jugendliteraturpreis και Clemens-Brentano, έχει μεταφραστεί σε 25 γλώσσες με μεγάλη απήχηση στο αναγνωστικό κοινό, και την κινηματογραφική του μεταφορά ανέλαβε ο Γερμανός σκηνοθέτης Fatih Akin (βραβευμένος στα διεθνή φεστιβάλ Καννών και Βερολίνου) την οποία μπορούμε να απολαύσουμε αυτές τις μέρες και στις ελληνικές αίθουσες.
Ένα βιβλίο που χαράχτηκε στη μνήμη μου, αφού ο συγγραφέας με απλή, καθημερινή, ρέουσα, νευρώδη γλώσσα (που αναδεικνύει με εξαιρετικό τρόπο η μετάφραση του Απόστολου Στραγαλινού) σκιαγραφεί σκηνές και διαλόγους τόσο οικείους και ζωντανούς, σαν να έχουν ξεπηδήσει από το ημερολόγιο ενός εφήβου, λες και ο Herrndorf έγραψε μία ιστορία βασισμένος σε εφηβικές αφηγήσεις. Μια ιστορία που ανέσυρε έντονες και ξέγνοιαστες εικόνες του παρελθόντος, αφού το «Βερολίνο, Γεια», πέρα από ένα αισιόδοξο, νοσταλγικό, χιουμοριστικό ανάγνωσμα, είναι και ένας φόρος τιμής στην ανατρεπτική, επαναστατική, ανέμελη, κρίσιμη, αλλά και πολύ όμορφη περίοδο της εφηβείας: όταν διανύεις το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, όταν ο ερωτισμός ξυπνάει, οι ορμόνες κάνουν πάρτυ και οι σωματικές και ψυχικές μεταβολές σε μεταμορφώνουν σε ένα πλάσμα με μία μόνιμη αμφισβήτηση χαραγμένη στο μέτωπο για τον κόσμο που σε περιβάλλει, ιδίως για τους ενήλικες με τους οποίους νιώθεις ότι σε χωρίζει χάος απροσμέτρητο· όταν το μοναδικό που σε απασχολεί είναι οι σχέσεις σου με τους ανθρώπους, όταν ακόμα ονειρεύεσαι με τα μάτια ανοιχτά, όταν δίνεις και την ψυχή σου για έρωτες πλατωνικούς που βιώνεις στο μέγιστο με τη δύναμη της φαντασίας σου, όταν γεύεσαι το πρώτο σου φιλί, όταν καταναλώνεις αμέτρητες σοκολάτες, παγωτά και κόκα κόλες δίχως δεύτερη σκέψη, όταν προσπαθείς να γράψεις το όνομά σου σε αχυρένια χωράφια με τις ρόδες ενός αυτοκινήτου, όταν δίνεις ραντεβού σε 50 χρόνια με τους νεοαποκτηθέντες φίλους σου στην κορυφή ενός βουνού και πιστεύεις στην πραγματοποίησή του, όταν εντέλει ακολουθείς τον θεότρελο φίλο σου σε ένα ριψοκίνδυνο ταξίδι που μόνο ένας έφηβος, ή ένας αιώνια έφηβος τολμάει να ξεκινήσει χωρίς χάρτη και με αρωγό τη θεά τύχη.
Ο Μάικ, λοιπόν, ο πρωταγωνιστής ήρωας και αφηγητής της ιστορίας, είναι γόνος μιας εύπορης βερολινέζικης οικογένειας, μαθητής της ογδόης στο γυμνάσιο Χαγκέσιους της γερμανικής πρωτεύουσας, άτομο «σκέτη βαρεμάρα» και δίχως φίλους όπως μας συστήνεται, που γνωρίζει τη ζωή κυρίως μέσα από την τηλεόραση και τα σχολικά βιβλία. Η απίθανη περιπέτεια που θα ζήσει με τον Τσικ, τον νιόφερτο συμμαθητή του, έναν μυστηριώδη έφηβο ρωσικής καταγωγής που βρωμάει αλκοόλ και διάφορες φήμες αμαυρώνουν το πρόσωπό του, θα τον φέρει σε επαφή για πρώτη φορά με τον κόσμο έξω από το οικείο και ασφαλές σχολικό του περιβάλλον. Οι δύο έφηβοι, πικραμένοι που δεν έλαβαν πρόσκληση για το πάρτυ της χρονιάς, αποφασίζουν να πάνε μόνοι τους, χωρίς γονείς, διακοπές στη Βλαχία, στον θείο του Τσικ, με το στραπατσαρισμένο βρώμικο λάντα που «δανείστηκε» ο σχιστομάτης Ρώσος. Με προορισμό τη Βλαχία, μια χώρα που στα γερμανικά σημαίνει επίσης «άγνωστος τόπος», φορτώνουν το λάντα προμήθειες και ξεκινούν ένα ταξίδι με βάρκα την ελπίδα.
