Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

The Batman, του Matt Reeves

cover-the-batman-tou-matt-reeves

Δέκα χρόνια μετά το πέρας των νολανικών περιπετειών που σφράγισαν την ιστορία του υπερηρωικού σινεμά, ο λαοφιλής σκοτεινός ήρωας επιστρέφει. Δε θυμίζει σε τίποτα τον αλαζονικό γόη με τα άλυτα συναισθηματικά αινίγματα που φοράει τη στολή για να επιβάλει τη δικαιοσύνη στους δρόμους, εκεί όπου η επίσημη εξουσία ωχριά. Εμμονικά μόνος, ζει και αναπνέει μέσα στις σκιές και τα σοκάκια της αστικής ζούγκλας του. Αλλά και η πόλη δεν είναι απλώς η γνωστή σκοτεινή μεγαλούπολη που έχει παραδοθεί στην ανομία˙ είναι ένα μέρος που βαπτίζεται στο ίδιο του το έρεβος, ένας νεκρός τόπος στον οποίο ο ήλιος φοβάται να ανατείλει και η βροχή δεσπόζει σαν απόλυτος φορέας της απόκοσμης εικόνας του.

Ο Matt Reeves τοποθετεί την αφήγηση σχεδόν σαν να έπεται ενός φανταστικού εισαγωγικού σκέλους μίας κινηματογραφικής saga. Εκμεταλλεύεται δημιουργικά το πασίγνωστο και χιλιοτραγουδισμένο backstory του ήρωά του και αποφεύγει να δημιουργήσει τον χαρακτήρα εκ του μηδενός. Στη δική του ιστορία, ο Μπάτμαν δρα ήδη για δύο χρόνια στην ανήλιαγη Γκόθαμ, επιχειρώντας να σώσει οτιδήποτε αν σώζεται, έχει ήδη μακρά και αγαστή συνεργασία με τον αστυνόμο Γκόρντον και αποκρυσταλλωμένο το παιδικό τραύμα της διαβόητης απώλειας των ζάπλουτων γονέων του που έπεσαν θύματα δολοφονικής επίθεσης αγνώστου. Με άλλα λόγια, ο Reeves θέτει σε λειτουργία τα κομμάτια του μύθου που βολεύουν την αφήγησή του και πράττει σοφά, αφιερώνοντας την ολοφάνερη μαστοριά του στη δημιουργία της ατμόσφαιρας του έργου.

Το καινούριο «Μπάτμαν», λοιπόν, είναι ένα νέο-νουάρ που σταδιακά παίρνει τη μορφή ενός πολιτικού και γκανγκστερικού θρίλερ. Έχει στο κέντρο της αφήγησής του έναν καλοπροαίρετο πλην αδάμαστο ήρωα που παλεύει ανεπιτυχώς σε πολλά μέτωπα. Φορά με περηφάνια τα διακριτικά των κομιξάδικων καταβολών του ήδη από την εναρκτήρια σεκάνς που συστήνει τη νέα εκδοχή του ήρωα της DC, καθώς ο συνδυασμός του voice-over με τις απαστράπτουσες εικόνες της ζοφερής πόλης δημιουργεί την αίσθηση της περιδιάβασης στις σελίδες ενός graphic novel.  Αυτός ο Μπάτμαν είναι περισσότερο νεαρότερος όλων όσων προηγήθηκαν, αλλά και πιο ταλαιπωρημένος από ποτέ. Περιφέρεται σαν σκιά ανάμεσα σε σκιές, ένας ματαίως περιφερόμενος εκδικητής του καλού σε μια πόλη που το κακό κυριαρχεί χωρίς αντίπαλο.

Η παρουσία του «Γρίφου», ο οποίος εδώ είναι ένας φασιστοειδής serial killer που ηγείται μίας ντελιριακής σταυροφορίας μίσους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με απώτερο στόχο την κάθαρση της πόλης από τον οχετό της διαφθοράς, καθιστά τον σκοτεινό ιππότη και τον ένστολο συνοδοιπόρο του, τον Γκόρντον, ανήμπορους. Ο εχθρός είναι πάντα ένα βήμα μπροστά τους, διατηρεί καθολικό έλεγχο επί των πεπραγμένων τους, κινεί τους πάντες σαν μαριονετίστας. Όσο νιώθουν ότι τον πλησιάζουν, τόσο βαθαίνει το λαγούμι στο οποίο τους έχει ρίξει. Τα διάφορα αινίγματα που τους αφήνει στον τόπο των φόνων, έχουν μόνιμο αποδέκτη τον Μπάτμαν. Και αυτός τα επιλύει αυτόματα, σχεδόν ακούσια, όχι επειδή είναι εξυπνότερος όλων, αλλά επειδή προέρχεται από το ίδιο καλούπι με τον δολοφόνο.

