Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Το κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου. Αδειανό και ασφυκτικά γεμάτο

feature_img__to-kibotio-tou-ari-aleksandrou-adeiano-kai-asfiktika-gemato
Ο Άρης Αλεξάνδρου (αληθινό επώνυμο, Βασιλειάδης) γεννήθηκε το 1922 στο Λένινγκραντ (Αγία Πετρούπολη) και πέθανε το 1978 στο Παρίσι. Διετέλεσε 3 χρόνια εξόριστος (1948-1951) στον Μούδρο, στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο, ενώ μεταξύ 1952 και 1958 ήταν έγκλειστος σε φυλακές, καταδικασθείς ως ανυπότακτος. Η ιδιότητα που συνόδευσε τον Αλεξάνδρου καθόλη του τη ζωή ήταν αυτή του διαπρεπούς μεταφραστή, με ειδίκευση στη μετάφραση έργων της ρώσικης γραμματείας (Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, κ.α.). Παράλληλα, συνέγραψε τις ποιητικές συλλογές «Ακόμα τούτη η άνοιξη» (1946), «Άγονος γραμμή» (1952) και «Ευθύτης οδών» (1959). Όλα τα παραπάνω θεωρούνται δευτερεύοντα μπροστά στο ένα και μοναδικό του μυθιστορηματικό πόνημα, «Το κιβώτιο», το οποίο εκδίδεται το 1972, μετά από 7 χρόνια συγγραφής. Ένα κιβώτιο που περιέχει εν τέλει μονάχα αέρα κοπανιστό, αλλά είναι τόσο πλήρες και περιεκτικό από νοήματα, που όταν το ανοίξεις, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κοιτάς αποσβολωμένος. 

Μια ομάδα ανταρτών σε μία δίμηνη πορεία, μέσα σε εχθρικό έδαφος. Από τον Ιούλιο ως τον Σεπτέμβριο του 1949, με αφετηρία την πόλη Ν. ως την πόλη Κ. Η εντολή του Γενικού Αρχηγείου είναι σαφής. Το κιβώτιο αγνώστου (άρα και υπέρ-πολύτιμου, διότι η άγνοια διογκώνει τη σημασία) περιεχομένου πρέπει να παραδοθεί πάση θυσία και με κάθε κόστος στην Κεντρική Διοίκηση της πόλης Κ. Μια ομάδα εθελοντών σχηματίζεται άμεσα. Μια ομάδα αυτοκτονίας επί της ουσίας, αφού ο χαμός είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένος. Ένας και μόνο επιζών. Ένας επιζών που κατηγορείται για προδοσία και φυλακίζεται, όταν το κιβώτιο ανοίγεται και διαπιστώνεται πως είναι άδειο. Ένας επιζών που απολογείται και εξιστορεί αυτή τη μακρά κι εφιαλτική πορεία με επιστολές που γράφει στο κελί του, πάνω σε λευκές κόλλες που του παραδίδονται καθημερινά. Περιγραφές, καταγραφή και διάλογοι που καταλήγουν σε ένα καταδικασμένο εσωτερικό μονόλογο. Ο Αλεξάνδρου μας παρέχει εξαντλητικές πληροφορίες, ακριβώς για να καταδείξει μια κραυγαλέα αντίφαση. Δεν είναι απαραίτητη καμία χρονολογική ή γεωγραφική πληροφορία. Αυτή η ιστορία είναι άχρονη και διαχρονική ταυτόχρονα. Δεν πατάει σε κανένα τόπο, αλλά φυτρώνει οπουδήποτε. Έχει ένα και μόνο κεντρικό πρωταγωνιστή, ο οποίος όμως μπορεί να είναι οποιοσδήποτε από εμάς.

Το μυθιστόρημα αυτό χαρακτηρίστηκε «υπαρξιστικό». Δικαίως, διότι όντως αντιλαμβάνεται την ευθύνη ως μέγιστη αρετή, την οποία και προστατεύει ως κόρη οφθαλμού. Την αίσθηση της ευθύνης που δεν πρέπει ποτέ να αποχωρίζεται κανείς άνθρωπος. Την ανάληψη της ευθύνης που θα καθορίσει το ηθικό πρόσημα του καθενός, ανεξάρτητα από τις εξωτερικές συνθήκες ή το πολιτικό μετερίζι στο οποίο στέκει. Ο Αλεξάνδρου δεν αποδέχεται την επίκληση όλων των περιοριστικών παραμέτρων, όσο ασφυκτικές κι αν αποδειχθούν. Πάντα υπάρχει η επιλογή της διαφοροποίησης και της διαφυγής. Ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα της επιλογής. Της επαχθούς, δυσάρεστης και καταδικαστικής επιλογής, η οποία όμως δεν παύει να είναι επιλογή. Το κρυφτό, το καμουφλάρισμα και η φυγή απλώς καθυστερούν το αναπόφευκτο της κρίσιμης στιγμής. Το αληθινό δράμα του Οιδίποδα είναι ότι προσπάθησε να αποφύγει τη μοίρα που ήξερε ότι τον περίμενε, βασανιζόμενος ακόμη περισσότερο. Ποια θα ήταν η επιλογή διαφυγής του Οιδίποδα κατά τον Αλεξάνδρου; Η αυτοκτονία, το δικαίωμα και η υποχρέωση να ορίσει το δικό του τέλος. Όπως είχε πει (ή μάλλον γράψει) ο Καμύ στα πρώιμα «υπαρξιστικά» του χρόνια, το μόνο αληθινό ζήτημα ήταν, είναι και θα είναι πάντα αυτό.

