Το «μυστικό» του Kafka
Ο Franz Kafka [1883-1924] ανήκε στη γερμανόφωνη εβραϊκή μειονότητα της Πράγας, γεγονός που, όπως και η επιβλητική προσωπικότητα του πατέρα του, μάλλον έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Σύμφωνα με τη στερεοτυπική αφήγηση, απέτυχε να δημιουργήσει οικογένεια λόγω προσωπικής αδυναμίας και όταν έφτασε κοντά στο να τα καταφέρει προσβλήθηκε από φυματίωση που μακροπρόθεσμα τον οδήγησε στον θάνατο. Δούλευε σε ασφαλιστική εταιρία για να βγάλει τα προς το ζην και έγραφε μονάχα τα απογεύματα και τις νύχτες ενώ φοβόταν τη γύμνια της σάρκας και έτρεφε μάλλον χαμηλή εκτίμηση στον εαυτό του και τις λογοτεχνικές του ικανότητες, πιθανότατα λόγω των προσωπικών του αποτυχιών και της οδυνηρής αδυναμίας του να δεχθεί τη ζωή σε όλες της τις εκδηλώσεις. Είχε επηρεαστεί από τον χασιδισμό (μια μυστικιστική παράδοση του 18ου αιώνα που εστίαζε τα θεολογικά ενδιαφέροντά της στην προσήλωση της πνευματικότητας του ιουδαϊσμού), και πιθανόν από την ψυχολογία της Gestalt (που υποστήριζε ότι αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα ως μορφικές ολότητες αλλά και ότι κάθε πράγμα δεν συνίσταται σε ένα απλό άθροισμα των μερών στα οποία αναλύεται) και τη φαινομενολογία, ενώ πρέπει να είχε διαβάσει τα έργα του Kierkegaard. Ο Sartre και ο Camus είδαν σ’ αυτόν έναν πρώιμο εκφραστή των δικών τους ιδεών και της δικής τους προβληματικής. Έγραψε σχετικά λίγα έργα, κυρίως μικρές ιστορίες και νουβέλες από τις οποίες γνωστότερες είναι ίσως «Η Μεταμόρφωση», το αφήγημα «Στη σωφρονιστική αποικία» (ή Στην αποικία των τιμωρημένων) και «Η Κρίση», και μόλις τρία (!) μυθιστορήματα· η «Αμερική» (ή «Ο Αγνοούμενος», στην αγγλική μετάφραση: «Ο άνθρωπος που εξαφανίστηκε»), και τα αριστουργήματά του «Η Δίκη» και «Ο Πύργος», τρία μάλλον μισοτελειωμένα (ή, επί το ορθότερον, α-τελεύτητα) έργα.
Ο ίδιος δημοσίευσε ελάχιστα απ’ αυτά όσο ζούσε και μάλιστα είχε ζητήσει από τον φίλο του και επιμελητή των εκδόσεων του Max Brod να κάψει τα χειρόγραφά του όταν πέθαινε, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονταν τα περισσότερα και καλύτερα έργα του! Ευτυχώς ο Brod αρνήθηκε να εκτελέσει την επιθυμία του αγαπημένου του φίλου, θεωρώντας πως τα έργα του ξεπερνούσαν τον δημιουργό τους και εντάσσονταν πλέον στην οικουμενική κληρονομιά της ανθρωπότητας, οπότε χρέος του ήταν όχι να τα καταστρέψει αλλά να τα διασώσει με κάθε κόστος (μερικά, ωστόσο, χειρόγραφα πρόλαβε να κάψει ο ίδιος ο συγγραφέας). Η ζωή και το έργο του ενέπνευσαν τη μεταφορά τους στη μεγάλη οθόνη από τον Steven Soderbergh (“Kafka”, 1991) (μεταφορά η οποία παραμένει πιστή στο πνεύμα του συγγραφέα). Το έργο του επηρέασε τόσο πολύ τους μεταγενέστερούς του, που προστέθηκε στα λεξικά προσδιορισμός από το όνομά του – ο όρος «καφκικός»- προκειμένου να περιγραφούν οι καταστάσεις αυτές που προσομοιάζουν σε εκείνες των έργων του.
Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο της γραφής του είναι η απουσία ισχυρισμών και απόψεων και η πληθώρα αόριστων και μυστηριωδών εκφράσεων, σε τέτοια έκταση που καταλήγει να γίνεται αφόρητα συγκεκριμένη, επιτρέποντας την υπέρβαση κάθε λογής ορίων, φυλετικών, εθνικών, κοινωνικών, ταξικών. Σε αντίθεση φερειπείν με τον Dostoyevsky, του οποίου οι χαρακτήρες είναι σαφώς εμποτισμένοι από το κλίμα του κοινωνικού και πολιτιστικού περίγυρου της Ρωσίας των μέσων του 19ου αιώνα.
Στον Kafka, ελευθερία και φυλακή ταυτίζονται ή μάλλον είναι μη διακρίσιμες, αφού συμπίπτουν με τον πόθο της ελευθερίας που διαρκώς ξεφεύγει της αγωνιώδους εκλογής, μιας ελευθερίας που κερδίζεται μονάχα αρνούμενη τον εαυτό της – ο ποντικός του «Μικρού μύθου» τρέχει καταπάνω στη φάκα χωρίς να είναι σε θέση να την αποφύγει. Είναι η απόδοση ενός παράλογου Νόμου, αφού εξ’ ορισμού ο Νόμος εκεί όπου διευκρινίζει, υπόρρητα θολώνει, σαν να υπάρχει μια τρύπα εκ προοιμίου βρισκόμενη πάνω του που αδυνατεί να θέσει σαφή όρια σωστού και λάθους (σε αυτά τα μοτίβα της αμφισημίας και της ασάφειας θα εστιάσουν την προσοχή τους αργότερα εκπρόσωποι του «υπαρξισμού» και του «μεταμοντερνισμού»). Σύμφωνα με την Marthe Robert, «ο Kafka χρησιμοποιεί την ανωνυμία των κεντρικών χαρακτήρων του όπως ο Κ. προκειμένου να δείξει την υπερβατική ποιότητά τους». «Με άλλα λόγια», σχολιάζει ο John Lechte, «ελευθερώνονται από το περιβάλλον στο οποίο έχουν ίσως ζήσει και μπορούν να φυτρώσουν ρίζες σε πολλά διαφορετικά περιβάλλοντα».
Ο Georges Bataille σημειώνει, επίσης, πως δεν υπάρχει γη της επαγγελίας στον Kafka. «Το φάντασμα του θανάτου» επισημαίνει ο Lechte, «μαζί με την αγωνία και την απόγνωση στοιχειώνει το καφκικό έργο». «Καταλαβαίνουμε το έργο του» θα πει ο Maurice Blanchot, «μονάχα προδίδοντάς το· η ανάγνωσή μας μετατρέπεται αγωνιωδώς σε μια παρανόηση». «Ο Kafka» γράφει με τη σειρά του ο Hermann Hesse,
«ανήκει σ’ εκείνους τους ανθρώπους που πέρασαν τη ζωή τους μέσα στην αμφιβολία και τη μοναξιά και που συχνά θεωρούσαν την ίδια τους την ύπαρξη, την πίστη τους και τα πνευματικά τους στηρίγματα βαθιά προβληματικά. Εξόριστοι στο περιθώριο ενός κόσμου όπου δεν ανήκουν πια, τέτοιοι άνθρωποι περιφέρουν το βλέμμα τους στο κενό· κι αν, από την άλλη, διαισθάνονται το μυστήριο ενός πολύ κοντινού Θεού, τους διαπερνά βαθιά ο προβληματικός και αφόρητος χαρακτήρας της ίδιας τους της ζωής, κι ακόμα περισσότερο ένας απόλυτος σκεπτικισμός απέναντι σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη[…]. [O Kafka] [...] δεν αμφέβαλλε για την ύπαρξη του Θεού ή μιας ανώτερης πραγματικότητας, αλλά απλώς για τον εαυτό του, για την ικανότητα του ανθρώπου να δημιουργήσει μια γνήσια και βαθιά σχέση με τον Θεό ή, όπως καμιά φορά τον αποκαλεί, με τον “νόμο”».
