Η εκδίκηση
Τελευταία φορά που είδα «ζωντανή» την αδερφή μου, την αποχαιρετούσα για να πάει στη δουλειά. Διέσχιζε την Κηφισίας ένα μεσημέρι, όταν ένα μαύρο αυτοκίνητο τη χτύπησε και την πέταξε πέντε μέτρα μακριά. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβα να δω ποιος οδηγούσε. Πέθανε τρία χρόνια αργότερα, αφού είχε μείνει παράλυτη και υποστηριζόταν από τεχνητή αναπνοή.
Μετά από το γεγονός αυτό, εκείνη υπήρχε μόνο ως ιδέα και εγώ έβαλα στόχο της ζωής μου να βρω ποιος τη χτύπησε. Αλλά όσες έρευνες και αν έκανα, δεν απέδωσαν καρπούς. Η καθημερινότητά μου ήταν συνηθισμένη, αλλά είχα τα μάτια μου ορθάνοιχτα για μια ένδειξη που μπορεί να με οδηγούσε στον «δολοφόνο» της αδελφής μου, έτσι ώστε να μην νοιώθω πλέον τόσο άχρηστος αδερφός.
Ένα βράδυ τα έπινα με φίλους σε ένα μπαρ της κακιάς ώρας. Κόβαμε τις παρακμιακές φάτσες και είχαμε την εντύπωση ότι υπερέχουμε, ότι είμαστε κάποιοι. Το αλκοόλ είχε αρχίσει να δρα, όλα φαινόντουσαν πιο ρευστά, πιο απλά και πιο όμορφα. Μέσα από τον καπνό και τη φασαρία που μας τύλιγε, μια φράση από δίπλα κατάφερε να ακουστεί:
«Πάλι καλά που δεν είχα πινακίδες στο αμάξι τότε. Και να φανταστείς ότι ήταν μέρα μεσημέρι στην Κηφισίας».
Η γη σταμάτησε να γυρίζει. Γύρισα να δω ποιος μιλούσε. Ήταν ένας τύπος με αδίστακτο βλέμμα και ουλές στο ξυρισμένο, στρογγυλό κεφάλι του. Κουβέντιαζε με ένα ξερακιανό τύπο.
«Ναι, καλοκαίρι δεν ήταν;» ρώτησε ο ξερακιανός τύπος.
«Ναι, 13 Αυγούστου του ΄10. Κοιτούσα κάθε μέρα τις εφημερίδες αλλά τελικά δεν έγινε τίποτα. Έδωσα το αμάξι για παλιοσίδερα».
Κάτι έπρεπε να κάνω. Λογικά ήταν αυτός. Έπρεπε να δω που μένει, να μάθω πράγματα. Είπα στους φίλους μου, ότι πρέπει να φύγω, χωρίς να πολυεξηγήσω. Βγήκα έξω να ξεμεθύσω και να περιμένω τον στρογγυλοκέφαλο. Είχα παρκάρει απ’έξω.
Μετά από μία ώρα τον είδα να βγαίνει. Μπήκε σε ένα καγκουρεμένο αυτοκίνητο. Δεν είχε καθόλου κίνηση και αναγκάστηκα να κρατήσω μεγάλη απόσταση, μην τυχόν καταλάβει, ότι τον ακολουθώ. Όταν φύγαμε από τον κεντρικό δρόμο τον έχασα, αλλά τη φασαριόζικη εξάτμισή του μπορούσα να την ακολουθώ εύκολα. Είδα την πολυκατοικία που μπήκε, σημείωσα διεύθυνση και γύρισα σπίτι μου να επεξεργαστώ τα δεδομένα.
Δεν με έπαιρνε ο ύπνος με τίποτα. Να τον σκοτώσω; Πρέπει; Είναι σίγουρα αυτός; Και αν ναι πως στο καλό; Όχι ότι δεν ήθελα, μια χαρά ήθελα. Στις 7 το ξυπνητήρι χτύπησε. Δεν είχα κλείσει μάτι. Ντύθηκα να πάω στη δουλειά. Έπρεπε να δω τι θα κάνω. Είδα τη φάτσα μου στον καθρέφτη, ήταν σκατά. Πρέπει να πάρω άδεια, σκέφτηκα. Μόλις έφτασα, πήγα στο γραφείο του διευθυντή. Εκείνος καθόταν στο γραφείο του με περισπούδαστο ύφος, φρέσκος και καλοξυρισμένος.
«Καλημέρα κ. Γιάννη».
«Καλημέρα, τι έγινε; Δε δείχνεις καλά. Τι φάτσα είναι αυτή;»
«Αυτήν έχω για σήμερα. Γι΄αυτό θα ήθελα να σας ζητήσω άδεια».
Η λέξη άδεια τον έκανε να ανακαθίσει στη καρέκλα του, ξεβολέυτηκε, αναστατώθηκε. Έκατσε καλύτερα, και είπε:
«Ναι, αλλά τι λόγος συντρέχει για να πάρεις άδεια; Από όσο θυμάμαι, μόλις γύρισες από τις διακοπές σου. Δεν μπορείς να φύγεις ξανά, στα καλά του καθουμένου… έχεις πολύ δουλειά!»
Τα μάτια του δεν έπαιζαν καθόλου. Ήταν πολύ σοβαρό το όλο θέμα. Εγώ πάλι ήμουν μισοκοιμισμένος, και το λίγο μυαλό που μου είχε απομείνει, σκεφτόταν δολοφονίες.
