Χώρισα
Ήταν η τρίτη μέρα που ξύπναγε στο ίδιο αχούρι. Η διάθεση του χειροτέρευε κάθε φορά που έβλεπε τα σκόρπια γύρω του αντικείμενα. Τα προβλήματα που τον απασχολούσαν ήτανε δύο. Το μικρότερο ήταν ότι δεν είχε όρεξη να κάνει τίποτα. Σκότωνε κακούς στον υπολογιστή για να ξεχνιέται, έτρωγε γαριδάκια γιατί του τελειώνανε τα λεφτά και το βράδυ για να τον πάρει ο ύπνος έπινε καμιά μπύρα. Υπήρχε όμως και το μεγαλύτερο πρόβλημα. Άκουγε συνέχεια και ολοζώντανα μέσα στο κεφάλι του, τη φωνή της Χριστίνας τη μέρα του χωρισμού τους. Του είχε πει με πολύ κακία: “ Πάντα ήσουν βαρετός, αλλά δε σε αντέχω άλλο, καλύτερα να βρω κάποιον καλύτερο από σένα. Δε θα ‘ναι και δύσκολο”. Το θέμα με το παραπάνω, δεν ήταν ότι έπαιρνε τοις μετρητοίς τα λόγια της ή ότι δεν ήξερε πώς θα την ξεπεράσει, αλλά το ότι άκουγε τη φωνή της σαν να την είχε μπροστά του, ζωντανή.
Είχε τη ικανότητα να ακούει ομιλίες οι οποίες είχαν συμβεί στο παρελθόν, πράγμα που δε το είχε πει σε κανένα. Συνήθως άκουγε φαντάσματα από φράσεις οι οποίες ειπώθηκαν μερικές μέρες πριν, και αυτό δε κρατούσε για πολύ. Δεν άντεχε όμως άλλο ούτε τη μουρμούρα της, ούτε τη παθητική στάση του, ούτε το χάλι εκεί μέσα. Έπρεπε να αποδράσει. Σε λίγα λεπτά είχε συμμαζέψει τον εαυτό του, είχε κοντύνει αρκετά το μούσι του και είχε βρει μερικά καθαρά ρούχα που μάλλον ταιριάζανε μεταξύ τους. Ήταν έτοιμος.
Βγήκε από τη πολυκατοικία, όπως οι κατάδικοι που βγαίνουν από την απομόνωση. Αμέσως τον στράβωσε ο ήλιος. Κοιτώντας αλλού, έξυσε το κεφάλι του αμήχανα, προσπαθώντας να θυμηθεί πού στο καλό είχε αφήσει το αυτοκίνητο. Τελικά ήταν δυο τετράγωνα πιο κάτω. Είχε αλλάξει από τη τελευταία φορά που το είχε δει. Ήταν ακόμη πιο σκονισμένο, σαν να βρισκόταν από πάντα εκεί. Καθάρισε όπως όπως το παρμπρίζ από τα πολλά χώματα, μπήκε μέσα και γύρισε το κλειδί της μίζας. Η μηχανή δίστασε λίγο, αλλά τελικά πήρε μπροστά. Πριν ξεκινήσει, έπρεπε να κανονίσει που θα μείνει το βράδυ, οπότε πήρε τηλέφωνο τον φίλο του τον Τάσο.
“Πού σαι μωρή; Είπε ο Τάσος μόλις το σήκωσε. Ζωντάνεψες;”
“Λίγο έξω από το σπίτι μου, πάω βόλτα. Θα με φιλοξενήσεις το βράδυ; Χώρισα”
“Μάλιστα, γι’ αυτό είχες εξαφανιστεί. Ναι ρε. Θα σε φιλοξενήσω, μπορώ να κάνω κι αλλιώς;”
“Οκ, θα σε πάρω όταν γυρίσω, τσίου.”
“Τσίου”
Καθώς ξεκίνησε, συνειδητοποίησε ότι τον στοίχειωνε το χειρότερο φάντασμα από όλα. Εκείνης.