Οι Gilles Deleuze και Félix Guattari προτείνουν μια κάπως διαφορετική ανάγνωση στο, αφιερωμένο στον Kafka, έργο που συνέγραψαν, όπου υποστηρίζουν πως τα βιβλία του έχουν βαθύτατα πολιτική χροιά, στο βαθμό που συγκροτούν μία «ελάσσονα» γραφή εντός ενός μείζονος γλωσσικού σχηματισμού αφού, όντας Τσεχοεβραίος, ο Kafka δημιουργεί ιδιωματική γλώσσα εντός της γερμανικής που είναι καινοφανής στη χρήση της και -περισσότερο από το να «σημαίνει» κάτι- αποτελεί δύναμη που μάχεται για κάποιον σκοπό (άλλο παράδειγμα ελάσσονος λογοτεχνίας που δίνουν είναι ο Beckett). Κάθε εκφερόμενο εντός μιας τέτοιας γλώσσας αποκτά συλλογική αξία και το έργο του δημιουργού απευθύνεται σε ένα μελλοντικό κοινό στου οποίου τη συγκρότηση θα παίξει ρόλο. Οι συγγραφείς αυτοί αντιστέκονται στις ψυχαναλυτικές αναγνώσεις και τα στερεότυπα που τον θέλουν απελπισμένο μπρος στη σιωπή του κόσμου, την εσωτερικότητα της ενοχής και την υπερβατικότητα του θεού-νόμου:
«Ένα πράγμα προκαλεί οδύνη στον Kafka και τον αγανακτεί: το να τον αντιμετωπίζουν ως εσωτερικό συγγραφέα, ο οποίος βρίσκει καταφύγιο στη λογοτεχνία, συγγραφέα της μοναξιάς, της ενοχής, της μύχιας δυστυχίας. Εντούτοις αυτός φταίει, γιατί προέβαλε όλα αυτά... προκειμένου να ξεφύγει από την παγίδα και για να εκφραστεί με χιούμορ. Υπάρχει το γέλιο του Kafka, γέλιο χαρούμενο, που δυσκολευόμαστε να το καταλάβουμε για τους ίδιους λόγους. Για τους ίδιους ανόητους λόγους ισχυρίστηκαν ότι διέγνωσαν μια φυγή μακριά από τη ζωή στο έργο του Kafka, και επίσης μια αγωνία, τη σφραγίδα μιας ανημπόριας και μιας ενοχής, το σημάδι μιας λυπηρής εσωτερικής τραγωδίας. [...] Η γραφή του Kafka, το πρωτείο της γραφής, σημαίνει μόνο ένα πράγμα: όχι τη λογοτεχνία, αλλά ότι η διατύπωση συγκροτεί ένα πράγμα με την επιθυμία, πάνω από νόμους, Κράτη, καθεστώτα. Εντούτοις η διατύπωση είναι πάντα ιστορική, πολιτική και κοινωνική. Είναι μια μικρο-πολιτική της επιθυμίας, που θέτει υπό συζήτηση όλα τα πεδία. Από τη σκοπιά της επιθυμίας, δεν υπήρξε ποτέ πιο κωμικός και εύχαρις συγγραφέας· από τη σκοπιά της εκφοράς, δεν υπήρξε πιο πολιτικός και κοινωνικός συγγραφέας. Όλα είναι γέλιο, αρχής γενομένης από τη «Δίκη». Όλα είναι πολιτική, αρχής γενομένης από τα «Γράμματα στη Φελίτσε».
