Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Κόκκινο

feature_img__kokkino
Δυο άγνωστα άτομα στον κοινό χώρο ενός αναγνωστηρίου. Ο καθένας χαμένος στο δικό του κόσμο, στις δικές του σκέψεις. Ο καθένας προσπαθεί να περάσει την ώρα του, χαμένος στη μοναξιά του, με όποιο τρόπο μπορεί.

Είχα κάμποση ώρα που διάβαζα στον τρίτο όροφο της δημοτικής βιβλιοθήκης. Βαριόμουν σε επικίνδυνο βαθμό για την ψυχική μου ακεραιότητα, ώσπου ένα κόκκινο sleeping bag μου τράβηξε την προσοχή. Το κρατούσε ένας τύπος που μόλις ήρθε στο αναγνωστήριο και θύμιζε ναυαγό. Δε θα ήταν πάνω από σαράντα, είχε μακριά γένια, μακριά λαδωμένα μαλλιά, φορούσε λιωμένες φόρμες και στο πρόσωπο μια ήρεμη έκφραση.

Καθώς συνέχιζα να τον παρατηρώ συνειδητοποίησα ότι απλά ήταν άστεγος. Η βαρεμάρα μου αντικαταστάθηκε εύκολα από περιέργεια. «Και τι κάνει ένας άστεγος εδώ;» αναρωτήθηκα, αλλά ναι, είχε πολύ κρύο αυτές τις μέρες. Αλλά και πάλι δεν είχα λύσει το γρίφο. Τι θα κάνει αυτός τόσες ώρες εδώ;

Αφού τακτοποίησε τον υπνόσακό του και το μπουφάν του, τον είδα να σηκώνεται και να πηγαίνει προς τις βιβλιοθήκες. Αμέσως φαντάστηκα ότι ο τύπος ήταν κάποιος διαβασμένος άνθρωπος που ξέπεσε και είναι πλέον άστεγος. Αλλά ακόμη κι έτσι, συνεχίζει να διαβάζει βιβλία. Η ρομαντική ιδέα μου δεν επαληθεύτηκε. Αντίθετα, αυτός είχε πάρει τέσσερα ογκώδη ταξιδιωτικά βιβλία. Ταξιδιωτικά; Άλλο και τούτο. Τι να τα κάνει; Άλλο ένα μυστήριο που έπρεπε να λύσω για να μην πεθάνω από βαρεμάρα.

Ο εν λόγω κύριος, προχώρησε κουβαλώντας τα βιβλία του, διασχίζοντας μια θάλασσα από βλέμματα. Μερικά περίεργα, άλλα λίγο ενοχλημένα και μερικά που περιείχαν συμπάθεια ή οίκτο. Άλλωστε, ποτέ δε ξεχωρίζουν αυτά τα δύο. Έκατσε ήσυχα στη θέση του και άνοιξε το πρώτο βιβλίο στην πρώτη σελίδα. Κι αυτό παράδοξο. Ποτέ δεν ανοίγεις ένα βιβλίο από την πρώτη σελίδα, εκτός κι αν έχεις σκοπό να το διαβάσεις ολόκληρο.

Την επόμενη φορά που τον κοίταξα -αφού προσποιήθηκα ότι διάβαζα- δεν πρέπει να είχε περάσει την πέμπτη σελίδα και είχε ακουμπήσει με τη μύτη στο βιβλίο ροχαλίζοντας. Μα φυσικά. Το βράδυ που μας πέρασε είχε πολύ κρύο. Το λογικό είναι να μην κοιμάσαι αν είσαι άστεγος, αλλά να τριγυρνάς για να μην παγώσεις από το κρύο. Άσε που δε θα σε πιάνει ύπνος. Τώρα όλα αποκτούσαν νόημα, σκέφτηκα ικανοποιημένος.