Τον κοίταξα για λίγο και ‘γω αμίλητος… ήταν διασκεδαστικό. Του απάντησα ότι μπορώ να φύγω και γύρισα την πλάτη. Έφυγα χωρίς να πω κουβέντα.
Αργότερα, έβαλα τις σκέψεις μου σε μία κάποια τάξη. Αποφάσισα ότι χρειαζόμουν βοήθεια. Ο Νίκος ήταν ένας από τους κοντινότερους φίλους μου, δεν ήταν απόλυτος και δεν πίστευε ότι υπάρχει ξεκάθαρα σωστό και λάθος.
Όταν του το είπα, έμεινε σκεφτικός για λίγο. Μετά είπε:
«Εντάξει, συμφωνώ. Ας βρούμε ένα τρόπο να τον φάμε τον πούστη». Τράβηξε μια τζούρα από το τσιγάρο και συνέχισε τη σκέψη του:
«Λέω δηλητήριο. Δεν ανιχνεύεται, δεν χρειάζεται να ασκήσεις βία, είναι τέλεια ιδέα. Αρκεί να τρώει από κανένα ντελίβερι και δε θα ξέρει από πού του ήρθε».
Το μάτι του γυάλιζε, φχαριστιόταν το θέμα. Περίμενε την απάντηση μου.
«Δηλητήριο; Ρε, θα μας βρούνε με αυτά… Γιατί όχι μανιτάρια; Έχω ένα γνωστό που πάει και μαζεύει στα βουνά. Άμα κοιτάξεις, υπάρχουν ένα σωρό δηλητηριώδη. Και μάλιστα, πεθαίνεις 2-3 μέρες αφού τα φας με φριχτό θάνατο».
«Και μπορείς να βρεις τέτοια; Ξέρεις η πίτσα με μανιτάρια είναι τέλεια και όλος ο κόσμος τρώει πίτσα» συμπλήρωσε ο Νίκος, περήφανος.
«Ναι θα βρω, θα μου βρει αυτός ο φίλος μου που σου λέω. Τώρα είναι και καλή εποχή νομίζω».
Επιτέλους είχα ένα σχέδιο. Έμενε να παρακολουθήσω τις συνήθειες του θύματος, για να το εφαρμόσω.
Μου πήρε μερικές μέρες και μερικά κουτιά πακοτίνια για να συλλέξω πληροφοριές. Δεν φαινόταν να έχει παιδιά, πράγμα πολύ βολικό για τις πιθανές τύψεις μου, και το κυριότερο, κάθε Σάββατο βράδυ έπαιρνε πίτσα.
Τα μανιτάρια μαζευτήκαν. Ο φίλος μου υποσχόταν, ότι τρείς μέρες μετά την κατανάλωση, αυτός που τα τρώει, πεθαίνει με ξαφνικούς πόνους στη κοιλιά από ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια.
Την τελευταία εβδομάδα πριν το πάρω απόφαση, κοιμόμουν ελάχιστα.
Από τη μία σκεφτόμουν ότι πρέπει και θέλω να το κάνω γιατί τέτοια άτομα δεν αξίζει να ζουν και από την άλλη φοβόμουν μήπως έχει γυναίκα και παιδία, μήπως αυτό, μήπως το άλλο… Φόνο σχεδίαζα, δεν αγόραζα παντελόνι.
Τελικά, μετά από πολύ σκέψη και αλκοόλ, το αποφάσισα. Πήγα σπίτι του Σάββατο βράδυ. Το ντελίβερι ήρθε στη προκαθορισμένη ώρα και εγώ τον πρόλαβα στο διάδρομο, προσποιήθηκα ότι τον περιμέναμε, πλήρωσα την πίτσα και τον έδιωξα.
Και να ‘μαι λοιπόν, με ένα κουτί που μου καίει το χέρι, να χτυπάω το κουδούνι με το νούμερο 21. Τζζ. Ανοίγει αυτός, με σημάδια ξινίλας στο πρόσωπο.
«Είναι σπέσιαλ με μανιτάρια μέσα; Γιατί κάθε φορά λάθος κάνετε», μου λέει αυστηρά.
«Ναι κύριε, είναι σπέσιαλ με μανιτάρια».
«ΓΙΑ ΝΑ ΔΩ». Αρπάζει το κουτί από το χέρι μου.
«ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ; ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ; ΠΕΡΙΕΡΓΑ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ. ΚΑΙ Η ΠΙΤΣΑ, ΕΙΝΑΙ ΜΙΚΡΗ». Ούρλιαζε.
Το διαμέρισμα ήταν γωνιακό και ξαφνικά η διπλανή πόρτα ανοίγει απότομα.
Είδα μια μελαχρινή, όμορφη κοπέλα, μικροκαμωμένη και με γλυκό πρόσωπο. Το βλέμμα της όμως δεν ήταν καθόλου γλυκό.
«Τι θα γίνει ρε μαλάκα κάθε φορά;» φώναξε στον δικό μου.
«Κάθε φορά γκρινιάζεις, και κάθε φορά παραγγέλνεις από το ίδιο μαγαζί. Μας έπρηξες».
«Ε ΝΑ ΤΗ ΦΑΣ ΕΣΥ ΤΟΤΕ».
«ΕΝΤΑΞΕΙ» είπε τσατισμένη και μου άρπαξε το κουτί της πίτσας από το χέρι. Έκανε μεταβολή, κοπάνισε πίσω της την πόρτα και έμεινα με ανοιχτό το στόμα.
Αυτό δεν ήταν σε καμία περίπτωση εντός σχεδίου.
…Συνεχίζεται
Εικονογράφηση: Pan Pan, http://www.postnoise.com