Ακόμα και όταν στο περιβόητο «Γράμμα στον πατέρα» ο Kafka τον κατηγορεί ευθέως για τα σεξουαλικά του προβλήματα και τις αποτυχίες του, θα πρέπει να πιστέψουμε ότι το παρακάνει. «Οι κριτές, οι κομισάριοι, οι γραφειοκράτες κλπ δεν είναι υποκατάστατα του πατέρα, αλλά μάλλον ο πατέρας είναι μια συμπύκνωση όλων αυτών των δυνάμεων». Αυτό που κάνει πρωταρχικά ο Kafka είναι να δείχνει την εμμένεια της επιθυμίας και να αναζητά γραμμές διαφυγής από το διαρκές μπλοκάρισμά της, στα διηγήματα μέσω ζωικών μεταμορφώσεων και στα μυθιστορήματα μέσω της ανάλυσης μηχανών.
Στα έργα του παρουσιάζεται ο αποξενωμένος τρόπος ζωής στη σύγχρονη βιομηχανοποιημένη κοινωνία, εκείνην της μαζικοποιημένης κουλτούρας και της ετερονομίας, όπου ο κόσμος εμφανίζεται ψυχρός και παράλογος να συντρίβει το μοναχικό άτομο· «δίνεται η τραγική εικόνα του ανθρώπου ο οποίος συνθλίβεται ανάμεσα σε δυνάμεις που ο ίδιος δημιούργησε μα που δεν μπορεί πια να ελέγξει». «Οι άνθρωποι», θα πει ο Hesse, «είναι τραγικά ανίκανοι να κατανοήσουν ο ένας τον άλλο, η παρεξήγηση μοιάζει να είναι ο θεμελιακός νόμος του κόσμου τους. Την ίδια στιγμή που μέσα τους διαισθάνονται ότι ζουν μια ζωή τακτοποιημένη, οικεία και ασφαλή, περιπλανώνται χωρίς ελπίδα σ’ έναν ξένο κόσμο, πρόθυμοι να υπακούσουν, χωρίς όμως να ξέρουν σε ποιον, πρόθυμοι να κάνουν το καλό χωρίς να βρίσκουν τρόπο, ακούγοντας τη φωνή ενός κρυμμένου Θεού που τους φωνάζει, αλλά δεν μπορούν ποτέ να τον βρουν». Ο Marcuse θα πει πως «ο Kafka αποτελεί ίσως την πιο εξέχουσα περίπτωση [πολιτικού συγγραφέα] […]. Αυτό το έργο είναι από την ίδια του τη δομή εξέγερση― με τον κόσμο που καταγγέλει δεν υπάρχει συμφιλίωση».
Στην «Αμερική», το πρώτο του μεγάλο έργο που ξεκίνησε να γράφεται το 1914, ένας δεκαεξάχρονος Γερμανός ονόματι Καρλ Ρόσσμαν διώχνεται απ’ τους γονείς του επειδή άφησε έγκυο την υπηρέτρια του σπιτιού, αν και είναι αυτός που στην πραγματικότητα αποπλανήθηκε. Τον στέλνουν σ’ ένα θείο που δεν έχει ξαναδεί στην ήπειρο αυτή, όπου αναζητεί το μέλλον του στα τυφλά. Προσπαθεί να βρει ένα φίλο κι ένα σπιτικό, προσπάθεια ωστόσο μετέωρη και προσδοκία φευγαλέα, αν και ο Kafka έλεγε πως θα είχε αισιόδοξο τέλος το βιβλίο (που ωστόσο ποτέ δεν ήρθε). Όπως και στα άλλα δυο μέρη της «τριλογίας της μόνωσης», η αγωνιώδης και εφιαλτική γραφή του Kafka δημιουργεί μια παράξενη αναμονή στον αναγνώστη, σαν προειδοποίηση ότι κάτι θα συμβεί, μια μόνιμη όσο και αδιόρατη αίσθηση της επερχόμενης (;) λύτρωσης που ποτέ δε φτάνει.
