Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Πεθαίνω σαν χώρα, του Δημήτρη Δημητριάδη

cover-pethaino-san-xora-tou-dimitri-dimitriadi

Ausblicke, Τεύχος 34, 35 (1978)*: «Πεθαίνω σαν χώρα», του Δημήτρη Δημητριάδη

Υπάρχουν τίτλοι που σε αφήνουν αμήχανο. Λέξεις που συνθέτουν το όμορφο ή το τρομερό, λίγη διαφορά κάνει και που πάντα μας αφοπλίζουν. Σημαδεύουν ως φράσεις τις ζωές μας, τους δίνεται μια ευκαιρία να υπάρχουν μες στο βάθος της συνείδησής μας, σαν μια προσωπική αποδοκιμασία, μια προσευχή για το μεγάλο μας παρόν που όλο κυλά. Και ας λέγεται μέλλον, πρόκειται για αυτό το παρόν για αυτόν τον χρόνο που ζούμε, ξοδεύουμε, κυνηγούμε, τακτοποιούμε. Μες σε αυτόν τον χρόνο υπάρχουν τίτλοι και φράσεις που σημαίνουν όλους τους εφιάλτες μας, λέξεις που σχηματίζουν ένα νησί μες στην ψυχή μας. Φράσεις που συνδέουν το εθνικό με το αληθινό και αφήνουν την ατομική μας κραυγή να ακουστεί μία και μόνη φορά.

Σε αυτούς τους τίτλους ανήκει το εμβληματικό πια «Πεθαίνω σαν χώρα», του Δημήτρη Δημητριάδη, ετούτη την φορά στην έκδοση του Σαιξπηρικόν. Πρόκειται για τον εκδοτικό οίκο και το ομώνυμο βιβλιοπωλείο της Θεσσαλονίκης που ιδρύθηκαν και λειτουργούν υπό την επιμέλεια του Γιώργου Αλισάνογλου. Στο καλαίσθητο, μικρό βιβλίο περιλαμβάνεται ένα από τα βαθύτερα κείμενα των τελευταίων χρόνων. Στις σελίδες του Δημήτρη Δημητριάδη μια χώρα πεθαίνει, το πλήθος πορεύεται ως την ήττα, ένας λαός συντρίβεται, μια πατρίδα ακυβέρνητη, μια σπαραχτική μαινάδα κατασπαράζει τα παιδιά της. Η ατμόσφαιρα της καταστροφής, η σχέση του ανθρώπου με την γη που ορίζει τάφο των προγόνων του, η ζωή που υπερτερεί όλων αυτών των ουσιωδών χαρακτηριστικών. Και από την άλλη μεριά, το άσβηστο και στερεωμένο μίσος απέναντι στην πατρίδα, το μίσος το αιτιολογημένο. Η ζωή μιας χώρας διαγράφει την ξέφρενη τροχιά της, πεδίο της η ιστορία. Μια πατρίδα που γυρεύει την ως τον θάνατο αφοσίωση, ένας κόσμος πλεγμένος με τις ρίζες και τις αναμνήσεις του συλλογικού συντρίβεται μες στο πέρασμα του χρόνου. Στις σελίδες του «Πεθαίνω σαν χώρα» γράφεται το τελευταίο κεφάλαιο της ζωής. Η σπουδαιότερη σκηνή της ιστορίας εξελίσσεται εκείνη ακριβώς την στιγμή, μα και πάντα μες στο κουρνιαχτό της συντριβής, του ξεριζωμού, του αποκλεισμού. Αυτή η ακατέργαστη ατμόσφαιρα του μίσους που βρίσκει στην γλώσσα το στήριγμα της, η καθημερινή λαλιά γεμάτη από την έκπτωση των αξιών και της ελπίδας, πρωταγωνιστεί στην  τραγική μπαλάντα του Δ. Δημητριάδη. Μια οικεία, νεοελληνική ψυχολογία ανασύρεται από τα βάθη της ψυχής, από το ασύλληπτο τέλος ενός απόκρημνου γκρεμού. Οι εκτοπισμένοι που αγγίζουν την αγιότητα, μια αγέλη παραδομένη στην απελπισία, προδοσίες, μυστικά δείπνα, όλα λαμβάνουν χώρα μες στην φτώχεια του σώματος, την ανέχεια του πνεύματος. Πρόκειται για δομικά υλικά του αφηγήματος που μαρτυρά μια ολόκληρη νεοελληνική πανίδα σαρωμένη από την πράξη. Αυτή που εκτελείται στο όνομα της πατρίδας, ένας ολόκληρος κόσμος που στο όνομα της πολιτικής και του καθήκοντος, δοκιμάζει κάτι από την κόλαση. Εκείνη η αιτία του ουρανού που του υποσχέθηκαν δεν θα εκπληρωθεί ποτέ, όσο ένας συλλογικός, εσωτερικός μονόλογος μετατρέπεται σε φωνή της ίδιας της πατρίδας, φωνή του ατόμου που καθηλώνεται και ακυρώνεται σαν ύπαρξη, όπως ακυρώνεται ένα έθνος μες στην καταστροφή. Χρώματα και άμβωνες διακοσμούν την σύντομη ιστορία που οδηγεί στον θάνατο μιας χώρας, συντηρούν τον τεφρό κόσμο, τον αδειανό από την θηλυκή του πλευρά, κόσμο αρσενικό θανατωμένο, έναν σκληρό μήνα Ιούλιο. Μια φωνή ψύχραιμη και ειλικρινής καθώς ο πανικός του τέλους κυκλώνει τα πάντα και τίποτε δεν απομένει από την συνθηκολόγηση.