Για αρκετή ώρα, η ταινία είναι κατασκευασμένη με τρόπο που παραπέμπει ευθέως στο μνημειώδες «Se7en». Ο ευφυής εγκληματίας εξυφαίνει μία ασύλληπτη πλεκτάνη και το ζευγάρι των διωκτών του ασθμαίνει στην προσπάθεια να ακολουθήσει τον βηματισμό του και να αποτρέψει τα αποτρόπαια πλάνα του. Η ατμόσφαιρα της ταινίας είναι μία υπόκλιση στο δημιούργημα του Ντέιβιντ Φίντσερ, με τη σκεβρωμένη Γκόθαμ να μοιάζει σαν τόπος από τον οποίο η κάθαρση έχει προ πολλού εξοριστεί. Παρότι οι περιορισμοί που θέτει το ηλικιακό όριο προσέλευσης στην αίθουσα (η ταινία στην Αμερική κυκλοφορεί ως κατάλληλη άνω των δεκατριών και όχι με την περιβόητη σφραγίδα Rated R, δηλαδή κατάλληλη άνω των δεκαεπτά) περιορίζουν σημαντικά τα εφιαλτικά εκφραστικά μέσα του δημιουργού, ο Reeves φροντίζει να δημιουργήσει ένα βραδυφλεγές θρίλερ όπου η βία κυρίως υπονοείται, αλλά γίνεται έντονα αισθητή σαν κυρίαρχη έννοια.

Ωστόσο, η δομή της αφήγησης του «Μπάτμαν» προοδευτικά γίνεται περισσότερο δαιδαλώδης και το μυστήριο της ταινίας διαχέεται σε μεγαλύτερη κλίμακα. Το αρχικό κυνήγι ενός κατά συρροή δολοφόνου μετατρέπεται σε μία ενδελεχή έρευνα της ντόπιας διαπλοκής που κρύβει μέσα της και την καταβύθιση του ήρωα στα ανεξερεύνητα ύδατα των τραυμάτων και των αναμνήσεων του. Ο Μπάτμαν παραμερίζει για να εμφανιστεί σταδιακά ο Μπρους Γουέιν σε μία πολύ λιγότερο θελκτική εκδοχή από τη συνήθη, ένας άνθρωπος που τρέμει να αναζητήσει την αλήθεια για τους γονείς του και προτιμά να τους έχει στο βάθρο των αδικοχαμένων της τυφλής βίας της Γκόθαμ. Παράλληλα, η Κάτγουμαν/Σελίνα Κάιλ υπηρετεί τη δική της ατζέντα, με την αυτοπεποίθηση που χαρίζει το αναντίρρητα δίκαιο του σκοπού της, λειτουργούσα και σαν υπενθύμιση της αδιάβλητης ηθικής καθαρότητας που ο Μπάτμαν/Γουέιν προσπαθεί να πείσει εαυτόν ότι και ο ίδιος πρεσβεύει.

Όσο όμως πληθαίνουν οι βασικοί πυλώνες της αφήγησης, τόσο η χαρακτηρολογική προσέγγιση του βασικού ήρωα μοιάζει να εξασθενεί και να αποτελεί το σημείο ανισορροπίας της ταινίας. Εξαιτίας ενός αδύναμου σε σημεία σεναρίου, ο Γουέιν οδηγείται σε συνεχόμενες πλάνες περί του ρόλου του εκλιπόντος πατέρα του στα κοινά της Γκόθαμ, οι οποίες ανατρέπονται σε διαδοχικές (!) σκηνές και ματαιώνουν την όποια σοβαρότητα στην ανίχνευση του ψυχισμού και του συναισθηματικού πυρήνα του ήρωα, ενώ και ο χαρακτήρας της Σελίνα οδηγείται να δράσει με τρόπο που δεν ταιριάζει στο μυστηριώδες κλίμα που έχει με κόπο φιλοτεχνήσει ο Reeves. Τούτο βέβαια δε σημαίνει ότι η ταινία πάσχει και στις ερμηνείες ˙ άπαντες αποδίδουν εξαίσια, η χημεία του Robert Pattinson και της Zoë Kravitz είναι εξωπραγματική, ενώ οι «παλιοί» του καστ ντύνονται τα άμφια των ρόλων τους με φοβερή άνεση. Τόσο ο Jeffrey Wright ως Γκόρντον, όσο και ο John Turturro ως αρχιμαφιόζος Φαλκόουν δικαιώνουν τη φερεγγυότητα που συνοδεύει τα ονόματά τους, με μόνη περίεργη νότα την γεμάτη προσθετικά εμφάνιση του Colin Farrell που ερμηνεύει σαν να μιμείται τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο.

