Fast Forward
Το βήμα του ήταν πιο αργό απ’ ότι συνήθως. Κοίταξε την αντανάκλασή του σε μια βιτρίνα. Έδειχνε να έχει γεράσει άλλα δέκα χρόνια. Η όψη του τον στεναχωρούσε. Το στήθος του πονούσε, ένιωθε σαν ανοιγμένο ψάρι που είχε ξεφύγει από το τηγάνι. Είχε κάνει πριν λίγους μήνες εγχείριση ανοιχτής καρδίας. Πήρε πρόωρη σύνταξη. Λόγω αναπηρίας, στα εξήντα ένα. Κι όμως, ένοιωθε τυχερός. Τυχερός γιατί ούτε τον πρόδωσαν τα τεχνητά ισχία του, ούτε είχε επιστρέψει ο καρκίνος, σαράντα χρόνια τώρα. Από τότε που ήταν φοιτητής. Εστίασε την προσοχή του στο τώρα. Ο συγκεκριμένος δρόμος ήταν από τους πιο όμορφους της Αθήνας. Αυτή την εποχή, μοσχοβολούσαν παντού τα γιασεμί. Ήταν πρωί. Δεν είχε ούτε κρύο ούτε ζέστη. Πρόσεξε ένα λουλούδι που έπεφτε στριφογυρίζοντας στο πεζοδρόμιο. Θεωρητικά όμορφη εικόνα, αλλά κάτι, κάτι τον κατέθλιβε.
Λίγο καιρό πριν, είχε πάει σε ψυχοθεραπευτή. Του είχε πει, πως ο ίδιος δεν πίστευε ότι άξιζε στη ζωή του κάτι καλό. Το άγχος που είχε συνεχώς για το παραμικρό ήταν ένας τρόπος να μην είναι χαρούμενος και να επιβεβαιώνει την προφητεία της μη ευτυχίας. Ναι, σαφώς τα είχε καταφέρει με τη δουλειά του, αλλά θα μπορούσε να τα είχε πάει πολύ καλύτερα. Αν πίστευε ότι του άξιζαν περισσότερα, θα είχε περισσότερα. Σοβαρή δήλωση. Έκατσε σε ένα παγκάκι. Πήρε μια Σπράιτ, όπως έκανε όταν ήταν 16. Το σκέφτηκε λιγάκι.
Αρχικά παραδέχτηκε ότι δεν ξετρελάθηκε ποτέ για την Ευαγγελία. Αλλά ήταν ήδη 40 ετών τότε, τι καλύτερο να ‘βρίσκε; Εντάξει, και στη δουλειά θα μπορούσε να είναι πιο δραστήριος. Κι ούτε ήταν τελείως ευχαριστημένος με το αυτοκίνητο που οδηγούσε. Πάντα ήθελε άλλο μοντέλο, ενώ του έλειπε και μια μηχανή. Βέβαια, θα το είχε ρισκάρει, αν είχε μηχανή. Δεν είχε τη πολυτέλεια να κάνει ζημιά στα ισχία του. Από την άλλη, αν οδηγούσε, θα ήταν τρομαγμένος, αλλά χαρούμενος. Μπορεί και κουτσός, αλλά σίγουρα όχι καταπιεσμένος. Τώρα τι κέρδισε δηλαδή;
Σηκώθηκε από το παγκάκι και συνέχισε το περπάτημα. Και τη νοητή κουβέντα με τον ψυχαναλυτή του. «Ναι Κώστα, έχεις δίκιο. Ποτέ δεν κυνήγησα πράγματα, ανθρώπους, καταστάσεις. Ήθελα, προσπαθούσα. Χλιαρά όμως. Φοβισμένα. Τώρα είναι εμφανές, κατόπιν εορτής. Επέζησα από ένα σωρό κακουχίες που θα τρόμαζαν τους περισσότερους. Και τι; Τι; Τίποτα. Ένα βαρύ και σιωπηλό τίποτα».
Στάθηκε μπροστά σε μια βιτρίνα απλώς για να ξεκουραστεί λίγο από το περπάτημα. Κοιτούσε μέσα, αλλά δεν έβλεπε. Σκεφτόταν. «Τίποτα που λες. Τουλάχιστον, έχω αρκετά χρόνια ακόμα. Δεν είναι ολότελα αργά, έτσι δεν είναι; Χάζεψε έναν παππού που περνούσε δίπλα του. Χαμογέλασε δειλά, ο παππούς τον έκανε να σκεφτεί ότι η απάντηση είναι μάλλον ναι».
Ήταν και κάτι άλλο που του είχε πει ο ψυχοθεραπευτής του. Αληθινά τρομακτικό. «Φοβάσαι το να είσαι χαρούμενος. Όλες οι πράξεις σου στοχεύουν στο να πετύχεις ακριβώς αυτό. Τη μη χαρά». Για άλλη μια φορά, διαφώνησε απεγνωσμένα.
«Αφού πάντα προσπαθούσα να πετύχω σε ότι μου αρέσει. Απλώς, τις περισσότερες φορές η ατυχία και παράγοντες που δε μπορείς να τους ορίσεις σε φέρνουν σε αυτήν τη θέση. Μερικοί άνθρωποι είναι τυχεροί, άλλοι όχι».