 Η δραματουργική μεταφορά του Δημήτρη Δημητριάδη υπηρετεί τον μεγάλο κανόνα της μυθιστορηματικής γραφής. Αρκείται στην σκηνογραφία του τέλους, σε αλλοτινές τρομακτικές χαρές που μετατρέπονται τώρα σε άγριους, σπαραχτικούς έρωτες, όλο βία, σε μεγάλες απώλειες. Με αυτήν την χωμάτινη γλώσσα που νιώθεται η ζωή και ο θάνατος και ο πανηγυρισμός και η ανυπέρβλητη ήττα ο Δημήτρης Δημητριάδης στέλνει γράμματα ανεπίδοτα. Κολλάει τα γραμματόσημα της πατρίδος, μες στον φάκελο φυλά την Πέμπτη, νεοελληνική διάσταση, την πιο φριχτή, την πιο τρομερή. Ο φάκελος απευθύνεται στην μικρή μας αιωνιότητα, αυτήν που χρηματοδοτεί απλόχερα την καταστροφή μας. Εντός του κατέχει το ίδιο το τέλος αυτής της μικρής, της περίκλειστης φόρμας που είπαμε πατρίδα και εποχή μας.

Το «Πεθαίνω σαν χώρα», δημοσιεύεται το 1978 και έκτοτε σημαδεύει ανεξίτηλα την ελληνική λογοτεχνία. Συγκαταλέγεται δε στα εκατό καλύτερα βιβλία.  Περιέχει την ίδια δόση της φρίκης που θα συναντήσει κανείς στις εμπόλεμες σχέσεις της Sarah Kane, στις σελίδες ενός μακροσκελέστατου βιασμού, ώσπου να εμπεδωθεί η κτηνωδία αυτού του κόσμου, η κατάμαυρη του ψυχή που λάμπει πάνω από κάθε άλλη γενιά, κάθε άλλη ανθρωπότητα. Η τωρινή, καταδικαστική μας ευτυχία όμως τονίζει ακόμη περισσότερο βιβλία όπως αυτό του Δημήτρη Δημητριάδη που έρχεται από την μεταπολίτευση, στολισμένο σεντέφια και σπαραγμένα σπλάχνα και άλογα περήφανα με μάτια βγαλμένα για να προβεί σε ορισμένες, τρομερές υπενθυμίσεις. Πρόκειται για ένα ωραίο επίγραμμα, καμωμένο με εφιάλτη, θαύματα και βία πρωτόγνωρη, ένα κείμενο σταθμό για την εγχώρια λογοτεχνία, μια μοναχική χειρονομία δίχως αντίκρισμα, μια δική μας φωνή. 

*Τίτλος του ομώνυμου περιοδικού στα τεύχη του οποίου δημοσιεύεται το 1978 το «Πεθαίνω σαν χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη

Πεθαίνω σαν χώρα, του Δημήτρη Δημητριάδη

Εκδόσεις Σαιξπηρικόν
σελ. 58

3
Μοιράσου το