«Στη σωφρονιστική αποικία», γραμμένη το 1919, βλέπουμε τη λυσσαλέα εξέγερση του φαινομένου της ζωής που πρέπει να συνεχιστεί με κάθε τρόπο απέναντι στην βάρβαρη εξουσία που το περιορίζει και το καταπνίγει· ο αξιωματικός και υπέρμαχος της θηριώδους θανατικής ποινής καταλήγει ξεπερασμένος από την εποχή του να βρει τον ίδιο φρικιαστικό θάνατο που το καθρέφτισμά του απολάμβανε ως τότε στα πρόσωπα των καταδικασμένων κρατουμένων.
«Η Μεταμόρφωση», η ιστορία που έκανε ονομαστό τον συγγραφέα στην εποχή του, αφηγείται την περιπέτεια του νεαρού Γκρέγκορ Σάμσα, που, ξυπνώντας μια μέρα, διαπιστώνει έντρομος πως έχει μεταμορφωθεί σε ένα πελώριο ζωύφιο! Όλο το καφκικό μοτίβο είναι εδώ· η διάθεση του ήρωα να υπηρετεί πιστά και να διευκολύνει τους άλλους και εν προκειμένω τους γονείς και την αδελφή του, η προσπάθειά του να προσαρμοστεί και να νιώσει ασφαλής σ’ έναν αλλόκοτο και εχθρικό κόσμο, οι διαρκείς αποτυχημένες προσπάθειες συνεννόησης και φυσικά η αδυνατότητα επίτευξης «ευτυχούς», για τον ίδιο, τρόπου διευθέτησης των πραγμάτων.
Στον «Πύργο» παρατηρούμε πως οι αποφάσεις που ρυθμίζουν την ανθρώπινη ζωή λαμβάνονται ξέχωρα απ’ την καθημερινή πρακτική και τις διαδικασίες του κοινωνικού γίγνεσθαι από κάποια απόμακρη και αποκομμένη γραφειοκρατική διοικητική υπηρεσία. Καταστάσεις που οι άνθρωποι δημιούργησαν εμφανίζονται στη συνέχεια ως άνωθεν επιβεβλημένη πραγματικότητα. Ο πρωταγωνιστής εδώ είναι ο χωρομέτρης Κ. που προσλαμβάνεται στην υπηρεσία του Πύργου. Σύντομα διαπιστώνει πως οι κάτοικοι του χωριού όπου διαμένει είναι απομακρυσμένοι από την κεντρική εξουσία του Πύργου, στην οποία ο ίδιος προσπαθεί ανεπιτυχώς να αποκτήσει πρόσβαση καθ' όλην τη διάρκεια του ημιτελούς μυθιστορήματος, σκοντάφτοντας αδιάκοπα σε γραφειοκρατίες, ασυνεννοησία, παραλογισμό και υπερβολικές προσπάθειες από μέρους του, που επιβαρύνουν μάλλον αντί να βοηθήσουν τη θέση του. Ο Hesse γράφει πως στο έργο αυτό «παρακολουθούμε έναν ήρωα, που πολύ θα ήθελε να υπηρετεί και να δείχνει την αφοσίωσή του, να προσπαθεί πάντα μάταια να ακουστεί από την εξουσία στην υπηρεσία της οποίας ξέρει ότι βρίσκεται, χωρίς πάντως ποτέ αυτή να του φανερώνεται… Ο υπηρέτης δε βρίσκει τον αφέντη του, η ζωή του μένει κενή από νόημα. Όμως αισθανόμαστε παντού ότι η πιθανότητα να τον βρει είναι υπαρκτή, ότι η χάρη και η σωτηρία περιμένουν κάπου – απλώς δεν προσφέρονται στον ήρωα της ιστορίας, δεν είναι ακόμα ώριμος, καταβάλλει υπερβολικές προσπάθειες, αλλά καταδικάζει ο ίδιος αδιάκοπα τον εαυτό του σε αποτυχία» (είπαμε: δεν υπάρχει γη της επαγγελίας στον Kafka).