Φάντασμα. Κλικ. Στοιχειώνουν. Κλικ. Βόλος. Κλικ. Ιδέα: θα πάει βόλτα στο Βόλο. Είχε αφήσει κάτι ανοιχτούς λογαριασμούς με το θεωρητικά στοιχειωμένο σπίτι της πόλης, μιας και δε μπόρεσε ποτέ να το δει από μέσα.
Έφτασε μετά από μία όμορφη διαδρομή. Το σπίτι έστεκε ακόμα όπως το είχε αφήσει τότε. Χτισμένο πάνω σε μία στροφή και παρ' όλες τις ζημιές που είχε από το χρόνο μέσα και έξω, στεκότανε πεισμωμένο, όρθιο. Λες και παρακολουθούσε σηκωμένο στις μύτες των ποδιών του, να δει ποιος περνούσε έξω από το μαντρότοιχο του.
Η πόρτα ήταν ανοιχτή και υπήρχε αρκετό φως για να χαζέψει μέσα με την ησυχία του. Τα πατώματα ήταν σε πολλά σημεία τρύπια και στους τοίχους είχε γραμμένα διάφορα συνθήματα, όρκους για αιώνιους έρωτες και λοιπά αιώνια. Οι τοίχοι ήταν ξεβαμμένοι, και όλα μαζί άχρωμα. Τίποτα δεν ήτανε τρομακτικό, τίποτα δεν ήταν ενδιαφέρον. Έκατσε σε ένα περβάζι του οποίου το παράθυρο έλειπε. Άναψε ένα τσιγάρο και σκέφτηκε πόσο άλλαξε η ζωή του, από τη τελευταία φορά που είχε πάει εκεί. Ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του, όταν άκουσε κάποιον να μιλάει από το διπλανό δωμάτιο. Δε μπορούσε να ακούσει τι έλεγε ο τύπος, αλλά το έλεγε με πολύ πάθος.
Σηκώθηκε να πάει να ακούσει καλύτερα. Έχοντας αποφύγει μερικές τρύπες, βρέθηκε σε ένα μικρότερο δωμάτιο, πιθανότατα σε μια κουζίνα. Αλλά δεν ήταν κανείς εκεί. Άκουγε άλλη μια στοιχειωμένη φράση: “Να τη κάνεις να σε φοβάται κάθε μέρα και στιγμή”.
Άναψε ακόμη ένα τσιγάρο μόνο και μόνο για να κάνει παρέα στη φωνή. Του φάνηκε πολύ μόνη όπως τριγυρνούσε τόσο καιρό χωρίς να την ακούει κανείς. Γύρισε εκεί που καθότανε, ακούμπησε ήρεμα στο περβάζι και χάζεψε τα αυτοκίνητα που πέρναγαν απ’ έξω. Μόλις τελείωσε το τσιγάρο, άφησε το σπίτι και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Πήγε στον Τάσο για ύπνο.
Όταν ξύπνησε ήταν μόνος του. Ο Τάσος είχε ήδη φύγει για δουλειά. Ο υπολογιστής ξεροστάλιαζε στο γραφείο και ο Μάριος ήταν περίεργος να μάθει περισσότερα για το περίεργο σπίτι. Λίγα λεπτά μετά, ο κέρσορας του Google περίμενε υπομονετικά διαταγές. «Να τη κάνεις να σε φοβάται κάθε μέρα και στιγμή». Εnter. Μερικά μιλισεκόντ μετά, το Google τον απογοήτεψε. Δεν είχε βρει τίποτα σχετικό. Δεν υπήρχε τίποτα το περίεργο, τίποτα αιματηρό, ώστε να κρατήσει όπως ήλπιζε το μυαλό του απασχολημένο.
Το απόγευμα έφυγε, και γύρισε στο δικό του σπίτι.
