Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, του Γιώργου Θάνου (1ος Νικητής – Διαγωνισμός Short Story 2)

feature_img__oneiro-kalokairinis-nixtas-tou-giorgou-thanou-1os-nikitis-diagonismos-short-story-2
Λίγο πριν τελειώσει κάθε περιστροφή του ανεμιστήρα, το δωμάτιο γεμίζει με ένα μεταλλικό σκλήρισμα…

Λίγο πριν τελειώσει κάθε περιστροφή του ανεμιστήρα, το δωμάτιο γεμίζει με ένα μεταλλικό σκλήρισμα · η φτερωτή του, πράσινη και πλαστική, αφήνει ένα απαλό βούισμα, όμως οι βίδες που κάνουν την κεφαλή να περιστρέφεται θέλουν από καιρό τώρα λάδωμα. Ποτέ δε τον ξυπνά αυτό το τρίξιμο, ακούγεται ακριβώς κάθε πενηντατρία δευτερόλεπτα, είναι ένας ήχος τόσο επαναλαμβανόμενος και προβλέψιμος, που καταλήγει σχεδόν καθησυχαστικός, μέσα στη νύχτα. Οι γρίλιες όμως είναι ως τη μέση κατεβασμένες, αδύνατο αλλιώς να κοιμηθεί, Ιούλιος προχωρημένος, και από μακριά, σαν αχός, έρχονται ήχοι ανακατεμένοι, ακανόνιστοι, μαρσαρίσματα, κόρνες, τριγμοί φρένων. Κι ακόμα, τραγούδια από κασετόφωνα αυτοκινήτων, που ξεκινούν απόμακρα, κορυφώνονται για μια στιγμή και ύστερα χάνονται πάλι. Το ρεπερτόριό τους είναι σχετικά προβλέψιμο, λαϊκά τις πιο πολλές φορές, άλλοτε βαριά, άλλοτε του συρμού, ελαφρολαϊκά, αλλά πότε πότε και hip hop, και r’n’b.

Ο Παύλος καταλαβαίνει συνήθως πια τραγούδια βρίσκονται κάθε μήνα στα πάνω τους χωρίς να χρειάζεται να ανοίξει ποτέ τηλεόραση ή ραδιόφωνο, μόνο από τα αυτοκίνητα που περνούν από την Αλεξάνδρας, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, που τα τζάμια σπάνια κλείνουν το βράδυ. Έχουν κι αυτοί οι ήχοι μια περιοδικότητα, ακολουθούν σε αδρές γραμμές το πράσινο και το κόκκινο του φαναριού της Ιπποκράτους, είναι αδύνατο όμως να τους συνηθίσει κανείς, όλοι μαζί συστρέφονται και δημιουργούν μια βαβούρα συγκεχυμένη, που κάπως επηρεάζει κι αυτή την αϋπνία του Παύλου. Η κλαγγή του κάδου που χτυπάει στο απορριμματοφόρο σημαίνει πώς έχει πάει τρεις, με τίποτα, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να του κολλήσει ύπνος απόψε. 

Με το πατζούρι κατεβασμένο ως τη μέση, το φως του δρόμου μπαίνει μέσα στο δωμάτιο, βάφοντας το παρκέ πορτοκαλί. Επτά φωτεινές, πορτοκαλί γραμμές, πέφτουν πάνω στην αφίσα από τα «Φτερά του Έρωτα», το δυάρι του Παύλου είναι στον πρώτο όροφο, στο ίδιο ύψος με τον δημοτικό φωτισμό, κάθε βράδυ, χειμώνα καλοκαίρι, το σαλόνι του χρωματίζεται πορτοκαλί, ανάλογα με το πόσο σηκωμένο είναι το ξύλινο πατζούρι, το πορτοκαλί εφέ γίνεται εντονότερο.

Θα μπορούσε να κοιμηθεί στην κρεβατοκάμαρα, είναι στην πίσω πλευρά του σπιτιού, βλέπει στον ακάλυπτο, αλλά η ζέστη εκεί είναι εντονότερη, αποπνικτική, ως και ο αέρας τού φαίνεται παλιός και πηχτός, κουβαλάει μαζί του όλες τις συνήθεις των ενοίκων της πολυκατοικίας και των γύρω κτηρίων. Στο σαλόνι, με την μπαλκονόπορτα ανοιχτή διάπλατα, κατεβαίνει που και που ένα μικρό αεράκι από του Στρέφη και από τον Λυκαβηττό, τα μάτια του συνηθίζουν τελικά στο πορτοκαλί φως, τα αυτιά του στο βουητό της Αλεξάνδρας και η πλάτη του στο άβολο στρώμα του καναπέ · στα 23 σου χρόνια, όλα αυτά είναι λεπτομέρειες, άλλα πράγματα είναι που καθορίζουν τις καταστάσεις.