Το πρώτο βιβλίο, αυτό που είχε ανοίξει, ήταν για τη Σαντορίνη. Ήταν πολύ κουρασμένος, όταν είδε τις πρώτες φωτογραφίες με τα υπέροχα σοκάκια. Θυμήθηκε την εποχή που είχε δουλειά και λεφτά. Μέχρι και αυτοκίνητο είχε. Θυμήθηκε και την Κατερίνα. Ανυπομονούσαν και οι δύο να κατέβει ο καταπέλτης του πλοίου όταν έφταναν, και έκαναν χάζι τις γραφικές γιαγιάδες να λένε “ μα γιατί δε μας αφήνουν να κατέβουμε;”. Ώρες μετά, τα μάτια τους προσπαθούσαν να χωρέσουν το καινούριο τοπίο. Σπίτια χαμηλά, καθαρός αέρας, η θάλασσα να περικυκλώνει τα βράχια και το χέρι της Κατερίνας να κρατάει το δικό του.

Κάπου εκεί τον πήρε ο ύπνος. Η Κατερίνα ήταν υπέροχη μέσα στο κόκκινο φόρεμα της. Την πήρε από το χέρι και την πήγε στο ξενοδοχείο που είχε κάνει κράτηση. Εκείνος είχε κανονίσει τα πάντα και την οδηγούσε από έκπληξη σε έκπληξη. Το αεράκι που φυσούσε διακριτικά, έκανε πιο έντονη την αίσθηση ότι βρισκόταν ψηλά, πάνω από τη θάλασσα, πάνω στο τεράστιο κομμάτι λάβας που λεγόταν Σαντορίνη, μακριά από όλους. Ήταν τόσο ωραία, που θέλανε και οι δύο να μείνουν εκεί για πάντα. Έπειτα βρέθηκε καθιστός μαζί της, σε ένα πεζούλι και περίμεναν το διάσημο ηλιοβασίλεμα. Ξαφνικά ένοιωσε ένα τράνταγμα. Τώρα αντί για θάλασσα έβλεπε τον άσπρο τοίχο του αναγνωστηρίου. Κάποιος τον είχε σπρώξει κατά λάθος και τον είχε φέρει πίσω.

Τον είδα μόλις ξύπνησε από το σκούντημα. Δεν αντέδρασε καθόλου, απλά στάθηκε για λίγο κοιτώντας το κενό. Κατέβηκε κάτω, αφήνοντας τα πράγματα στη θέση τους. Πήγα και εγώ, τάχα για να ξεπιαστώ, ώστε να δω τι θα κάνει. Τελικά είχε βγει απλά έξω για να κάνει τσιγάρο. Ρουφούσε τον καπνό αργά, χωρίς να βιάζεται, ενώ κοιτούσε τη βροχή. Πάλι καλά, είχε ακόμα αυτή την πολυτέλεια. Ανέβηκα πάλι στο παρατηρητήριο μου και περίμενα.
Σύντομα, ήρθε και κείνος και πήγε στη θέση του. Τα ίδια βλέμματα και πάλι τον περικύκλωσαν. Τούτη τη φορά έπιασε άλλο βιβλίο από τη στοίβα. Πρόλαβα από το εξώφυλλο να δω ότι έλεγε για την Ιαπωνία. Είχε μια φωτογραφία του όρους Fuji. Για άλλη μια φορά, το άνοιξε από την πρώτη σελίδα.