Εκεί, επικρατούσε ησυχία. Ησυχία και ακαταστασία. Έπρεπε να συμμαζέψει, και αύριο να πάει στη δουλεία. Σήκωσε το τηλέφωνο και χωρίς καμία όρεξη πήρε τον προϊστάμενο του. Τον ενημέρωσε για την επιστροφή του, ενώ βρήκε και μια αστεία δικαιολογία για την απουσία του. Το διαμέρισμα ήταν διαφορετικό χωρίς την Χριστίνα. Δηλαδή άμα τολμούσε να το παραδεχτεί στον εαυτό του, θα έλεγε άδειο. «Αρχίδια εύκολος χωρισμός θα είναι», παραδέχτηκε σιωπηλά, και όρμησε στο ίντερνετ για να κατεβάσει το “Die hard” και να βρει σε τι χόμπι θα βγάλει τα απωθημένα του. Είδε τη ταινία, και αμέσως ξάπλωσε. «Να τη κάνεις να σε φοβάται κάθε μέρα και στιγμή. Σκατά, δε βγάζω άκρη. Σκατά, μου λείπει. Καληνύχτα, άδειο κρεβάτι». Με αυτά τα λόγια, κοιμήθηκε.
Πέντε μήνες μετά, το σπίτι ήταν πολύ διαφορετικό από τις πρώτες μέρες που έφυγε η Χριστίνα. Ο Μάριος είχε βαλθεί να αποδείξει στον εαυτό του ότι δεν ήταν πολλά από αυτά που τον κατηγορούσε εκείνη. Έτσι, είχε ξυπνήσει μια ώρα πριν πάει στη δουλειά. Ο γαλλικός καφές είχε κάνει αισθητή την παρουσία του στο μικρό σαλόνι, τα πάντα ήτανε τακτοποιημένα, και αν είχανε συνείδηση θα ένοιωθαν ότι είναι στο στρατό. Μέχρι και χρόνο να στύψει χυμό είχε βρει. Τα τοστ δείχνανε με καμάρι το λιωμένο τυρί στα πλάγια τους, και το σαλόνι μύριζε υπέροχα.
Φυσικά, την σκεφτόταν ακόμα. Με το ζόρι είχε συνηθίσει να κοιμάται μόνος του, αλλά όπως έλεγε συχνά στον εαυτό του, όλα είναι θέμα συνήθειας. Δυστυχώς είχε συνηθίσει και στο να κοιτάει αυτόματα όποιο πράσινο fiat έβλεπε μπροστά του, μήπως και τη δει. Όλα καλά όμως, τα πήγαινε περίφημα με τη μοναξιά του, και χαιρόταν γι’ αυτό.
Μια Τρίτη, τον πήρε τηλέφωνο ο Τάσος, να του πει ότι θα πήγαινε με ένα φίλο του σε ένα μπαρ για μπύρες.
“Έλα και συ, πολύ καιρό έχεις κάτσει μέσα. Μπορεί να είναι και η Γιάννα”
“Ναι μαμά, και που θα πάτε τελικά; στη μαγαζάρα που τη λένε «Τζον»;”
“Ε αφού ξέρεις, του Νίκου του αρέσει εκεί. Αν έρθει και η Γιάννα θα χουμε και σίγουρα κάτι ενδιαφέρον στη παρέα, άντε έλα, βγες λίγο έξω”
“Καλά, άντε θα έρθω -είπε απρόθυμα- κατά τις δέκα, καλά;”
“Οκ.” Απάντησε ο Τάσος και κλείσανε.
Η ιδέα του να πάει να πίνει με αυτούς εκεί, δε του έμοιαζε φοβερή. Αλλά όντως, σκέφτηκε, είχε κλειστεί πολύ στον εαυτό του τον τελευταίο καιρό. Ακόμα κι αυτό θα του έκανε καλό. Ετοιμάστηκε για βραδινή έξοδο.