Το ζήτημα της σύνθλιψης του ατόμου από την απόμακρη γραφειοκρατία του «Πύργου» αποτελεί προέκταση και ολοκλήρωση ενός θέματος που με αξεπέραστο τρόπο ο Kafka πραγματεύτηκε στη «Δίκη», έργο για το οποίο ο Hesse λέγει το εξής: «Τι περίεργο, ιδιόμορφο και συναρπαστικό βιβλίο, και τι απόλαυση να το διαβάζεις! Όπως όλα τα έργα του Kafka, είναι ένα υφαντό από άπιαστα όνειρα, ένας ονειρικός κόσμος φτιαγμένος με τόσο γνήσια τεχνική και στηριγμένος σε μια τόσο ισχυρή δύναμη οραματισμού, που το αποτέλεσμα, ανησυχητικά παρόμοιο με πραγματικότητα δίχως υπόσταση, μας τυραννάει και μας αγχώνει στην αρχή σαν εφιάλτης, μέχρι τη στιγμή που μαντεύουμε τo κρυμμένο του νόημα». Ο Γιόζεφ Κ. –εργένης κι αυτός!- ξυπνάει την ημέρα των τριακοστών γενεθλίων του δεχόμενος μία μάλλον απρόσμενη επίσκεψη. Δύο κύριοι τον πληροφορούν ότι κατηγορείται -χωρίς οι ίδιοι να είναι σε θέση να τον ενημερώσουν για το αδίκημα- και ότι θα περάσει από δίκη. Εκείνος αρχικά εκπλήσσεται και καθώς περνούν οι μέρες μένει αδρανής. Αποφασίζει στη συνέχεια να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, προβαίνοντας -και ενώ κάνει μία απόπειρα να συνάψει σχέση με μία κοπέλα- σε μια σειρά ενεργειών προς διευθέτηση της υπόθεσής του· αισιοδοξεί μάλιστα, πετυχαίνοντας κάποιες μικρές νίκες, ότι αυτή θα έχει θετική έκβαση. Οι διαδικασίες ωστόσο είναι χρονοβόρες και λαμβάνουν χώρα ξέχωρα, μακριά από τον Κ. ο οποίος δικάζεται ερήμην του χωρίς να του έχουν απαγγελθεί κατηγορίες, από κάποιους βουβούς και αόρατους δικαστές και είναι, ήδη από την αρχή της ιστορίας, καταδικασμένος, όπως πάνω σε όλων των ανθρώπων τα κεφάλια πλανιέται ήδη από την ημέρα που γεννήθηκαν η αόρατη και τελική καταδίκη του θανάτου. Η αποδοχή της καταδίκης καταντά έτσι κάτι το σχεδόν φυσικό αφού ο ίδιος έχει αρχίσει να αμφιβάλει για την αθωότητά του και μοναχά την τελευταία στιγμή αντιλαμβάνεται ότι θα έπρεπε να προσπαθήσει κι άλλο να την αποφύγει·
«Πού ήταν ο Δικαστής, που δεν τον είχε δει ποτέ; Πού ήταν το Ανώτατο Δικαστήριο στο οποίο δεν έφτασε ποτέ; Σήκωσε τα χέρια του ψηλά τεντώνοντας ολάνοιχτα τα δάχτυλα».
«Ωστόσο, τα χέρια του ενός κυρίου είχαν τυλιχτεί κιόλας γύρω απ’ το λαιμό του Κ., κι ο άλλος έμπηξε το μαχαίρι βαθιά στην καρδιά και το γύρισε δυο φορές. Με μάτια που έσβηναν, ο Κ. πρόλαβε να δει τα πρόσωπα των δύο κυρίων, που σκυμμένοι κοντά στο πρόσωπο του, με τα μάγουλα τους κολλητά, παρακολουθούσαν την εκτέλεση της απόφασης. « Σαν το σκυλί!» είπε, λες και η ντροπή θα εξακολουθούσε να υπάρχει και μετά τον θάνατο του».