Ο Παύλος θα έπρεπε να είναι στην Ανάφη με την Αφροδίτη, είχε βγάλει τα εισιτήρια του καραβιού από τα τέλη του Μάη, πριν την εξεταστική τους, όταν τίποτα δεν προμήνυε πώς αυτό το καλοκαίρι δε θα ήταν τελικά μαζί. Δωμάτιο δεν είχε κλείσει, αλλά δεν τον ένοιαζε και πολύ, κάπως θα βολευόντουσαν, ήταν σίγουρος. Αφού χώρισαν, τα εισιτήρια τα έκανε στην Αφροδίτη δώρο. Του φάνηκε η καλύτερη λύση, δεν ήθελε να δώσει συνέχεια, ούτε να πει λόγια άσχημα που αργότερα θα μετάνιωνε, εκείνη βρίσκεται, από ό,τι ο Παύλος έμαθε, στην Ανάφη με μια φίλη της. Εκείνος δεν κανόνισε διακοπές με κανένα, όλοι του οι φίλοι λείπουν, και ούτε θέλει να πάει στην πόλη των γονιών του, έχει ξεμείνει στο δυάρι της Νεάπολης να παλεύει με τον ξεχαρβαλωμένο ανεμιστήρα.

Ένα αυτοκίνητο περνά αργά κάτω από το μπαλκόνι του, ακούει ξεκάθαρα το τελευταίο κομμάτι της Shakira, από το μυαλό του περνά η Αφροδίτη, μαυρισμένη από την ήλιο της Ανάφης, να το χορεύει λικνίζοντας τους γοφούς της στην παραλία, έχουν παραπάνω από ένα μήνα που χώρισαν, του λείπει, ναι, αλλά απόψε του λείπει διαφορετικά. Απόψε είναι Ιούλιος, έχει από ώρα σταματήσει να φυσά, τα φώτα στα απέναντι μπαλκόνια είναι κλειστά, από κάτω περνάνε αυτοκίνητα με χορευτικά τραγούδια στη διαπασών, ο Πάύλος νιώθει ένα ποτάμι να ξεκινά από τις φλέβες των κροτάφων του και να κατεβαίνει πυρωμένο προς τα κάτω, παρασέρνοντας τις σκέψεις του στο διάβα του. Προσπαθεί να κοιμηθεί, κλείνει τα μάτια του, στιφογυρνά στον άβολο καναπέ, όλα του φταίνε, δε βρίσκει αναπαμό, αρχίζει να τον εκνευρίζει το πορτοκαλί φως, αδύνατο πια να ξαπλώσει μπρούμυτα, γυρίζει ανάσκελα, μόλις πάει να μισοκλείσει τα μάτια του, οι γοφοί της Αφροδίτης τον ξυπνάνε, το μαγιό της είναι πολύ μικρό, οι γλουτοί της ολοστρόγγυλοι και μαυρισμένοι ξεχειλίζουν από το κόκκινο ύφασμα, την βλέπει ολοκάθαρα γδύνεται πριν βουτήξει στο νερό, στα ρουθούνια του έρχεται μυρωδιά από αλάτι, άμμο και ιδρώτα, ψάχνει το πακέτο του, θυμάται ότι έχουν μείνει δύο τσιγάρα, αλλά αισθάνεται ήδη πολύ αποκαμωμένος για να σηκωθεί να ψάξει το αναπτήρα του, η καρδιά του χτυπά δυνατά. Τόση ζέστη έχει μαζευτεί στο δωμάτιο, στους βουβώνες του, στους μηρούς της Αφροδίτης, θα έπρεπε να φτάνει για να ανάψει το τσιγάρο του, ο ανεμιστήρας σκληρίζει χειρότερα, σαν να τον κοροϊδεύει, αλλά δεν μπορεί να τον δροσίσει πια καθόλου, όλο αυτό το πορτοκαλί μπαίνει αφρισμένο από το παράθυρο και τον καίει, προσπαθεί να συγκεντρωθεί στις γραμμές που αφήνουν οι γρίλιες στον τοίχο του.

Θυμάται αυτές τις γραμμές να διαγράφονται στην πλάτη και τη μέση της, όταν έσκυβε ή όταν χαμήλωνε το σώμα της προς το δικό του, δε μπορεί να πάρει τα μάτια του από τα «Φτερά του Έρωτα», νιώθει τις πορτοκαλί γραμμές να διαστέλλονται, να τεντώνονται και να μεγαλώνουν, ο ιδρώτας σχηματίζει ένα μικρό ρυάκι στο σβέρκο του, διατρέχει όλη του την σπονδυλική στήλη, η μπλούζα του βρίσκεται σε λίγο κουβαριασμένη στο πάτωμα, στο λιγοστό ρεύμα αέρα που μπαίνει από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, οι τρίχες του ορθώνονται και σκληραίνουν.