Παρά το περιορισμένων αξιώσεων σενάριο, όμως, ο Matt Reeves σκηνοθετεί με ιδιαίτερα δημιουργική φαντασία τις προορισμένες για ανθολόγηση σκηνές δράσης της ταινίας, σε σημείο που η εμπειρία της θέασης πραγματικά απογειώνεται. Από κοινού με τον διευθυντή φωτογραφίας Greig Fraser δημιουργούν ένα υπερθέαμα που δεν έχει ανάγκη από μαρβελικές υπερκόσμιες ρίψεις εξ ουρανού για να σαγηνεύσει. Χειρίζονται το φως με τρομερή εφευρετικότητα και δημιουργούν κάδρα πραγματικά έργα τέχνης, το ένα μετά το άλλο, ισορροπώντας αισθητικά ανάμεσα στο ενήλικο έρεβος της Γκόθαμ και την κόμικ αισθητική από την οποία πηγάζει ο ήρωας. Υποβοηθούνται  βέβαια από το ασύλληπτο score του Michael Giacchino που υπό τις κατάλληλες συνθήκες κάνει το στέρνο να πάλλεται, χτίζοντας πάνω στην ελεγειακή αύρα του Σούμπερτ. Γενικότερα, από κάθε τεχνική σκοπιά και αν το πιάσει κανείς, το “The Batman” είναι ένα μνημείο στο genre, ενώ ακόμα και η προβληματική αφήγηση δεν χάνει ποτέ την αγωνία της, παρά τη μεγάλη διάρκεια.

Δεν παύει όμως ποτέ να είναι μία super-hero movie, και αυτό δεν αποτελεί καθαυτό αιτίαση, αλλά περισσότερο τριμάρισμα των ρηξικέλευθων κατευθύνσεων που ενδεχομένως η ίδια η ταινία υπόσχεται ότι θα ακολουθήσει. Ο υπερήρωας παραμένει για αρκετή ώρα ένα εγκλωβισμένο θηρίο, έρμαιο μίας καλοσχεδιασμένης συνωμοσίας που τον νικά στη στροφή, μέχρι που φυσικά βρίσκει τον τρόπο να υποσχεθεί σχεδόν αλώβητος ένα καλύτερο μέλλον. Η πρόσδεση της μυθολογίας του Μπάτμαν με τις τύχες του κόσμου της Γκόθαμ εμφανίζεται σαν έμμονη ιδέα, περισσότερο φαντασιακή και πρόχειρη παρά ουσιώδης. Ο Reeves λαϊκίζει, πανέμορφα μεν, άκομψα δε˙ ο δικός του ήρωας γίνεται ένα με τον κόσμο δίχως να προέρχεται από τα σπλάχνα της κοινωνίας που αυτόκλητα προστατεύει. Απαντά στη φασιστική βία του Γρίφου απεμπολώντας την υψηλή θέση της κοινωνικής του τάξης, και όχι με γνήσια αυτοθυσία ή μέσω ενός αφηγήματος που διασώζει την ελπίδα. Γίνεται κυριολεκτικά ένα με τον πληθυσμό της πόλης, σχεδόν σαν θρησκευτικός σωτήρας και ηγέτης του λαού, και εντάσσει την αφήγηση της ταινίας στον πληγωμένο μετα-τραμπικό ορίζοντα που γνώρισε στους Αμερικανούς την όψη ενός σκότους που φοβήθηκαν όσο ποτέ.

Σε κάθε περίπτωση, όταν καταφθάνει το φινάλε διαφαίνεται και η πορεία που χαράσσει το φιλμ του Reeves: είναι αυτή του καλλιεπούς world-building χάριν ενός franchise που υπόσχεται αόριστο αριθμό συνεχειών. Σε αντίθεση με τον πρόσφατο «Τζόκερ» του Τοντ Φιλιπς, ο «Μπάτμαν» φαίνεται ότι επανήλθε για να πρωτοστατήσει σε ένα cinematic universe ή έστω σε μία saga που θα απαλλάξει την εταιρία από την πρόσφατη φαλκονέρα του DCEU με τις γνωστές τραγικωμικές καταστάσεις. Ουσιαστικά κινείται πάνω σε ράγες που έχουν χρησιμοποιηθεί ήδη με χαρακτηριστική επιτυχία από τον Κρίστοφερ Νόλαν, ασπαζόμενος μία σαφώς πιο εντυπωσιακή και ευρηματική αισθητική προσέγγιση αλλά και μία αφήγηση με λιγότερο σφρίγος και ένταση από εκείνη του «Σκοτεινού Ιππότη». Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι η εμπειρία της θέασης ενός τέτοιων διαστάσεων ενήλικου super-hero μπλοκμπάστερ δεν είναι πολύτιμη, αλλά ότι τα δεσμά του είδους και της φόρμας του είναι μάλλον πολύ ισχυρά για να σπάσουν.

The Batman, του Matt Reeves
Διάρκεια: 176′

*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine

Φίλιππος Χατζίκος
- γράφει για το Artcore
5
Μοιράσου το