Ο Michael Löwy, μελετητής του ρομαντισμού και του ουτοπικού μεσσιανισμού εντοπίζει ως οδηγητικό μίτο που συνδέει τα τρία επίπεδα, στα οποία συνήθως εστιάζουν οι ψυχαναλυτικές (η σχέση εξάρτησης και η εξέγερση ενάντια στον Πατέρα), οι θρησκευτικές ή υπαρξιακές (η αγωνία και η ενοχή έμπροσθεν του υπερβατικού νόμου, η ετερόδοξη εβραϊκή θρησκευτικότητα από τη μία και η υπαρξιστική διερώτηση απέναντι στις νόρμες και την εκάστοτε συμβολική τάξη από την άλλη) και τέλος οι κοινωνικοπολιτικές αναγνώσεις (η αντίσταση του ατόμου και η τελική του σύνθλιψη στα γρανάζια των απρόσωπων εξουσιών, των διοικητικών θεσμών και της γραφειοκρατίας) την απέχθεια στον αυταρχισμό και την καταπίεση, προϊόν η ίδια μιας μικροαστικής ελευθεριακής νοοτροπίας. Στο τέλος της μελέτης του μάλιστα παραθέτει ένα πολύ διασκεδαστικό ιστορικό ανέκδοτο, που αφορά το εάν και κατά πόσον ο Kafka ήταν «ρεαλιστής», προνόμιο που οι κριτικοί του είχαν αρνηθεί επί μακρόν. Εκεί πληροφορούμαστε ότι εις εξ αυτών, ο σπουδαίος μαρξιστής φιλόσοφος György Lukács, είχε σπεύσει να κατατάξει το έργο του Kafka στις υποκειμενικές ανορθολογικές τάσεις κλπ. Όμως, λίγο αργότερα μάλλον άλλαξε γνώμη: «μετά από τη σοβιετική επέμβαση του 1956 και την πτώση της ουγγρικής Δημοκρατίας των εργατικών συμβουλίων στην οποία προήδρευε ο Imre Nagy, ο τελευταίος αυτός και οι κυριότεροι υπουργοί του –μεταξύ των οποίων και ο Lukács, πρώην υπουργός Πολιτισμού- φυλακίσθηκαν σε έναν οχυρωμένο πύργο κάπου στη Ρουμανία εν αναμονή της δίκης τους. Μη έχοντας πρόσβαση στο κατηγορητήριο, δεν γνώριζαν για ποιο έγκλημα θεωρούνταν υπεύθυνοι, και τους ήταν αδύνατο να υπερασπισθούν τους εαυτούς τους. Δεν γνώριζαν ούτε τη φύση του δικαστηρίου που υποτίθεται ότι θα τους έκρινε: Ούγγροι δικαστές; Η νέα ηγεσία του Κόμματος; Το σοβιετικό Πολίτμπυρο; Ή απλώς μια μικτή ουγγρο-ρωσική επιτροπή των πολιτικών αστυνομιών της Ουγγαρίας και της Σοβιετικής Ένωσης; Λίγους μήνες αργότερα, κάποιοι βγήκαν από εκεί για να εκτελεσθούν -ανάμεσά τους και ο Imre Nagy- ενώ κάποιοι άλλοι, όπως ο Lukács, αφέθηκαν ελεύθεροι λόγω αμφιβολιών. Λέγεται όμως ότι μια μέρα, στη διάρκεια της μακράς και αγωνιώδους εκείνης αναμονής, ο φιλόσοφος, ενώ έκανε βόλτα στην αυλή, στράφηκε στη σύζυγό του για να της κάνει την ακόλουθη εκμυστήρευση: “Kafka war doch ein Realist (Κι όμως ο Kafka ήταν ρεαλιστής… ”»!
Content Sources
http://www.imdb.com/title/tt0102181/