Κοίταγε μεν την πρώτη σελίδα, αλλά το μυαλό του πάλι ταξίδευε. Θυμήθηκε ένα ντοκιμαντέρ που είχε δει για ένα δάσος, στους πρόποδες του Fuji. Τα μάτια του βάρυναν ξανά και δεν κατάφερε να φτάσει στη δεύτερη σελίδα. Βρέθηκε στην αρχή εκείνου του δάσους. Λεγόταν και δάσος των αυτοκτονιών. Φύσαγε ένας αέρας απόκοσμος, που έκανε τα φύλλα των δέντρων να ζωντανεύουν. Σε λίγο το θρόισμα τους μεταβλήθηκε σε ψίθυρο. Τα άκουγε που τον σχολίαζαν επικριτικά. Μπροστά του, είχε μια πινακίδα που απότρεπε τους ανθρώπους από το να αυτοκτονήσουν. Ένοιωσε μια ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά. Δεν είχε καμία διάθεση να βρίσκεται σε αυτό το μέρος, αλλά προχώρησε όπως το καρφί μπροστά στο μαγνήτη. Τα πάντα ήταν ποτισμένα με βουβαμάρα, ανοσμία και κατάθλιψη. Λίγα μέτρα αφού ξεκίνησε, είδε τις αποκρουστικές κορδέλες που δένουν όσοι ξεφεύγουν από το οριοθετημένο μονοπάτι. Τις βάζουν στην περίπτωση που δεν αυτοκτονήσουν και θέλουν να γυρίσουν πίσω. Κυμάτιζαν σαν υφασμάτινα φύκια με φανταχτερά χρώματα. Ακολούθησε μια κόκκινη, με το δάσος πλέον να έχει γίνει πολύ άσχημο. Υπήρχαν μόνο λεπτά, άσχημα και άχαρα δέντρα. Κατέβαινε σε έναν σιωπηλό Άδη, υπό τη συνοδεία των επικρίσεων του δάσους. Σύντομα, με το στομάχι του να είναι ένας άσχημος κόμπος, είδε στο τέλος της κόκκινης κορδέλας μια σκηνή. Το κίτρινο χρώμα της την έκανε να ξεχωρίζει από το καφέ που επικρατούσε. Φαινόταν πολυκαιρισμένη, είχε γεμίσει φύλλα και χώμα. Οι πάσσαλοι είχαν φύγει και η μισή ανέμιζε στον αέρα. Μέσα είδε ένα φθαρμένο κόκκινο sleeping bag, που μάλλον είχε κάποιον μέσα. Μια άψυχη τούφα θαμπών μαλλιών ξεπρόβαλε και λικνιζόταν κι αυτή μαζί με τον αέρα και τις κορδέλες. Καθώς έφτασε δίπλα στη σκηνή, ο αέρας δυνάμωσε και η καρδιά του χτυπιόταν μέσα στο στήθος του. Η σκηνή ξηλώθηκε ολόκληρη και πέταξε μακριά. Έμεινε ο κόκκινος υπνόσακος με το βουβό και άκαμπτο περιεχόμενο του. Άσπρα μικρά σκουλήκια έβγαιναν από μέσα. «Εσύ είσαι αυτός» του είπαν τα δέντρα. Κόντευε να λιποθυμήσει από το φόβο του, όταν ξύπνησε απότομα.

Διαβάζοντας ακόμα, πρόσεξα που άνοιξε τα μάτια του αλαφιασμένος, χαμένος πάλι στις σκέψεις του. «Καλύτερα», σκέφτηκα, μιας και η βιβλιοθήκη θα έκλεινε σε λίγο. Είχε βραδιάσει εδώ και ώρα. Έξω από το κτίριο έβρεχε δυνατά. Έκανε κρύο και η ανάσα φαινόταν στον αέρα. Στάθηκα για λίγο κάτω από το υπόστεγο, κοιτώντας την κουρτίνα που σχημάτιζαν τα νερά που έτρεχαν μπροστά μου. Δίπλα μου, εκείνος προσπαθούσε να ανάψει φωτιά, αλλά ο αναπτήρας του είχε άλλη άποψη.

«Μήπως έχετε αναπτήρα;» μου κάνει ευγενικά.
«Ναι, μισό λεπτό να τον βρω» λέω και ψάχνω τις τσέπες μου. Βρίσκω έναν κατακόκκινο.«Ορίστε, πάρε. Κράτησε τον αν θες, δεν καπνίζω». Κοίταξε τον αναπτήρα λίγο περίεργα και για λίγο, δίστασε να τον πάρει. Για να νοιώσω καλύτερα, πρόσθεσα:« Αν έρθεις αύριο, θα σου φέρω και μερικά πακέτα τσιγάρα αν θες. Έχω ακόμα διάβασμα και έχω κόψει και το κάπνισμα». Εκείνος ήταν ακόμα σκεπτικός, κοίταγε κάτω. Σαν να αποφάσιζε κάτι μεγαλύτερο από το αν θα δεχθεί μερικά τσιγάρα. Ξαφνικά με κοίταξε στα μάτια.
«Ναι, εδώ θα είμαι, πρέπει να τελειώσω ένα βιβλίο για τη Σαντορίνη που διαβάζω». Τα μάτια του γυάλιζαν. Αμέσως μετά πήρε τα πράγματα του και χαμογελαστός χάθηκε μες τη βροχή.

1
Μοιράσου το