Το μυθιστόρημα αυτό χαρακτηρίστηκε «αναστοχαστικό». Δικαίως, διότι όντως αναστοχάζεται και αφουγκράζεται εκ νέου γεγονότα, βεβαιότητες, ιδεολογικές παρορμήσεις και διατεταγμένους σκοπούς, με τρόπο ιδιαίτερο και μοναδικό. Εκπέμπει μια πίκρα ανείπωτη και σπαρακτική (όπως άλλωστε και τα ποιήματα του Αλεξάνδρου), η οποία όμως σε κανένα σημείο δεν παραπέμπει στη μιζέρια ή στη μοιρολατρία. Είναι μια πίκρα διάχυτη από φρέσκια και απενοχοποιημένη μελαγχολία που διατηρεί την αξιοπρέπεια και την ευαισθησία της. Έχει πολλάκις ειπωθεί, και είναι πέρα για πέρα αληθινό, ότι «η Ιστορία γράφεται από τα ψέματα των νικητών», αλλά πολλές από τις τελικές πινελιές στον ιστορικό καμβά μπαίνουν κι από τις ψευδαισθήσεις των ηττημένων. Ο Αλεξάνδρου είναι καυστικός και ειρωνικός απέναντι σε όσους μόλυναν τα όνειρά του, αλλά ταυτόχρονα διαφυλάσσει μια εσωτερική και αδιόρατη τρυφερότητα για τα ίδια τα όνειρα. Αναθεωρεί όλα τα συστατικά στοιχεία του κόσμου της ιδεολογικής του στράτευσης με γενναιότητα αλλά χωρίς μνησικακία. Προσπαθεί να ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι ηθικά, συναισθηματικά και λογικά. Είναι ένας στοχαστής της εσωτερικής διάψευσης των προσδοκιών και των οραμάτων και της προσωπικής ήττας, χωρίς όμως να αφήνεται στη νοσηρά ηδονική της πτυχή.

Το μυθιστόρημα αυτό χαρακτηρίστηκε «μετά-καφκικό». Δικαίως, διότι όντως ο κεντρικός του πρωταγωνιστής είναι μπλεγμένος σε ένα αδιέξοδο, από το οποίο προσπαθεί απελπισμένα να ξεφύγει. Προσπαθεί να κατανοήσει τι του έχει συμβεί, γιατί του έχει συμβεί και να το αντιμετωπίσει όσο πιο ψύχραιμα και συντεταγμένα γίνεται. Επιμένει, υπομένει και περιμένει οι «ανώτεροί» του να έρθουν στα συγκαλά τους, να του εξηγήσουν, να τον δικαιώσουν. Ευελπιστεί πως θα πρυτανεύσει η λογική, πως θα διορθωθεί το λάθος, πως θα επανορθωθεί η αδικία. Μάταια. Κατά τρόπο λοιπόν εμφανή, μας φέρνει στο νου τον Γιόζεφ Κ., τον ήρωα του μυθιστορήματος «Η Δίκη» του Φράντς Κάφκα. Ο πρωταγωνιστής του Αλεξάνδρου χάνει τον σκοπό του και την ιδεολογική του πυξίδα. Βυθίζεται όλο και πιο βαθιά σε ένα λαβύρινθο παραλογισμού, πιόνι στα χέρια μιας αόρατης κεντρικής ηγεσίας που δεν τον αφήνει καν να δει τη σκακιέρα. Έδωσε κάθε ικμάδα του σώματος, της καρδιάς και του μυαλού του για να εκτελέσει μια αποστολή, η οποία μάλλον δεν είχε κανένα νόημα εξαρχής. Στο τέλος, χάνει τη συνοχή της σκέψης του, χάνει ολότελα τον εαυτό του και εύλογα, συντρίβεται. Δεν υπάρχει το καταφύγιο της ελπίδας σε αυτό το μυθιστόρημα. Μόνο καταφύγιο, η διαφύλαξη της ηθικής ακεραιότητας.

Όλα τα παραπάνω, όσο όμορφα και να ηχούν, όσο σωστά και να αναλυθούν, δεν παύουν να είναι μια εξτρά γαρνιτούρα που συμπληρώνει το κυρίως πιάτο. Το μυθιστόρημα αυτό είναι ίδιο με τη μελαγχολία που απέπνεε ο συγγραφέας του. Ευαίσθητο και αξιοπρεπές. 

1
Μοιράσου το