Ο αντίλογος, ήταν ισχυρός:
– «Σίγουρα τόσο χρονών που είσαι, έχεις προσέξει φαντάζομαι ότι σε κάποιους συνεχώς «τυχαίνουν» ωραία πράγματα, ενώ άλλοι παραπονιούνται συνέχεια για «ατυχίες» και λένε ότι έχουν τον «μαλακομαγνήτη» κι άλλες σαχλαμάρες;»
Το κροτάλισμα του boxer μιας BMW του τράβηξε τη προσοχή. Ήταν και μαύρη, μάλιστα. Ο αναβάτης της οδηγούσε νωχελικά και έδειχνε να χαίρεται τη βόλτα του. Με ένα ξαφνικό άνοιγμα του γκαζιού, η μηχανή απομακρύνθηκε βίαια. Βλέποντάς το, του ξέφυγε ένας αναστεναγμός. Ένιωσε ένα μείγμα χαράς -μόνο και μόνο με την ιδέα ότι εκείνος ήταν ο αναβάτης- και στεναχώριας.
Ένιωσε υποχρεωμένος να παραδεχτεί ότι ο ψυχολόγος του είχε δίκιο. Σε ένα σύμπαν χαοτικό, οι περισσότεροι έχουμε τις ίδιες πιθανότητες στις άτυχες και τις τυχερές στιγμές. Κι όμως, οι ζωές των περισσοτέρων, ανεξάρτητα από τις κακουχίες τους (ή σχεδόν) ακολουθούν (πάλι σχεδόν) πάντα, σταθερά μοτίβα. Άνθρωποι που, ενώ επανειλημμένα τους συμβαίνουν κακουχίες και αναποδιές, θεωρούν ότι έχουν πετύχει και δεν γκρινιάζουν, καθώς και το αντίστροφο.
Απρόθυμα, οδηγήθηκε στο επόμενο λογικό συμπέρασμα: «πρακτικά, εμείς είμαστε υπεύθυνοι για την ευτυχία μας. Οι υπαρκτές εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα που ισχύει για τους περισσότερους». Ήξερε ότι δεν διαπίστωσε κάτι πρωτότυπο, αλλά η σιγουριά ότι αυτό είναι γεγονός τον έκανε να νιώσει απαίσια.
Ο ήλιος είχε ανεβάσει πλέον τη θερμοκρασία της ημέρας. Πλησίαζε μεσημέρι. Η κίνηση στα πεζοδρόμια είχε μειωθεί. Οι περισσότεροι ήταν στις δουλειές τους. Ένας οδηγός έβρισε τον μπροστινό του, μια μαμά πέρασε με το καροτσάκι της από μπροστά του. Αηδιαστικά προβλέψιμα όλα, σκέφτηκε. Σαν χιλιοπαιγμένη ταινία. Θέλησε να πάει σπίτι και να κοιμηθεί. Ευτυχώς, η Ευαγγελία έλειπε στη δουλειά. Ευχήθηκε να κοιμηθεί και να ξυπνήσει κάπου στην δεκαετία μεταξύ τριάντα με σαράντα χρονών και να μην έχει την ίδια ιδέα για τον εαυτό του.
Συνέχισε για λίγο ακόμη τη διαδρομή του, αλλά προφανώς δεν είχε ξυπνήσει σε κανένα όνειρο. Στο επόμενο φανάρι, καθώς περνούσε τη διάβαση, είδε με τρόμο ένα αυτοκίνητο να μην σταματάει στο κόκκινο. «Όχι», σκέφτηκε, «όχι τώρα. Θέλω άλλα 10 χρόνια να ζήσω, σωστά αυτή τη φορά. Τουλάχιστον έχω άλλα 2 άτομα μπροστά μου, μπορεί και να τη γλυτώσω…» ΜΠΑΜ.
Ξύπνησε μετά από άγνωστο χρονικό διάστημα στα ίδια κρεβάτια που ήταν πριν λίγο καιρό. Μερικά ράμματα από την αορτή είχαν σπάσει, τίποτα το σοβαρό όμως. Θα ξανάφευγε σε λίγο καιρό. Ήταν όλοι εκεί, η Ευαγγελία, οι φίλοι του και ξανά, ο αρχικός πόνος στο στήθος. Τον είχαν ξανανοίξει σαν ψάρι. Πονούσε και πάλι πολύ, ήταν και πάλι κλεισμένος στο νοσοκομείο. «Κόντεψα να πεθάνω με τον πιο ηλίθιο τρόπο, σκέφτηκε. Να με πατήσουν στο φανάρι. Μέρα μεσημέρι».
Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ξημέρωνε. Πάνω στο περβάζι, είδε ένα σπουργίτι. Μάλλον κελαηδούσε, έβλεπε το ράμφος του να ανοιγοκλείνει. Γνωστή εικόνα, ήταν βετεράνος πλέον στα δωμάτια νοσοκομείων. Του φάνηκε κι αυτό καταθλιπτικό. «Σε μια βδομάδα περίπου, σκεφτηκε, θα βγω έξω. Ευτυχώς έχω πάρει σύνταξη, να πιω δεν μπορώ, αλλά μπορώ να μάθω ένα σωρό πράγματα. Να πουλήσω το αυτοκίνητο. Να κάνω βόλτες, πολλές βόλτες. Σε δύο τροχούς. Μόνος μου».
‘Ήπιε μια γουλιά νερό στην υγειά του και καλωσόρισε ένα νέο κύμα πόνου.