Το απόγευμα ήταν ωραίο, δεν είχε έρθει ακόμα ο χειμώνας. Η ωραία βραδιά του έφτιαξε την διάθεση. Το αυτοκίνητο ήταν παραδόξως καθαρό. Μέσα- έξω. Μεγαλεία. Αν έβρισκε να παρκάρει κιόλας, θα ήτανε τέλεια. Τελικά πάρκαρε σε αξιοπρεπή απόσταση από τη Ροτόντα, όπου ήτανε το μαγαζί.
Το «Τζον» ήτανε ένα μικρό μαγαζάκι, που θα το έλεγες συμπαθητικό, αν έπαιζε άλλη μουσική και είχε άλλο διάκοσμο. Ήτανε μία τρύπα ουσιαστικά, που σωζόταν όποτε είχε καλό καιρό γιατί είχε τα τραπεζάκια έξω, στο εξίσου μικροσκοπικό πεζοδρόμιο. Το καλό της όμως ήταν ότι το κλίμα ήτανε παρείστικο. Όταν έφτασε ο Μάριος, ο κόσμος ήταν λιγοστός και ο Τάσος ήρθε μετά από λίγο μαζί με το φίλο του το Νίκο.
Η βραδιά κυλούσε όπως κυλάνε οι πολύ προβλέψιμες βραδιές: Ένα χαζό και χιλιοειπωμένο σχόλιο από δω, μια κουταλιά ποτό και χάζεμα στους περαστικούς, αρκετές δόσεις σχολιασμού της όποιας γκόμενας είναι στο μαγαζί, με έξτρα προσθήκη λίγο κοίταγμα των αστεριών για τον ρομαντικό Μάριο.
Όχι πολύ αργότερα, ο Μάριος πρόσεξε μια μελαχρινή να πηγαίνει προς το μέρος τους. Δεν ήταν πολύ ψηλή, αλλά από μακριά φαινότανε να έχει ωραίο σουλούπι.
“Κοίτα τι έρχεται” κάνει ο Μάριος στο Τάσο…
“Η Γιάννα είναι ρε, δε στο πα΄;”
“Μάλιστα, για δες”.
Όσο πλησίαζε, ο Μάριος θυμήθηκε ότι άλλη μία φορά που την είχε δει, δεν είχε σχηματίσει καμιά ιδιαίτερη γνώμη, μιας και ήταν λιγομίλητη . Βέβαια τότε ήταν κουρασμένη και την είχαν ζαλίσει όλοι με ερωτήσεις. Μέχρι λοιπόν να κάνει όλο αυτό το νοητικό «φλας μπακ», εκείνη είχε κάτσει δίπλα του.
Με τη πάροδο του χρόνου, η Γιάννα φαινόταν ολοένα και πιο ελκυστική για τον Μάριο. Καμία σχέση με τη λιγομίλητη εκδοχή της που ήξερε. Αν ήταν σε κόμικ, θα είχανε αρχίσει να σχηματίζονται καρδούλες πάνω από το κεφάλι του. Προς το παρόν όμως, ήταν αγχωμένος. Η Γιάννα ήταν προς το παρόν η μόνη κοπέλα στο μαγαζί. Και ήταν και όμορφη. Το θέαμα ήταν σχεδόν τρομακτικό. Μέτρησε κάπου δεκαοκτώ τύπους γύρω γύρω. Όσο περνούσε η ώρα, είχε την εντύπωση ότι όλοι τους πλησίαζαν όλο και πιο κοντά, σα τους περίεργους που θέλουν να δουν ένα ατύχημα.
“Ρε συ, τι γίνεται εδώ; όλοι τη Γιάννα θέλουν να φάνε;” φωνάζει στο Τάσο.
“Σιγά ρε. Υπερβολικέ. Πάντως πολύ σε βλέπω να της μιλάς”
“Πρέπει να είναι γαμάτη”
“Κατάλαβα…” Το ύφος του Τάσου συμπλήρωνε στη φράση: “ πάλι θα μας πρήζεις για δέκα μέρες”
H βραδιά κυλούσε πολύ ωραία, με εξαίρεση τους διάφορους τύπους που μαζευόταν σαν τις μύγες. Αλλά ο Μάριος της μονοπωλούσε πλέον το ενδιαφέρον και συνεπώς ησύχασε.
