Το ουρλιαχτό που δεν θα σιγήσει ποτέ
Ποιος τα είδε όλα αυτά και πού; Μα φυσικά ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, εξέχουσα φιγούρα της μπιτ γενιάς, στο θρυλικό του ποίημα, «Το ουρλιαχτό» (“The Howl”). Γιατί να θυμηθούμε ξάφνου τον Αλέν Γκίνσμπεργκ; Απλούστατα γιατί σαν σήμερα, στις 5 του Απρίλη, συμπληρώνονται δεκαέξι χρόνια από τη μέρα που αποχαιρέτησε τον μάταιο τούτο κόσμο. Νιώθοντας μάλιστα ότι του απομένει λιγοστός καιρός, ο Γκίνσμπεργκ πέρασε τους τελευταίους μήνες της ζωής του τηλεφωνώντας σε όλους τους παλιούς του φίλους για να τους αποχαιρετήσει, ενώ όταν κοντοζύγωνε το τέλος, προσκάλεσε τους πιο στενούς από αυτούς στο σπίτι του για να μοιραστεί τις στερνές του στιγμές μαζί τους. Μολαταύτα, ακόμη και λίγο πριν το σφύριγμα της λήξης, δεν έπαψε να γράφει. Το τελευταίο του ποίημα έχει ημερομηνία 30/3/1997 και τον ενδεικτικό τίτλο “Things I will not do”…
Ξεκινήσαμε με το δυσάρεστο τέλος, οπότε είναι μάλλον καιρός να πιάσουμε το νήμα από την ευχάριστη αρχή. Εμβληματικό σημείο αφετηρίας η 7η Οκτωβρίου του σωτήριου έτους 1957. Βρισκόμαστε στο Σαν Φρανσίσκο, στην γκαλερί τέχνης με την επωνυμία Six Gallery. Φανταστείτε πως σε λίγο βραδιάζει και μία εκδήλωση ετοιμάζεται να ξεκινήσει. Ένας παγκοσμίως άγνωστος ποιητής παίρνει τον λόγο και καθηλώνει τους παρευρισκομένους με την απαγγελία του. Το «Ουρλιαχτό» που εξαπολύει «σπάει όλα τα τύμπανα και τα τζάμια» μιας χώρας που ασφυκτιούσε κάτω από ένα ζυγό καθωσπρεπισμού και τυπολατρίας. Σαν μία έκρηξη που κυοφορούταν και έψαχνε το φιτίλι της. Τα αντίτυπα του “The Howl” άρχισαν ξάφνου να πουλιούνται σαν ζεστά ψωμάκια, σε αντίθεση με τις μηδαμινές ως τότε πωλήσεις. Οι λοβοτομημένοι μηχανισμοί της λογοκρισίας φυσικά ενεργοποιήθηκαν τάχιστα, η κυκλοφορία του “The Howl” απαγορεύτηκε με την κατηγορία της χυδαιότητας, ενώ ο ιδιοκτήτης του City Lights Bookstore, του μοναδικού βιβλιοπωλείου που το πουλούσε, φυλακίστηκε προσωρινά.
Ο Άλεν Γκίνσμπεργκ ποτέ δεν θεώρησε εαυτόν ηγέτη ενός κινήματος ή εμπνευστή ενός ρεύματος. Στον αντίποδα, ό,τι όμορφο έπραξε στη ζωή του, το πέτυχε with a little help from his friends. Αυτός και οι φίλοι του λοιπόν συγκρότησαν την επονομαζόμενη beat generation, έζησαν, δημιούργησαν και πέθαναν μέσα σε μία ομίχλη από έρωτες, ταξίδια, παραισθησιογόνες ουσίες, αμφισβήτηση και αντί-κομφορμισμό. Η λογοτεχνική και καλλιτεχνική αξία των έργων τους υπόκειται στο μάλλον οικουμενικό αξίωμα του «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα». Αυτό που πραγματικά χρήζει αναφοράς και αναγνώρισης είναι τόσο ο σαρωτικός τρόπος με τον οποίο αντιτάχθηκαν σε κάθε μορφή συντηρητισμού, όσο και η χρονική περίοδος που το έπραξαν. Για να επέλθει η αντί-κομφορμιστική κορύφωση στα τέλη της δεκαετίας του ’60 στις ΗΠΑ, προϋπήρξαν κάποιοι μοναχικοί πιονέροι που ντύθηκαν με τη φορεσιά του τρελού και του απροσάρμοστου. Οι Αλέν Γκίνσμπεργκ, Τζακ Κέρουακ, Ουίλιαμ Μπάροους, Νιλ Κάσιντι και Καρλ Σόλομον μπορούν να περηφανεύονται ότι όρθωσαν ανάστημα στον μιλιταρισμό, τη σεξουαλική καταπίεση, τον χυδαίο καταναλωτισμό, τον πουριτανισμό των ηθών και τη λογοκρισία πολύ πριν το ρυάκι μετατραπεί σε χείμαρρο.
Όσο για το “The Howl”, καμία μετάφραση δεν μπορεί να αποδώσει τη μανιασμένη ορμή των λέξεων στο πρωτότυπο κείμενο και καμία νιοστή ανάγνωση δεν μπορεί να συγκριθεί με την έκπληξη που με κυρίεψε την πρώτη φορά που το διάβασα. Το «Ουρλιαχτό» αυτό θα μπορούσε να το απαγγείλει με την ανατριχιαστική του φωνή ο Μάρλον Μπράντο ως Συνταγματάρχης Κουρτς στο φινάλε του “Apocalypse Now” του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Θα μπορούσε επίσης να βγει από τα χείλη της Ιζαμπέλα Ατζανί, καθώς συσπάται γεμάτη διαβολική έκσταση στο “Possession” του Κριστόφ Ζουλάφσκι. Θα μπορούσε να κοσμεί την επεξηγηματική ταμπελίτσα στην «Κραυγή» του Έντβαρ Μουνχ ή στο εφιαλτικό «Τρίπτυχο» του Φράνσις Μπέικον. Θα μπορούσε να είναι τα ακατάληπτα λόγια ενός προφήτη της τρέλας που έχει δει την ψυχή του να χορεύει μπροστά στα μάτια του.