«Καλοζωισμένος, δειλός, ευάλωτος» ο Μάικ, φτωχός, τολμηρός, σκληρόπετσος ο Τσικ, δύο αντίθετοι χαρακτήρες που μεγαλώνουν αμφότεροι με αδιάφορους γονείς και νιώθουν έντονο το στίγμα της περιθωριοποίησης από τον κύκλο των συμμαθητών τους, θα γνωριστούν και αλληλοσυμπληρώμενοι θα ζήσουν μία συναρπαστική εβδομάδα στη διάρκεια της οποίας θα αναπτύξουν εκείνο το σπάνιο αίσθημα αλληλεγγύης και ανιδιοτέλειας που χαρακτηρίζει μία αληθινή φιλία, κερδίζοντας παράλληλα την εμπιστοσύνη προς τον εαυτό τους και τους ανθρώπους γύρω τους.
Μάγκα μου! Όταν ήμουν μικρός, ο πατέρας μου μου έλεγε ότι ο κόσμος είναι κακός, οι άνθρωποι είναι κακοί. Να μην εμπιστεύομαι κανέναν, να μη μιλάω με αγνώστους και τέτοια. Αυτά μου έμαθαν οι γονείς μου, αυτά με συμβούλευαν οι δασκάλοι μου, τα ίδια έβλεπα και στην τηλεόραση. Έβλεπα ειδήσεις; Οι άνθρωποι είναι κακοί. Έβλεπα ντοκιμαντέρ; Οι άνθρωποι είναι κακοί. Και ίσως και να ήταν αλήθεια, και οι ενενήντα εννιά στους εκατό να είναι κακοί. Το περίεργο όμως ήταν ότι ο Τσικ και εγώ στο ταξίδι μας συναντούσαμε συνέχεια μόνο καλούς.
Ο Herrndorf καταφέρνει να ταξιδέψει στο παρελθόν του, να θυμηθεί την ανέμελη και προβληματική -για τον κόσμο των ενηλίκων- περίοδο της εφηβείας του, να θυμηθεί τα σκιρτήματα, τις ανασφάλειες, τα προβλήματα, τη συμπεριφορά, τη γλώσσα ενός εφήβου και τα γνωρίσματα αυτά να τα ενσαρκώσει στην πιο ρεαλιστική τους μεταφορά στους δεκατετράχρονους λογοτεχνικούς του ήρωες.
Με λόγο αυτοσαρκαστικό που σφύζει από τη γλυκειά αυθάδεια και το «εξυπνακίστικο» πνεύμα των εφήβων, ο Μάικ μας εξιστορεί τα ριψοκίνδυνα κατορθώματα του κόμη Λάντα και του κόμη Κόκα (όπως θα αυτοαποκαλούνται στη συνέχεια) στα χωράφια και τους αγρούς της ανατολικής Γερμανίας, όπου θα συναντήσουν απίθανους και καρτουνίστικους ήρωες (μεταξύ των οποίων και την Ίζα, ένα κρυψίνουν, τολμηρό κορίτσι), θα κοιμηθούν κάτω από τον έναστρο ουρανό, θα συζητήσουν περί γυροσκοπικών πυξίδων και θα γίνουν άκρως εφευρετικοί στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τον ιστό των ενηλίκων. Παράλληλα, όμως, θα βρεθούν αντιμέτωποι με τον εαυτό τους, τις ευθύνες τους και με τον θανάσιμο κίνδυνο που ενέχει το παράτολμο ταξίδι τους, το οποίο θα αποτελέσει και το πρώτο σκαλί μετάβασης στην ενήλικη ζωή και θα τους οδηγήσει σε μία ωριμότερη εικόνα του εγώ τους και του κόσμου που τους περιβάλλει.
*Και όπως τους αποκρίνεται και ο πρώην Ναζί, κομμουνιστής:
«Πιστέψτε με, κλείνετε για μία στιγμή τα μάτια, τα ξανανοίγετε και έχετε ξαναγίνει ζαρωμένα γεροντάκια. Η αγάπη! Η αγάπη! Αδράξτε τη μέρα!»
**Είναι, ίσως, η πρώτη φορά που θα ήθελα να ξέρω γερμανικά για να μπορέσω να διαβάσω τις αναρτήσεις στο μπλογκ του συγγραφέα “Arbeit und Struktur”, γιατί οι σκόρπιες φωτογραφίες στον ιστότοπο υποδηλώνουν ένα άτομο γεμάτο πίστη και ζωντάνια –παρά την ασθένειά του- που αγαπάει βαθιά τη ζωή και τον άνθρωπο και σε γεμίζει ελπίδα.
Βερολίνο, Γεια, του Wolfgang Herrndorf
Μετάφραση: Απόστολος Στραγαλινός
Εκδόσεις Κριτική
σελ. 280