“Ξέρεις ποια φράση μου τη σπάει πολύ;” της λέει σε κάποια στιγμή.
Η φράση που του έσπαγε τα νεύρα ήτανε το «πλάκα κάνω». Αν την έλεγες μετά από ένα αστείο, για εκείνον έδειχνε άνθρωπο χωρίς αληθινό χιούμορ, ειδικά αν το έκανε συνέχεια.
“Μιας και λέμε αστεία, το «έλα μωρέ πλάκα κάνω»;” απαντάει εκείνη. Ο Μάριος εντυπωσιάστηκε σιωπηλά και δεν το έδειξε. Φοβήθηκε ότι θα έδειχνε ηλίθιος και χαρούμενος ταυτόχρονα. Την ίδια παρόρμηση συγκράτησε πολλές φορές στη συνέχεια, γιατί άρχισαν να μαζεύονται πολλά κοινά. Παρόμοια επαγγέλματα, ίδιες θρησκευτικές αναισθησίες. Το ίδιο χιούμορ. Η αυτοκυριαρχία του άρχισε να χάνεται, όταν η Γιάννα του εκμυστηρεύτηκε κάτι που δε το είχε πει σε πολύ κόσμο:
“Θα σου πω κάτι, αλλά ούτε θα γελάσεις, ούτε θα το πεις σε κανένα”
Εντάξει; της κάνει γελώντας. Ο Μάριος αντί γέλιου άκουσε μελωδίες άρπας και φλάουτα.
“Εντάξει πες, αλλά θα σε κοροϊδεύω σιωπηλά μέχρι το τέλος του χρόνου.”
“Καμιά φορά, ακούω φράσεις που έχουν είδη ειπωθεί σε ένα χώρο”.
Αμέσως ο Μάριος έβαλε τα γέλια, γέλια αμηχανίας. Ένιωσε ότι η βραδιά άρχιζε να βαδίζει το δρόμο του απίθανου.
“Ωραία, αφού γελάσαμε, άκου να σου πω τι άκουσα σε ένα σπίτι στο Βόλο. Το άκουσα χωρίς να είναι κανείς μέσα στο σπίτι. Δεν είσαι και τόσο μοναδική όσο νομίζεις”. Τη τελευταία φράση την είπε με όσο πιο σκανδαλιάρικο ύφος μπορούσε.
“Είμαι όλη αυτιά” είπε εκείνη, έχοντας ένα μειδίαμα στο πρόσωπο, με τα μάτια της να λάμπουν.
“Να τη κάνεις να σε φοβάται κάθε μέρα και στιγμή. Το άκουσα στο στοιχειωμένο -και καλά- σπίτι του Βόλου.”
Το μειδίαμα της είχε μετατραπεί σε ένα αντικειμενικά ωραίο χαμόγελο. Για τον Μάριο οι πελάτες, η φασαρία, ο ουρανός και οτιδήποτε άλλο, χάθηκαν. Κάτι πρέπει να ήξερε αυτή, και ο Μάριος περίμενε την απάντηση της.
“Ήταν μια φράση που έλεγε ο προπάππους μου, και μου την έμαθε ο παππούς μου. Ο προπάππους μου ήταν ο πρώτος που είχε μείνει στο σπίτι. Εννοούσε, να κάνεις τη ζωή να σε φοβάται κάθε μέρα και στιγμή, αντί να φοβάσαι εσύ να την ζήσεις. Καμία σχέση με ότι άλλο μπορεί να σου πέρασε από το μυαλό!”. Ο Μάριος χαμογέλασε κι αυτός πονηρά και αυτάρεσκα. Η βραδιά θα προχωρούσε πολύ όμορφα, ήταν σίγουρος.