Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Μια ώρα για το γαλάζιο

feature_img__mia-ora-gia-to-galazio
Η πρώτη φορά είναι πάντα δύσκολη. Έβαλα το μαύρο μου φόρεμα, τα σκουλαρίκια με τις γκραβούρες, τα τακούνια μου. Παρακάλεσα την όποια δύναμη υπάρχει εκεί έξω και μπήκα στο αμάξι. Τη διεύθυνση τη θυμόμουν απ’ έξω. 

Είχε ανοίξει την πόρτα προτού προλάβω να χτυπήσω το κουδούνι. Ντυμένος απλά, χαμογελούσε πλατιά. «Επιτέλους, ήρθες κι εσύ εδώ! Eίχα αρχίσει να πιστεύω ότι φοβάσαι». Με αγκάλιασε, με φίλησε απαλά και μπήκαμε μέσα.

Οι ταχυπαλμίες άρχισαν την ώρα που έβγαζα τις γόβες. «Έχω ετοιμάσει σνίτσελ και σου ‘χω το καλύτερο κόκκινο κρασί». Προχωρώντας προς τον καναπέ κατέβαλα υπεράνθρωπες προσπάθειες να μην κοιτάζω γύρω μου. «Έλα να σε ξεναγήσω», είπε και κόντεψα να κάνω επιτόπια μεταβολή και να φύγω τρέχοντας με τις γόβες στο χέρι. Δεν έπρεπε να έρθω, ήμουν σίγουρη πια, δε μπορούσα να το κάνω.

Και τότε άρχισε πραγματικά. Τα πιάτα, τα ποτήρια στο τραπέζι, τα βιβλία στα ράφια, τα ρούχα στις καρέκλες, τα βρώμικα τασάκια, τα μικρά σκονισμένα μπιμπελό, τα DVD σωριασμένα σε μια γωνιά του σαλονιού, υπολείμματα από ψίχουλα στον πάγκο της κουζίνας, οι κατσαρόλες με σημάδια στο πάτωμα, το πάτωμα, Θεέ μου, το πάτωμα. Ένας ιστός μικρής αράχνης στο ταβάνι του μπάνιου. Έχασα το χρώμα μου, έχανα την ανάσα μου, ασφυξία. Νόμιζα ότι θα καταρρεύσω.

«Νίκο, θα μου κάνεις μια χάρη;» είπα ξεψυχισμένα ενώ ετοιμαζόταν να σερβίρει. «Σε παρακαλώ, δώσε μου μια ώρα να καθαρίσω. Δώσ’ μου λίγη χλωρίνη κι έναν κουβά και μετά θα φάμε. Μία ώρα μόνο». Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει, δεν ξέρω καν αν ακουγόμουν. Κοιτούσα το βρώμικο πάτωμα, την ακαταστασία, ζαλιζόμουν.

«Αναστασία, είσαι καλά; Καθάρισα το σπίτι σήμερα, πριν από λίγο τελείωσα. Πώς θα σε δεχόμουν; Τι σου συμβαίνει; Έχεις χλομιάσει».

Η φωνή του ακούστηκε τόσο μακρινή. Ένιωσα το χέρι του πάνω στον ώμο μου, ζεστό. Δεν έπρεπε να έρθω. Τώρα, σε λίγο, να, θα μου το πει κι ο ίδιος. Θα καταλάβει. Με κοιτάζει μ’ αυτά τα γαλάζια του μάτια κι ανησυχεί. Πώς μου αρέσουν τα μάτια του, πώς μου αρέσει η φωνή του, τα χέρια του. «Δώσε μου χλωρίνη, δώσ’ μου μια ώρα», είπα ξέπνοα. Τα γαλάζια του μάτια. Ο λεκές στο πάτωμα πρέπει να ήταν από καφέ. Πρέπει να ήταν από καιρό. «Μία ώρα, Νίκο.»

«Θα φωνάξω έναν γιατρό», είπε και σηκώθηκε.

«Νίκο, δε μπορώ. Σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ Νίκο, θα είμαι καλά μετά, όπως με ξέρεις θα είμαι. Δε μπορώ να σου πω τίποτ’ άλλο. Μη μου το κάνεις πιο δύσκολο».

Δεν τον κοίταξα άλλο. Ο λεκές μεγάλωνε στα μάτια μου όσο περνούσε η ώρα. Ήταν μπροστά στα υπέροχα γαλάζια μάτια του και δε μ’ άφηνε να τα δω, κάλυπτε τα χέρια του κι έπνιγε τη φωνή του. Έλιωνα αργά, ανίσχυρη μέσα στο μαύρο φόρεμα μου. 

1
Μοιράσου το