Ο Παύλος προσπαθεί να σκεφτεί κάτι άλλο, οτιδήποτε, αρκεί να διώξει από το μυαλό την Αφροδίτη, φευγαλέα περνά από το μυαλό του η Ισμήνη, η φίλη της με το μεγάλο στήθος, τις φαντάζεται μαζί, τον κοιτούν, χαμογελούν, τα χέρια της Αφροδίτης αγγίζουν το στήθος της Ισμήνης, προσπαθεί να κρατήσει τα χέρια του ίσια πλάι του, δεν θέλει να αγγίξει τίποτα πάνω του. Προσπαθεί να γυρίσει το μυαλό του πίσω, βουτά ακόμα πιο βαθιά, πιο πριν, όταν δεν υπήρχαν όλα αυτά, όταν καλοκαίρι σήμαινε μόνο να μετρά πόσα μπάνια και πόσα παγωτά. Με τα μάτια κλειστά, ανήμπορος να κοιμηθεί, ο Παύλος θυμάται ξαφνικά την Brooke Shields να βουτά στη Γαλάζια Λίμνη, νιώθει το ίδιο πύρωμα στα μάγουλα που είχε νιώσει όταν είχε πρώτη φορά δει την ταινία, επτά χρονών με τους γονείς στο ίδιο δωμάτιο, αλλά τώρα είναι βαθύ καλοκαίρι, θείος Ιούλιος μήνας, το μέτωπό του είναι κάθιδρο και τα μάγουλα του καίνε στα αλήθεια, με το ένα του χέρι σφουγγίζει το μέτωπο του με ένα χαρτομάντιλο, πριν κατεβάσει το εσώρουχό του, προσπαθώντας να νικήσει την ζέστη που νιώθει να του αφήνει γρατζουνιές στην πλάτη.

Η Αφροδίτη έρχεται και ξανάρχεται στο νου του σε δεκάδες στάσεις, έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε που πήγαινε γυμνάσιο, κι όμως όσα DVD που είχε καταφέρει να δει όταν έφευγαν οι γονείς του από το σπίτι, σχεδόν τα θυμάται απέξω, με κάθε λεπτομέρεια, ως και τα λιγοστά λόγια των γυναικών, που για πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε γυμνές. Στο μυαλό του, το καλοκαίρι που πυρώνει απέξω από το παράθυρό του βάζει την Αφροδίτη να πρωταγωνιστεί στα βίντεο της εφηβείας του, να ξεστομίζει τις ίδιες ατάκες, να καμπυλώνει τη μέση της με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια ανυπομονησία να τεντώνει τη γλώσσα της, στην ίδια κρίσιμη στιγμή να γυρίζει και να τον κοιτά, νομίζει ότι βλέπει τα δάχτυλά της να διατρέχουν το κόκκινο σεντόνι και το στόμα της να δαγκώνει με δύναμη το μαξιλάρι.

Ο Παύλος σχεδόν τρέμει, το στρώμα του καναπέ κουνιέται σχεδόν με τον ρυθμό του χαλασμένου ανεμιστήρα, από το νου του Παύλου περνά η τελευταία μέρα του νηπιαγωγείου, προχωρημένος Ιούνιος, η κυρία Αλέκα, η νηπιαγωγός τους, τους είχε επιτέλους επιτρέψει να παίξουν μπουγέλο στα νερά της βρύσης. Και όχι μόνο αυτό, αλλά είχε έρθει να παίξει μαζί τους και η ίδια, και είχε δέσει τα μαλλιά της σε μια αλογοουρά, που την έκανε να μοιάζει με την Σμαράγδα, το κοριτσάκι που ο Παύλος συμπαθούσε πιο πολύ από όλα τα άλλα κορίτσια, και είχε βγάλει και τα παπούτσια της, για να πλατσουρίσει στις γούρνες τις βρύσης, φανερώνοντας τα κόκκινα βαμμένα νύχια τους, το στομάχι του Παύλου είχε δεθεί σε ένα γλυκό κόμπο, όλη μέρα μετά σκεφτόταν πόσο όμορφη ήταν η δασκάλα του, αλλά αυτό που ένιωθε του άφηνε μια επίγευση ντροπής που δε μπορούσε να εξηγήσει.

Ο Παύλος θυμάται τα βρεγμένα πόδια της δασκάλας του με τα κόκκινα νύχια τους, το φιλί της στο μέτωπό του μετά το τέλος του μπουγέλου, αφήνει ένα στριγκό αναστεναγμό, το σβέρκο του τινάζεται προς τα πίσω, τα πορτοκαλί φώτα έχουν σβήσει, σε μισή ώρα θα έχει κανονικά ξημερώσει.

1
Μοιράσου το